Menu

19 Φεβ 2020

Καθηγητὴς Συνταγματικοῦ Δικαίου ὑποστηρίζει ὅτι δὲν ἀπαιτεῖται ὁ Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας νὰ εἶναι ὀρθόδοξος καὶ νὰ ὁρκίζεται μὲ θρησκευτικὸ ὅρκο!

Ἄρθρο 33 πάρ. 2 τοῦ Συντάγματος: «Ὁρκίζομαι στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοούσιας καὶ Ἀδιαίρετης Τριάδας νὰ φυλάσσω τὸ Σύνταγμα καὶ τοὺς νόμους, νὰ μεριμνῶ γιὰ τὴν πιστή τους τήρηση, νὰ ὑπερασπίζω τὴν ἐθνικὴ ἀνεξαρτησία καὶ τὴν ἀκεραιότητα τῆς Χώρας, νὰ προστατεύω τὰ δικαιώματα καὶ τὶς ἐλευθερίες τῶν Ἑλλήνων καὶ νὰ ὑπηρετῶ τὸ γενικὸ συμφέρον καὶ τὴν πρόοδο τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ»

Χαράλαμπος Ἀνθόπουλος, Καθηγητὴς Δικαίου καὶ Διοίκησης ΕΑΠ
Ὑπὸ τὸ καθεστὼς τοῦ Συντάγματος τοῦ 1952, ὁ διάδοχός το
ἑλληνικοῦ θρόνου ἔπρεπε ὑποχρεωτικὰ νὰ εἶναι χριστιανὸς ὀρθόδοξος (ἄρθρο 47). Σὲ περίπτωση διαδοχῆς, ὁ νέος Βασιλιὰς προτοῦ ἀνέβει στὸν θρόνο καὶ προκειμένου νὰ ἀποκτήσει τὸ δικαίωμα ἐξάσκησης τῆς βασιλικῆς ἐξουσίας, ἔπρεπε νὰ δώσει τὸν προβλεπόμενο ἀπὸ τὸ ἄρθρο 43 πάρ. 2 Σύντ. χριστιανικὸ ὅρκο: «Ὀμνύω εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοουσίου καὶ Ἀδιαιρέτου Τριάδος νὰ προστατεύω τὴν ἐπικρατοῦσαν θρησκείαν τῶν Ἑλλήνων, νὰ φυλάττω τὸ Σύνταγμα καὶ τοὺς νόμους τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους καὶ νὰ ὑπερασπίζω τὴν ἐθνικὴν ἀνεξαρτησίαν καὶ ἀκεραιότητα τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους». Ἡ ρητὴ διατύπωση τοῦ ἄρθρου 47 καθὼς καὶ τὸ συγκεκριμένο περιεχόμενο τοῦ ὅρκου τοῦ ἄρθρου 43 πάρ. 2 Σύντ., στὸ ὁποῖο γινόταν ἀναφορὰ στὸ καθῆκον τοῦ ἀρχηγοῦ τοῦ Κράτους νὰ προστατεύει τὴν ἐπικρατοῦσα θρησκεία, δὲν ἄφηναν περιθώρια ἀνόδου στὸν ἑλληνικὸ θρόνο οὔτε ἑτερόδοξων χριστιανῶν, ἔστω κι ἂν τὸ δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδας γίνεται δεκτὸ καὶ ἀπὸ ἄλλες χριστιανικὲς ἐκκλησίες, πέρα ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη. Σημειωτέον ὅτι.... ὁ νέος Βασιλιὰς ἔδιδε τὸν νενομισμένο ὅρκο ἐνώπιόν της Βουλῆς, ἐπὶ τὴ παρουσία καὶ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.
Ὑπὸ τὸ ἰσχῦον Σύνταγμα, ὁ Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας δὲν ἀπαιτεῖται νὰ πρεσβεύει συγκεκριμένη θρησκεία, δηλαδὴ μπορεῖ νὰ εἶναι χριστιανὸς ὀρθόδοξος ἢ ἑτερόδοξος, ἀλλόθρησκος ἢ ἄθεος (βλ. ἄρθρο 31 Σύντ.). Παρ’ ὅλα αὐτά, ὁ τύπος τοῦ ὅρκου ποὺ καλεῖται νὰ δώσει, πρὶν ἀναλάβει τὴν ἄσκηση τῶν καθηκόντων του, δὲν διαφέρει ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ προέβλεπε τὸ ἄρθρο 43 πάρ. 2 τοῦ Συντάγματος τοῦ 1952, χωρὶς ἀναφορὰ ὅμως στὴν προστασία τῆς ἐπικρατοῦσας θρησκείας: «Ὁρκίζομαι στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοούσιας καὶ Ἀδιαίρετης Τριάδας νὰ φυλάσσω τὸ Σύνταγμα καὶ τοὺς νόμους, νὰ μεριμνῶ γιὰ τὴν πιστή τους τήρηση, νὰ ὑπερασπίζω τὴν ἐθνικὴ ἀνεξαρτησία καὶ τὴν ἀκεραιότητα τῆς Χώρας, νὰ προστατεύω τὰ δικαιώματα καὶ τὶς ἐλευθερίες τῶν Ἑλλήνων καὶ νὰ ὑπηρετῶ τὸ γενικὸ συμφέρον καὶ τὴν πρόοδο τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ» (ἄρθρο 33 πάρ. 2 Σύντ.). Τὸ κρίσιμο στὴν προκειμένη περίπτωση εἶναι ὅμως τὸ ἄρθρο 31 Σύντ.. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ ἄρθρο αὐτὸ δὲν προβλέπει σὰν  συνταγματικῶς ἀναγκαῖο προσὸν τοῦ Προέδρου τῆς Δημοκρατίας τὴν ἰδιότητα τοῦ πιστοῦ της ἐπικρατοῦσας θρησκείας, ἐφαρμόζεται πλέον σὲ ὅλη του τὴν ἔκταση τὸ ἄρθρο 13 πάρ. 1 εδ. β΄ Σύντ., ποῦ ἀποσυνδέει τὴν ἀπόλαυση τῶν πολιτικῶν δικαιωμάτων ἀπὸ τὶς θρησκευτικὲς πεποιθήσεις καθενός. Ἄλλωστε, ἡ ὑποχρέωση δόσης ὅρκου στηρίζεται στὸ ἀμάχητο τεκμήριο τῆς ἀνταπόκρισης μεταξύ της πανηγυρικῆς δήλωσης καὶ τῆς βούλησης τοῦ ὁρκιζομένου. Ἂν εἶναι γνωστὴ ἐκ τῶν προτέρων ἡ μὴ εἰλικρίνεια τῆς δήλωσης, ὁ ὅρκος εἶναι ἀνώφελος, ἕνας τύπος χωρὶς ἠθικὴ ἀξία. Γι’ αὐτὸ δὲν θὰ εἶχε νόημα νὰ ὑποχρεωθεῖ ὁ νεοεκλεγεῖς Πρόεδρος, ἂν εἶναι ἑτερόδοξος, ἀλλόθρησκος ἢ ἄθεος, νὰ δώσει θρησκευτικὸ ὅρκο ὀρθόδοξου τύπου, ἐναντίον τῆς συνείδησής του, ἀφοῦ στὴν περίπτωση αὐτὴ δὲν θὰ λειτουργοῦσε ἡ ἠθικὴ πίεση ποὺ ἀσκεῖ ἡ δόση τοῦ ὅρκου στὸν ὁρκιζόμενο ὅσον ἀφορᾶ στὴν εὐσυνείδητη ἐκπλήρωση τῶν συνταγματικῶν του καθηκόντων. Ἔτσι, κατὰ τὴν ὀρθότερη γνώμη καὶ τὴ μόνη συμβατὴ μὲ τὴν ἐλευθερία τῆς συνείδησης (ὄχι μόνο τῆς θρησκευτικῆς) (βλ. Χ. Ἀνθόπουλου, Τὸ συνταγματικὸ δικαίωμα στὴν ἐλευθερία τῆς συνείδησης, 1992), τὸ ἄρθρο 33 πάρ. 2 Σύντ. περιλαμβάνει ἕναν μὴ γραπτὸ συνταγματικὸ κανόνα, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο ἐπιτρέπεται ὁ θρησκευτικὸς ὅρκος τῶν ἑτερόδοξων ἢ ἀλλόθρησκων σύμφωνα μὲ τὸν τύπο τοῦ δόγματός τους ἢ τῆς θρησκείας τους, ἀλλὰ καὶ ὁ λαϊκὸς ὅρκος (διαβεβαίωση) τῶν ἀθέων, χωρὶς θρησκευτικὸ περιεχόμενο. (βλ. τὴν ἀναλυτικὴ τεκμηρίωση τοῦ Εὖ. Βενιζέλου, στὸ βιβλίο τοῦ Οἱ σχέσεις Κράτους καὶ Ἐκκλησίας, 2000, σέλ. 141-143). Ὁ κανόνας αὐτὸς ἰσχύει σὲ ὅλη του τὴν ἔκταση καὶ γιὰ τὸν κοινοβουλευτικὸ ὅρκο, κατὰ τὴν κρατοῦσα ἑρμηνεία τοῦ ἄρθρου 59 πάρ. 1 Σύντ. καὶ θεσπίζεται ρητὰ γιὰ τὸν ὅρκο τοῦ Πρωθυπουργοῦ καὶ τῶν Ὑπουργῶν (βλ. ἄρθρο 10 πάρ. 2, 3 καὶ 4 τοῦ ν. 4622/2019).

Ἐφημερίδα «Πρῶτο Θέμα», 16/02/2020

1 σχόλιο:

  1. Ο κύριος καθηγητής καλό θα είναι να διδάσκει σε μιά άλλη χώρα όχι όμως στη ΕΛΛΑΔΑ κάνει κακό.

    ΑπάντησηΔιαγραφή