Μελέτη τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδου «Ὀρθόδοξος καὶ Βατικάνειος Συμφωνία περὶ Οὐνιτισμοῦ» δημοσιευθείσης εἰς τὸν τόμον «Καιρός», ἀφιέρωμα στὸν καθηγητὴ Δαμιανὸ Δόϊκο, Θεσ/νίκη 1995
Ἡ γέννησις τοῦ Φραγκικοῦ Πολιτισμοῦ περιγράφεται εἰς ἐπιστολὴν τοῦ Ἁγίου Βονιφατίου πρὸς τὸν Πάπα τῆς Ρώμης Ζαχαρίαν (natione Graecus) τὸ 1741. Οἱ Φράγκοι εἶχον διώξει ὅλους τούς Ρωμαίους ἐπισκόπους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Φραγκίας καὶ εἶχαν διορίσει τὸν ἑαυτόν τους ὡς τοὺς ἐπισκόπους καὶ ἡγουμένους τῆς Γαλλίας. Ἤρπασαν τὴν περιουσίαν τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἐχώρισαν εἰς τιμάρια, τῶν ὁποίων τὴν ἐπικαρπίαν διένειμαν ὡς Φέουδα, συμφώνως πρὸς τὸν βαθμὸν ποὺ κετεῖχε ἕκαστος εἰς τὴν πυραμίδα τῆς στρατιωτικῆς ἱεραρχίας. Αὐτοὶ οἱ Φράγκοι ἐπίσκοποι δὲν εἶχον Ἀρχιεπίσκοπον καὶ δὲν εἶχον συνέλθει εἰς σύνοδον στὰ 80 χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ κατέλαβαν τὴν ἱεραρχίαν. Συνήρχοντο διὰ τὰ ἐθνικοεκκλησιαστικὰ θέματα μαζὶ μὲ τοὺς βασιλεῖς καὶ λοιποὺς ὁπλαρχηγοὺς συναδέλφους τους. Κατὰ τὸν Ἅγιον...
Βονιφάτιον, ἤσαν «ἀδηφάγοι λαϊκοί, μοιχοὶ καὶ
μέθυσοι κληρικοί, οἱ ὁποῖοι μάχονται εἰς τὸν στρατὸν μὲ πλήρη πολεμικὴν ἐξάρτησιν
καὶ μὲ τὰς χείρας των σφάζουν χριστιανοὺς καὶ εἰδωλολάτρας».
Οἱ Φράγκοι καταδίκασαν τοὺς Ἀνατολικοὺς
Ρωμαίους ὡς «αἱρετικοὺς» καὶ «Γραικοὺς» ἤδη τὸ 794 καὶ τὸ 809, δηλαδὴ 260
χρόνια ἐνωρίτερα ἀπὸ τὸ λεγόμενο σχίσμα τοῦ 1054. Οἱ Φράγκοι εἶχαν ἀρχίσει
ἀπὸ τὸ 794 νὰ ἀποκαλοῦν τοὺς ἐλευθέρους Ρωμαίους μὲ τὰ ὀνόματα «Γραικοὶ» καὶ «αἱρετικοὶ»
μὲ σκοπὸ οἱ ὑπόδουλοι Δυτικοὶ Ρωμαῖοι νὰ ξεχάσουν βαδμηδὸν τοὺς συναδέλφους τους
εἰς τὴν Ἀνατολήν.
Οἱ Φράγκοι διήρεσαν συγχρόνως τοὺς
Ρωμαίους Πατέρες σὲ λεγομένους Λατίνους καὶ Γραικοὺς καὶ ἐταύτισαν τὸν ἑαυτόν
τους μὲ τοὺς λεγομένους Λατίνους Πατέρες. Ἔτσι ἐδημιούργησαν τὴν ψευδαίσδησιν ὅτι
ἡ Φράγκο-Λατινική τους παράδοσις εἶναι ἕνα συνεχόμενον μέρος τῆς παραδόσεως τῶν
Λατινοφώνων Ρωμαίων Πατέρων. Γενόμενοι οἱ Δυτικοὶ Ρωμαῖοι δουλοπάροικοι τοῦ Φραγκο-Λατινικοῦ
Φεουδαλισμοῦ ἔπαυσαν νὰ παράγουν ἐπισκόπους καὶ ἡγουμένους καὶ ὀλίγους γνωστοὺς
ἁγίους.
Κατὰ τὴν διάρκειαν τῶν ἐτῶν 1009
μὲ 1046 οἱ Φραγκο-Λατίνοι αὐτοκράτορες τῆς Φραγκίας ἵδρυσαν τὸν σημερινὸ Παπισμὸ
σὲ δύο στάδια. Πρῶτα ἐγκατέστησαν διὰ πρώτη φορὰ αἱρετικοὺς Ρωμαίους πάπες τῆς
Ρώμης. Δηλαδὴ οἱ ἐν λόγω πάπες ἀπέκτησαν τοὺς θρόνους τους ὑπὸ τὸν ὄρον ὅτι ἀποδέχονται
τὴν προσθήκην τοῦ Filioque στὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως. Τὸ δεύτερον στάδιον ἄρχισε
τὸ 1046 ὅταν ὁ Φράγκος Αὐτοκράτωρ Ἐρρίκος Γ' (1049-1056) ἀντικατέστησε τὸν Ρωμαῖον
πάπα Γρηγόριον ΣΤ' (1045-1046) μὲ τὸν Φραγκο-Λατίνον πάπα Κλήμεντα Β'
(1046-1047). Ἀπὸ τότε μέχρι σήμερον οἱ πάπες εἶναι σχεδὸν ὅλοι Τεύτονες ἀνήκοντες
στὴν τάξιν τῶν Φραγκο-Λατίνων εὐγενῶν κατακτητῶν τῆς Δυτικῆς Ρωμαιοσύνης.
Ἑπομένως τὸ λεγόμενο σχίσμα μεταξὺ
Ἐκκλησιῶν Δύσεως καὶ Ἀνατολῆς δὲν ἔγινε μεταξὺ Δυτικῶν καὶ Ἀνατολικῶν Ρωμαίων, ἀλλὰ
μεταξὺ τῶν Φράγκων κατακτητῶν τῶν Δυτικῶν Ρωμαίων καὶ τῶν ἐλευθέρων Ρωμαίων τῆς
Δύσεως καὶ τῆς Ἀνατολῆς. Μάλιστα τὸ 1054 οἱ Κέλτες καὶ οἱ Σάξωνες τῆς Ἀγγλίας
καὶ οἱ Ρωμαῖοι τῆς Ἀραβοκρατουμένης Ἱσπανίας καὶ Πορτογαλίας ἦταν Ὀρθόδοξοι.
Ἤδη ἀπὸ τὸν 8ον αἰώνα ἄρχισαν οἱ
Φράγκοι νὰ κατηγοροῦν τοὺς ἐλευθέρους Ρωμαίους τῆς Κωνσταντινουπόλεως Νέας
Ρώμης ὡς «αἱρετικοὺς» καὶ «Γραικοὺς» στὰ θέματα τῶν εἰκόνων καὶ τοῦ Filioque. Οἱ
Φράγκοι ἦταν τότε τελείως βάρβαροι καὶ ἀγράμματοι, ὅπως εἴδαμεν. Οἱ τότε Ρωμαῖοι
πάπες ἁπλῶς διεμαρτυρήθησαν, ἀλλὰ ἀκόμη δὲν κατεδίκασαν τοὺς Φράγκους ἀπὸ φόβον
ἀντιποίνων μὲ σφαγὲς μάλιστα, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἅγιος Βονιφάτιος τὸ 741. Ἴσως
ἤλπιζαν οἱ Ρωμαῖοι ὅτι θὰ ἠμποροῦσαν ἐν καιρῶ νὰ ἐπιβληθοῦν στοὺς Φράγκους ὅπως
κάμνει κανεὶς ἐπάνω σὲ πείσμονα παιδιά. Ἀλλὰ οἱ Ρωμαῖοι τῆς
Πρεσβυτέρας Ρώμης, ἀλλὰ οὔτε καὶ οἱ Ρωμαῖοι τῆς Νέας Ρώμης, οὔτε καν ὑποπτεύθηκαν
ὅτι οἱ Φράγκοι ἀπὸ σκοποῦ προκαλοῦσαν μόνιμον σχίσμα ὡς μέρος τῆς ἀμυντικῆς
τους στρατηγικῆς κατὰ τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας καὶ τῶν σχεδίων τους διὰ
παγκόσμιον κυριαρχίαν.
Οἱ Ρωμαῖοι πάπες δὲν εἶχαν ἄλλην ἐκλογὴν
ἀπὸ τὸ νὰ ἀνεχθοῦν τὴν Φραγκικὴν κυριαρχίαν μὲ σκοπὸν νὰ βοηθήσουν μὲ τὴν
σύνεσίν τους τοὺς ὑποδούλους ἀδελφούς τους καὶ νὰ ἐξασφαλίσουν τὴν σχετικὴν ἐλευθερίαν
τοῦ Πατριαρχείου τους καὶ αὐτὴν τῶν Ρωμαίων πολιτῶν τῆς Παπικῆς Ρωμανίας, δηλαδὴ
τοῦ Παπικοῦ Κράτους.
Μὲ τὴν ἐμφάνισιν τῶν Ψευδο-Ἰσιδωρείων
Διατάξεων περὶ τὸ 850 οἱ Ρωμαῖοι Πάπες ἄρχισαν νὰ αἰσθάνωνται ἀρκετὰ ἰσχυροί. Ἀπαίτησαν
δυναμικὰ πλέον ἀπὸ τὴν Φραγκικὴν ἡγεσίαν νὰ δεχθοῦν 1) πιὸ πολιτισμένους
κανόνες καλῆς συμπεριφορᾶς ἔναντι τῆς ὑποδούλου Ρωμαιοσύνης καὶ 2) τὴν ἀπαλλαγὴν
τῆς Φραγκικῆς ἱεραρχίας ἀπὸ τοὺς Φράγκους ἡγεμόνες καὶ τὴν ὑποταγὴν της εἰς τὸν
Ρωμαῖον Πάπα τῆς Ρώμης.
Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ ὁ Ρωμαῖος
Πάπας Ἰωάννης Η' ἔλαβε μέρος στὴν Η' ΟΙκουμενικήν Σύνοδον τοῦ Μεγάλου Φωτίου τὸ
879 στὴν Κων/πολιν Νέαν Ρώμην, ἡ ὁποία κατεδίκασε τὰς Φραγκικᾶς αἱρέσεις περὶ εἰκόνων
καὶ τοῦ Filioque, χωρὶς νὰ κατονομάση τοὺς ἐν λόγω αἱρετικοὺς ἀπὸ φόβον νὰ μὴ
κινδυνεύη τὸ ἔργον ποὺ ἄρχισε τὸ 850.
Ἀλλὰ αἱ προσπάθειαι βάσει τῶν ἐν λόγω
Διατάξεων ἔφεραν τελικὰ τὸ ἀντίθετον ἀποτέλεσμα. Οἱ Φραγκο-Λατίνοι ἀντέδρασαν
δυναμικὰ στὴν δημοφιλίαν τῶν Διατάξεων αὐτῶν. Ἄρχισαν νὰ σχεδιάζουν καὶ νὰ ἐφαρμόζουν
τὰ σχέδιά τους διὰ τὴν ἐκδίωξιν τῶν Ρωμαίων ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴν καὶ τὴν
πολιτικὴν ἐξουσίαν τῆς Παπικῆς Ρωμανίας καὶ τὴν ἀντικατάστασιν τῶν Ρωμαίων Παπῶν
ἀπὸ Φραγκο-Λατίνους Πάπες.
Οἱ Φραγκο-Λατίνοι ἄρχισαν τὴν
τελικήν τους ἐπίθεσιν κατὰ τῆς ἐλευθερίας, τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῆς Ρωμαϊκότητος
τοῦ Πατριαρχείου τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης κατὰ τὸ 973 μέχρι τὸ 1003. Ὁλοκλήρωσαν τὴν
ἐκδίωξιν τοῦ Ὀρθοδόξου δόγματος τὸ 1009-1012 μέχρι τὸ 1046. Τελικὰ ἀφάνισαν
πλήρως τὴν Ρωμαϊκότητα τοῦ Πατριαρχείου τῆς Ρώμης τὸ 1046 ἀφοῦ τὴν κατέλαβαν οἱ
Φραγκο-Λατίνοι πάπες.
Δία τοῦτο ἀπὸ τὴν ἐποχὴν αὐτὴν οἱ
Ὀρθόδοξοι Ρωμαῖοι ὀνομάζουν τὸν πάπα αἱρετικόν, Φράγκον καὶ Λατίνον καὶ τὴν ἐκκλησίαν
του Φραγκικὴν καὶ Λατινικήν. Παραταῦτα οἱ καθηγηταὶ τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν τῆς
Χάλκης, Ἀθηνῶν καὶ τῆς Θεσσαλονίκης βάπτισαν τὸν Φραγκο-Λατίνον πάπα μὲ τὸ ὄνομα
«Ρωμαῖον» καὶ τὴν ἐκκλησίαν του «Ρωμαϊκήν». Τοῦτο διότι οἱ Φραγκο-Λατίνοι Πάπες
συνέχισαν νὰ χρησιμοποιοῦν τὰ Ρωμαϊκὰ ὀνόματα τῶν Ρωμαίων παπῶν γενόμενοι
πάπες, ὡς καὶ ὀνόματα Ρωμαῖος πάπας καὶ Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία, διὰ νὰ συνεχίζουν οἱ ὑπόδουλοι
Δυτικοὶ Ρωμαῖοι νὰ νομίζουν ὅτι ἔχουν ἀκόμη τὸν ἐθνάρχην τους στὴν Ρώμην.
Γενόμενοι οἱ Νεο-Ἕλληνες καὶ αὐτοὶ ὑπόδουλοι στὴν Φραγκο-Λατινικὴν παράδοσιν ὀνομάζουν
καὶ αὐτοὶ τὸν πάπα μὲ Ρωμαϊκὰ ὀνόματα.
Ἀπὸ ὅλα τὰ ἀνωτέρω σημειωθέντα
φαίνεται σαφῶς ὅτι ὁ καθορισμὸς τοῦ σχίσματος τὸ 1054, ἐντός τῆς
πλαστογραφημένης διακρίσεως μεταξὺ «Ἀνατολικῶν Γραικῶν» καὶ «Δυτικῶν Λατίνων»,
δὲν εἶναι σωστός. Τὸ σχίσμα ἄρχισε τὸ 794 ὡς καλὰ σχεδιασμένο ἀμυντικὸ καὶ ἐπιθετικὸ
κατασκεύασμα τῶν βαρβάρων καὶ ἀγραμμάτων Φράγκων. Τὸ 1054 ἦτο μόνον μία ἀπὸ τὰς
μετέπειτα ἐκδηλώσεις ἑνὸς σχίσματος, τὸ ὁποῖον ἤδη ὑπῆρχε ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ οἱ
Φράγκοι ἀπεφάσισαν τὸ 794 νὰ προκαλέσουν σχίσμα μὲ τοὺς ἐλευθέρους Ρωμαίους ποὺ
διὰ πρώτην φορὰν ὀνόμασαν «Γραικοὺς» καὶ «αἱρετικοὺς» διὰ λόγους πολιτικοὺς καὶ
στρατιωτικούς. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης ἠγωνίσθηκε ἡρωικὰ νὰ παραμείνη ἡνωμένη
μὲ τὴν Νέαν Ρώμην μέχρι τὸ 1009.
Ἀπὸ τὸ 794 μέχρι τὰ μέσα τοῦ 20ου
αἰῶνος οἱ Φράγκοι, οἱ Φραγκο-Λατίνοι καὶ τὸ Βατικανό, οὐδέποτε παρεξέκλιναν ἀπὸ
τὴν γραμμήν τους ὅτι οἱ Ἀνατολικοὶ Ρωμαῖοι εἶναι «Γραικοὶ» καὶ «αἱρετικοί». Τοῦτο
ἦτο τόσον ἔκδηλον στὴν νεανικὴ ἡλικία τοῦ γράφοντος ὅταν ἐσπούδαζε στὸ
γυμνάσιον τῆς Νέας Ὑόρκης. Στὰ παπικὰ βιβλία Ἀπολογητικῆς οἱ Ὀρθόδοξοι
περιεγράφοντο ὡς αἱρετικοὶ καὶ χωρὶς ἁγίους καὶ θαύματα. Ἔτσι ἰσχυρίζοντο ὅτι οἱ
τελευταῖοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ὀρδοδόξων ἦταν οἱ Ἅγιοι Ἰωάννης Δαμασκηνὸς
(περίπου 675-749) καὶ Θεόδωρος Στουδίτης (759-826).
Ἐπίσης οἱ Φραγκο-Λατίνοι καὶ ὁ
Παπισμὸς τους συνέχισαν τὰς κατακτήσεις τους ποὺ πάντοτε συνοδεύοντο ἀπὸ τὴν ἐξόντωσιν
ἢ ἐκδίωξιν τῶν Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων καὶ τὴν ὑποδούλωσιν τῶν πιστῶν διὰ τῆς
μεταβολῆς τους στὴν κατάστασιν δουλοπαροίκων μὲ τὴν πλήρη ἀφαίρεσιν τῆς
γεωκτησίας τους. Αὐτὸ δὲν τὸ ἔκαναν ποτὲ οὔτε οἱ Ἄραβες καὶ οὔτε οἱ Τοῦρκοι
Μουσουλμάνοι.
Ἀλλὰ ἀκόμη μέχρι ἀρχὰς τοῦ 20ου αἰῶνος
τὸ Βατικανὸ ἐνεργοῦσε κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον. Τὸ 1923 ἡ Ἰταλία ἀπέκτησε ἀπὸ τὴν
Τουρκίαν τὰ Δωδεκάνησα μὲ τὴν Συνθήκην τῆς Λωζάνης. Τὸ Βατικανὸ ἐδίωξε ὅλους τούς
Ὀρθοδόξους ἐπισκόπους καὶ τοὺς ἀντικατέστησε μὲ Φραγκο-Τοσκάνους καὶ
Λογγοβάρδους ποὺ ἀπὸ τὸ 1870 εἶχαν ὑποδυθεῖ τὴν ταυτότητα τοῦ μέχρι τότε ἀνυπάρκτου
Ἰταλικοῦ ἔθνους. Ἤλπιζε τὸ Βατικανὸ ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοὶ θὰ ἀποδεχθοῦν τελικὰ
κληρικοὺς χειροτονημένους ἀπ' αὐτοὺς τοὺς ἐπισκόπους τους διὰ νὰ μὴ μείνουν χωρὶς
κληρικοὺς καὶ μυστήρια. Ἡ κατάστασις ἄλλαξε ὅταν τὰ Δωδεκάνησα ἑνώθηκαν μὲ τὴν Ἑλλάδα
τὸ 1947 καὶ ἐπανῆλθαν εἰς τὰς θέσεις τους οἱ ἐπίσκοποι τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου τῆς Νέας Ρώμης Κων/πόλεως.
Ἀλλὰ κατὰ τὰ μέσα τοῦ 20ου αἰῶνος
τούτου τὸ Βατικανὸ ἐγκαινίασε μίαν πρωτότυπον τακτικήν. Περιέργως ἀνεγνώρισε τὰ
μυστήρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὅταν ἔγινε ἡ Βατικάνειος πράξις αὐτὴ μέσω τῆς
Συνόδου τοῦ Βατικανοῦ Β' (1962-1965) ὁρισμένοι Ὀρθόδοξοι κατάλαβαν ὅτι
πρόκειται διὰ παγίδα. Ἄλλοι ἐχάρηκαν. Μερικοὶ μάλιστα «Ὀρθόδοξοι» στὸ ἐξωτερικὸ
ἐνόμισαν ὅτι ἡ χειρονομία αὐτὴ ἔδωσε κύρος ὄχι μόνον στὰ μυστήρια, ἀλλὰ καὶ στὴν
ταυτότητά τους ὡς θρησκευτικὴ ἡγεσία. Ἐν συνέχεια τὸ Φανάρι καὶ τὸ Βατικανὸ
προέβησαν τὴν 7η Δεκεμβρίου 1965 σὲ κοινὴν ἄρσιν τῶν ἀναθεμάτων τοῦ 1054. Διά τὸ
Βατικανὸ τοῦτο ἀπετέλεσε πράξιν μυστηριακῆς κοινωνίας βάσει τῆς ὑπ' αὐτοῦ ἀναγνωρίσεως
τῶν Ὀρθοδόξων μυστηρίων. Ἐξ' ἐπόψεως Ὀρθοδόξου ἦταν μία πράξις τοῦ Φαναρίου διὰ
τὴν ὁποίαν κινδυνεύει νὰ χάση τὸ ἐντός τῆς Ὀρθοδοξίας προεδρεῖον τοῦ ἂν ἀποδειχθῆ
ὅτι μὲ τὴν πράξιν αὐτὴν ἀναγνώρισε ἢ ἀνέχεται ἢ συμφωνεῖ μὲ τὰς αἱρέσεις τῶν 13
Φραγκο-Λατινικῶν «Οἰκουμενικῶν Συνόδων». Ἂν ἦτο μία ἁπλὴ πράξις καλῆς θελήσεως
διὰ νὰ διευκολυνθῆ ὁ διάλογος ποὺ ἐπρόκειτο τότε νὰ ἀρχίση, ἔχει καλῶς.
Πάντως ὅσον ἄφορα στὸ Βατικανὸ τὸ
θέμα ἔχει ὡς ἑξῆς. Ἡ μεταβολὴ τῆς τακτικῆς τοῦ Βατικανοῦ ἀπὸ «πόλεμο» καὶ
«διάλογο» σὲ τακτικὴ «ἀναγνωρίσεως τῶν Ὀρθοδόξων μυστηρίων» εἶναι μία
πραγματικότης. Ἀλλὰ τὸ ὅτι τὸ Φανάρι ἀμέσως ἀνταπέδωσε μὲ τὴν ἀπὸ κοινοῦ μετὰ
τοῦ Βατικανοῦ σύγχρονον ἄρσιν τῶν ἀναθεμάτων τοῦ 1054 τὴν 7.12.65 σημαίνει ὅτι ἡ
κοινὴ πράξις αὐτὴ ἦτο ἀποτέλεσμα μυστικῶν συνεννοήσεων μεταξὺ τῶν δύο. Δηλαδὴ ἡ
πράξις ἦτο μονόπλευρος μόνον μὲ τὴν ἔννοιαν ὅτι δὲν συμμετεῖχε ὁλόκληρος ἡ Ὀρθοδοξία,
ἀλλὰ μόνον τὸ Φανάρι. Τὸ ὅτι σχεδὸν σύσσωμα χαιρέτησαν τὴν πράξιν οἱ ὑπόλοιποι Ὀρθόδοξοι
ὡς πράξιν καλῆς θελήσεως, δὲν ἔχει καμμίαν δογματικὴν σημασίαν. Αἱ αἱρέσεις
τοῦ Βατικανοῦ παραμένουν.
Τί ἐπιδιώκει τὸ Βατικανὸ θὰ ἐξαρτηθῆ
ἀπὸ τί θὰ κάνη μὲ τὰς (13) Φραγκο-Λατινικᾶς Οἰκουμενικᾶς του Συνόδους ποὺ
προσέθεσε στᾶς 7 Ρωμαϊκᾶς Οἰκουμενικᾶς Συνόδους μαζὶ μὲ τὴν Σύνοδον τοῦ 869 ποὺ
καθήρεσε τὸν Μέγαν Φώτιον. Μάλιστα θεωρεῖ τὴν Σύνοδον τοῦ 869 κατὰ τοῦ Μεγάλου
Φωτίου ὡς τὴν Η' Οἰκουμενικήν της Σύνοδον.
Ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «Ἐν Συνειδήσει» Ἔκδοση
τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου. Δεκέμβριος 2006.
Όταν πρωτο διάβασα Ιωάννη Ρωμανίδη, πολύ απλά, ένιωσα ότι η ζωή μου άλλαξε. Είδα τα πάντα με διαφορετικό μάτι. Αιωνία του η μνήμη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΈτσι είναι!
ΔιαγραφήEυχαριστίες θερμές για την ανάρτηση αυτού του κειμένου του δασκάλου (της Εκκλησίας) π.Ιωάννη Ρωμανίδη.
ΑπάντησηΔιαγραφή