Menu

27 Ιουλ 2019

Ἡ ἄκαιρη λύπη (Ἄγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς). Ἡ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ της Καπερναούμ

Ἀπό τήν ΚΘ’ ὁμιλία τοῦ Ἄγ. Γρηγορίου στό Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου τῆς ΣΤ’ Κυριακῆς γιά τήν «κατά Θεόν λύπη» 
Ὅσοι ἁμαρτήσαμε ἔχουμε ἀνάγκη πάλι ἀπό τή λύπη καί τόν πόνο τῆς μετάνοιας γιά τά ἁμαρτήματα πού ἔχουμε διαπράξει. Πρέπει νά μετανοήσουμε καί νά πέσουμε στά γόνατα, γιά νά ἀκούσει καθένας μᾶς μυστικά μέσα στήν καρδιά του, ὅπως ὁ Παράλυτός του Εὐαγγελίου, «ἔχε θάρρος, τέκνο». Και ἔτσι, ἀφοῦ πληροφορηθεῖ ἡ καρδιά μας ὅτι ἔχουμε λάβει τή συγχώρηση, νά μεταστρέψουμε τή λύπη σέ χαρά. Διότι αὐτή εἶναι ἡ λύπη, τό μέλι τό πνευματικό, πού θηλάζουμε ἐμεῖς ἀπό τή στερεά πέτρα, σύμφωνα μέ τό ἀποστολικό ρητό: «ΕΘήλασαν μελί ἀπό πέτρα» (Δεύτ. 32, 13) «ἡ δέ πέτρα εἶναι ὁ Χριστός» (Ἅ’ Κόρ. 10, 4). Να μή σᾶς κάνει ὅμως ἐντύπωση πού ἀποκάλεσα τή λύπη «μέλι». Γιατί αὐτή εἶναι ἡ λύπη γιά τήν ὁποία ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει: «Ἡ κατά Θεόν λύπη προκαλεῖ ἀμεταμέλητη μετάνοια για τη σωτηρία» (Β’ Κόρ. 7, 10). 
Ὅπως δηλαδή σ’ αὐτόν πού ἔχει τραυματισμένη γλώσσα τό μέλι θά τοῦ φανεῖ πικρό -ἀλλά ὅταν θά...
θεραπευθεῖ θά ἀλλάξει γνώμη,- ἔτσι καί ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ προκαλεῖ λύπη στίς ψυχές πού εἶναι δεκτικές του Εὐαγγελικοῦ κηρύγματος. Ὅσο καιρό οἱ ψυχές αὐτές ἔχουν ἀνοικτά τά τραύματα τῶν ἁμαρτιῶν τους, αἰσθάνονται λύπη. Ὅταν ὅμως ἐλευθερωθοῦν ἀπ’ αὐτά διά τῆς μετανοίας, νιώθουν ἐκείνη τή χαρά, τήν ὁποία ἐννοεῖ ὁ Κύριος ὅταν λέει: «ἡ λύπη σας θά μεταβληθεῖ σέ χαρά» (Ἰωάν. 16, 20). Ποιά λύπη; Ἀσφαλῶς ἐκείνη πού αἰσθάνονταν οἱ Μαθητές στό ἄκουσμα ὅτι θά στεροῦνταν τόν Κύριο καί Διδάσκαλό τους. Τή λύπη ἐκείνη πού αἰσθάνθηκε ὁ Πέτρος ὅταν Τόν ἀρνήθηκε. Δηλαδή τή λύπη πού αἰσθάνεται ὁ κάθε πιστός ὅταν μετανοεῖ γιά τίς ἁμαρτίες, γιά τίς ἐλλείψεις του στήν ἀρετή, πράγμα πού ὀφείλεται στή ραθυμία του. 

Καί ἐμεῖς λοιπόν, ὅταν πέφτουμε σέ τέτοιου εἴδους ἁμαρτίες, νά λυπούμαστε και να κατηγοροῦμε τούς ἑαυτούς μας καί ὄχι κάποιον ἄλλο. Ἄλλωστε, οὔτε τόν Ἀδάμ, ὅταν ἀθέτησε τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, τόν ὠφέλησε ἡ μετάθεση τῆς εὐθύνης πρός τήν Εὕα, ἀλλά οὔτε καί τήν Εὕα τή βοήθησε τό ὅτι ἐπέρριψε τήν εὐθύνη στόν ἀρχέκακο ὄφι. Κι αὐτό, γιατί ἐμεῖς ἔχουμε πλασθεῖ ἀπό τόν Θεό ὠς αυτεξούσιοι· καί ἔχουμε λάβει τό ἡγεμονικό της ψυχῆς ὠς εξουσιαστικῆ δύναμη κατά τῶν παθῶν. Δέν ἔχουμε λοιπόν κανέναν πού νά κυριαρχεῖ ἐπάνω μας καί νά μᾶς ἀναγκάζει σέ ὑποταγή. 

Αὐτό θεωρεῖται κατά Θεόν σωτήρια λύπη: Τό νά κατηγοροῦμε τούς ἑαυτούς μας, καί ὄχι κάποιον ἄλλο, γιά ὅσα πλημμελήματα διαπράττουμε. Να λυπούμαστε γιά τόν ἑαυτό μας καί νά εἰρηνεύουμε μέ τόν Θεό μέ τήν κατάνυξη καί τήν ἐξομολόγηση. Αὐτή την αυτομεμψία καί κατάνυξη ἐπέδειξε ὀ Λάμεχ, ὁ ὁποῖος ἐξομολογήθηκε ἐνώπιον ὅλων τήν ἁμαρτία του, κατέκρινε τόν ἑαυτό του καί τόν θεώρησε περισσότερο ἔνοχο ἀπό τόν Κάιν, σύμφωνα μέ τήν Ἁγία Γραφή πού λέει: «Γιά τόν Κάιν προβλεπόταν τιμωρία ἑπτά φορές, καί γιά τόν Λάμεχ ἐβδομήντα επτα» (Γέν. 4, 24). Έτσι, ἀφοῦ πένθησε τόν ἑαυτό του ὡς ἔνοχο, μέ τήν βαθιά του κατάνυξη καί τήν ὁμολογία τῆς ἁμαρτίας του, διέφυγε ἀπό τήν καταδίκη του Νόμου, ὅπως εἶπε ἀργότερα καί ὁ Προφήτης: «Ὁμολόγησε ἐσύ πρῶτος τίς ἁμαρτίες σου γιά νά δικαιωθεῖς» (Ἤσ. 43, 26). Αυτό ἐπιβεβαίωσε ἀργότερα καί ὁ Ἀπόστολος, λέγοντας: «Ἄν ἐμεῖς κρίναμε τους εαυτούς μας, δέν θά κρινόμαστε» (Ἅ’ Κόρ. 11, 31). 

Πρῶτος λοιπόν ὁ Λάμεχ ἀναφέρεται ὅτι ἀπέφυγε τήν καταδίκη του Νόμου, διότι μετανόησε καί λυπήθηκε γιά τήν ἁμαρτία του. Ἔπειτα ἀπό αὐτόν, συμπεριφέρθηκαν, κατά τόν ἴδιο τρόπο, καί οἰ Νινευίτες, λαός πολύς καί πόλη μεγάλη. Αὐτοί μάλιστα εἶχαν τή βεβαιότητα ὅτι θά ξεπεράσουν τήν καταδίκη τους μέ τή λύπη καί τή μετάνοια, ὄχι μόνο ὅταν συνειδητοποίησαν τήν ἁμαρτία τους, ἀλλά καί ὅταν ἄκουσαν ἀπό τόν προφήτη Ἰωνά τήν ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ πού ἔλεγε: «Ἀκόμα τρεῖς ἡμέρες καί ἡ Νινευί θά καταστραφεῖ» (Ἰωνά 3, 4). Ακουσαν λοιπόν οἱ Νινευίτες καί πίστευσαν. Δεν ἔπεσαν στό πονηρό καί δαιμονικό βάραθρο τῆς ἀπογνώσεως, οὔτε φόρτωσαν στίς καρδιές τους το λίθο τῆς πωρώσεως. Ἀλλά εἶπε ὁ ἕνας στόν ἄλλο: «Ποιός ξέρει, μπορεῖ νά ἀλλάξει ἀπόφαση ὁ Θεός καί νά μᾶς ἐλεήσει, ὤστε να μήν καταστραφοῦμε» (Ἰωνά 3, 9). Έτσι εγκατέλειψαν τήν πονηρία καί τίς ἁμαρτωλές συνήθειές τους. Κήρυξαν γενική νηστεία, φόρεσαν μικροί καί μεγάλοι, ἀκόμα καί ὁ βασιλιάς τους, σάκκους, ἔριξαν πάνω τους στάχτη. Ἔμειναν ἀκόμα καί τά βρέφη χωρίς τροφή, γιατί, ὅπως φαίνεται, λησμόνησαν ἀπό τη λύπη τους οἱ μητέρες νά τά θηλάσουν, σύμφωνα μ’ αὐτό πού λέει καί ὁ Ψαλμωδός: «Ἀπό τή φωνή τοῦ στεναγμοῦ μου λησμόνησα νά φάω τόν ἄρτο μου» (Ψάλμ. 101,5 καί ἐξ.). Και ὄχι μόνο οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά ἀκόμα καί τά ζῶα τά ἄφησαν, ἐξαιτίας τοῦ πένθους τους, νηστικά καί ἀπότιστα, κλεισμένα στά μαντριά τους. Ἔτσι, ζώντας ὅλοι στήν ἀτμόσφαιρα της σωτήριας λύπης καί τοῦ πένθους, ἀπέφυγαν τίς ὀλέθριες συνέπειες τῆς ἁμαρτίας τους καί βρῆκαν συγχώρηση καί ἔλεος ἀπό τόν Θεό. 

Ἐπειδή λοιπόν, ἀδελφοί μου, καί ἡ δική μας ζωή περνάει σχεδόν ὁλόκληρη μέσα στήν ἁμαρτία, ὀφείλουμε κι ἐμεῖς νά λειτουργήσουμε τή σωτήρια αὐτή λύπη πού γεννιέται ἀπό τή μετάνοια. Γιατί ἄν δέν κάνουμε αὐτό, τότε, καθώς λέει ὁ Κύριος, «οἱ Νινευίτες θά μᾶς κατακρίνουν κατά τήν ἡμέρα τῆς κοινῆς ἀναστάσεως» (Μάτθ. 12, 41). Κι αὐτό, γιατί ἐκεῖνοι μετανόησαν μέ τό κήρυγμα τοῦ Ἰωνά, ἐνώ εμεις δέν μετανοοῦμε μέ τό λόγο τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι καί ὁ Θεός τοῦ Ἰωνά. 

Ὁ Ἰωνάς, ἐπίσης, δέν κήρυττε μόνο μετάνοια, ἀλλά μιλοῦσε καί γιά τίς βαριές συνέπειες τῆς ἁμαρτίας τους, δηλαδή γιά καταδίκη καί γιά θάνατο. Ὁ Χριστός ὄμως ηλθε γιά νά ἔχουμε ζωή καί κάτι περισσότερο ἀκόμα: Γιά νά ἀπολαύσουμε τη Θεία Υἱοθεσία καί την Ουράνια Βασιλεία. 

Ὁ Ἰωνάς, μέ τό κήρυγμά του, δέν ὑποσχόταν Βασιλεία Οὐρανῶν. Ὁ Χριστός ὅμως, κηρύττοντας μετάνοια, μᾶς ὑπόσχεται Βασιλεία Οὐράνια. Ταυτόχρονα, μᾶς προλέγει τή μέλλουσα συντέλεια τοῦ κόσμου, λέγοντας: «Ὅπως οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς τοῦ Νῶε ἀπολάμβαναν τά σωματικά ἀγαθά μέ ἄνεση καί χωρίς φόβο, καί ξαφνικά ἦλθε ὁ κατακλυσμός καί τούς ἀφάνισε ὅλους, ἔτσι θά συμβεῖ καί στή συντέλεια, γιατί παρέρχεται τό σχῆμα αὐτοῦ του κόσμου» (Ἅ’ Κόρ. 7, 31). 

Ὁ Ἰωνάς ἀπειλοῦσε τότε τούς Νινευίτες με καταστροφή φθαρτῶν πραγμάτων, ἀλλά δέν τούς μίλησε για φοβερό βήμα και αδεκαστη Κρίση ουτε βέβαια γιά το πυρ τό ἄσβεστο ουτε για ακοίμητο σκώληκα ουτε για σκότος ἐξωτερο ούτε τριγμό τῶν ὀδόντων ουτε πενθος ἀπαράκλητο. Ο Κύριος ὅμως, παράλληλα μέ αὐτά, εἶπε ὅτι ὅσοι δέν λυπηθοῦν γιά τίς ἁμαρτίες τούς ἐδῶ καί δέν κλαύσουν, αὐτές τίς συνέπειες θά τίς γευθοῦν μετά τή συντέλεια τοῦ κόσμου, ἡ ὁποία δέν θά λάβει χώρα σέ τρεῖς ἡμέρες, ὅπως κήρυττε τότε ὁ Ἰωνάς, ἀλλά μετά ἀπό πολύ χρόνο. Καί αὐτό θά γίνει ἀπό την απέραντη μακροθυμία του Χριστοῦ. 

Ἡ μακροθυμία λοιπόν τοῦ Θεοῦ σέ ὁδηγεῖ, ἀδελφέ μου, σέ μετάνοια καί λύπη. Πρόσεχε ὅμως, μήπως, ἀπό τή σκληρότητά σου καί τήν ἀνάλγητη καρδιά σου, «θησαυρίσεις γιά τόν ἑαυτό σου ὀργή κατα τήν ἡμέρα τῆς συντέλειας καί τῆς δικαιοκρισίας τοῦ Θεοῦ» (Ρώμ. 2, 5). Διότι ὁ Κύριος θά ἀποδώσει στόν καθένα κατά τά ἔργα του. 

Σ’ ἐκείνους πού ζητοῦν, μέ τή ζωή τῆς μετάνοιας καί τῆς ὑπομονῆς, μέ τήν ὀδύνη καί συντριβή τῆς καρδιᾶς, τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τους, θά δώσει ὁ Κύριος χαρά καί ἀνάπαυση, ζωή αἰώνια καί βασιλεία ἄρρητη. Σε ὅσους ὅμως παρέμειναν στήν ζωή ἀνάλγητοι καί ἀμετανόητοι, θά ἔλθει θλίψη καί στενοχώρια ἀφόρητη καί ἐπιπλέον, ἀτελεύτητη κόλαση. 

Ὁ προφήτης Δαυίδ ἐπίσης ἀναδείχθηκε στήλη «της κατά Θεόν λύπης». Καί μάλιστα, στήλη πού ζεῖ καί διακηρύττει τήν ἀξία τῆς σωτήριας λύπης καί τῆς κατανύξεως. Διότι αὐτός κατέγραψε καί τήν ἁμαρτία πού διέπραξε, ἀλλά καί τό πένθος πρός τόν Θεό καί τή μετάνοια πού ὁ ἴδιος ἐπέδειξε, καθώς καί τό ἔλεος πού δέχθηκε ἀπό τόν Θεό. Αὐτός λέει στόν Ψαλμό: «Εἶπα, θά ἐξομολογηθῶ ἐνώπιόν του Κυρίου τήν ἀνομία μου, καί Σύ συγχώρεσες τήν ἀσέβεια τῆς καρδιᾶς μου» (Ψάλμ. 31, 5). Εννοούσε βέβαια ὡς ἀσέβεια τή ρίζα τῆς κακίας, τό ἔνοικο πάθος καί ὡς ἀνομία τήν ἔμπρακτη ἁμαρτία. Γι’ αὐτήν, ἀφοῦ τήν ἔκανε σέ ὅλους γνωστή, θρήνησε καί πένθησε. Ἔτσι βρῆκε ὄχι μόνο τήν ἄφεση, ἀλλά δέχθηκε στήν ψυχή του καί τή θεραπεία. 

Πῶς ὅμως πενθοῦσε; Ας ἀκούσουμε πάλι τόν ἴδιο νά μᾶς λέει: «Μέ μαστίγωναν οἱ θλίψεις καί οἱ ἀδικίες ὅλη τήν ἡμέρα καί ἤλεγχα τόν ἑαυτό μου συνεχῶς μήπως καί ἔχω πέσει σέ κάποια ἁμαρτία» (Ψάλμ. 72, 14) καί «ὅλη τήν ἡμέρα πενθοῦσα καί σκυθρώπαζα καί ταπείνωνα τόν ἑαυτό μου» (Ψάλμ. 34, 14)… 

Ἐμπρός λοιπόν, ἀδελφοί μου, ἄς προσκυνήσουμε καί ἄς προσπέσουμε καί ἄς κλαύσουμε, -ὅπως ὁ ἴδιος Προφήτης μᾶς προτρέπει- ἐνώπιόν του Κυρίου που μᾶς ἔπλασε καί μᾶς κάλεσε σέ μετάνοια καί σ’ αὐτή τη σωτήρια λύπη, τό πένθος καί τήν κατάνυξη. Κι αὐτό, γιατί ἐκεῖνος πού δέν ἔχει λύπη, δέν ἔχει ὑπακούσει σ’ Ἐκεῖνον πού ἔχει κάνει τήν κλήση, δέν ἔχει συναριθμηθεῖ μέ τούς προσκαλεσμένους Ἁγίους του Θεοῦ, οὔτε, ἀσφαλῶς, θά ἀξιωθεῖ νά λάβει τήν παρηγοριά ἐκείνη πού ἔχει ὑποσχεθεῖ ὁ Κύριος στό Εὐαγγέλιο. Γιατί Ἐκεῖνος λέει: «Εἶναι μακάριοι ἐκεῖνοι πού πενθοῦν, διότι αὐτοί θά βρουν παρηγοριᾶ» (Μάτθ. 5, 4). 

Ὑπάρχει κανενας που μπορεῖ νά ἰσχυρισθεῖ ὅτι δέν ἔχει ἁμαρτίες καί γι’ αὐτό δέν χρειάζεται τό πένθος; Αλλά καί ἄν ἀκόμα λέγαμε κάτι τέτοιο -πράγμα σχεδόν ἀδύνατον, ἀφοῦ καί μόνο τό νά ἔχει φθάσει κανείς στή μετριοπάθεια εἶναι μεγάλο κατόρθωμα- ὅμως στήν ἀρχή τοῦ λόγου μᾶς ἀναφέραμε και μια ἀκόμα αἰτία πένθους. Οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ λυποῦνταν ἐπειδή δέν θά ἔβλεπαν πλέον τόν Μόνο καί Ἀληθινό Ἀγαθό, Τόν Διδάσκαλο καί Σωτήρα τους. Ἐκείνου καί ἐμεῖς τώρα τή θέα στερούμαστε. Καί ὄχι μόνο Ἐκεῖνον ἀλλά καί τήν τρυφή τοῦ Παραδείσου. Διότι ξεπέσαμε ἀπό αὐτή καί ἀνταλλάξαμε τόν ἀπαθῆ ἐκεῖνο τόπο μέ τόν ἐμπαθῆ καί ἐπίπονο τοῦτο χῶρο πού τώρα ζοῦμε. Στερηθήκαμε τήν πρόσωπο μέ Πρόσωπο συνομιλία μας μέ τόν Θεό, τήν συναναστροφή μέ τούς Ἀγγέλους Του καί τήν ἀτελεύτητη ζωή. 

Ποιός λοιπόν, γνωρίζοντας τό τί ἔχουμε στερηθεῖ, δέν θά πονέσει καί δέν θά πενθήσει γι’ αὐτό; Αν ὑπάρχει κάποιος πού τό γνωρίζει καί δέν τό κάνει, τότε, σίγουρα, αὐτος δεν εἶναι πιστός. 

Ἑπομένως, ἐμεῖς τώρα πού γνωρίζουμε, μέ τή θεόπνευστη διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τί ἔχει συμβεῖ, ἄς πενθήσουμε τούς ἑαυτούς μας, ἀδελφοί, και ας καθαρίσουμε τούς μολυσμούς πού ἔχουμε ὑποστεῖ ἀπό τίς ἁμαρτίες πού ἔχουμε διαπράξει, μέ τό σωτήριο πένθος. Ἔτσι καί το έλεος του Θεοῦ θά βροῦμε καί τον Παράδεισο θα ἀνακτήσουμε καί τήν αἰώνια παρηγορια και αναπαυση θα ἀπολαύσουμε. 


Αὐτή τή ζωή, μακάρι ὅλοι νά τήν ἀποκτήσουμε, μέ τή Χάρη καί φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν Ὁποῖο πρέπει κάθε δόξα, τιμή καί προσκύνηση, μαζί μέ τόν Ἄναρχο Πατέρα καί τό Πανάγιο καί Ἀγαθό καί Ζωοποιό Πνεῦμα, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν. 

(Πηγή: Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο «ΩΔΗ ΣΤΟ ΕΦΗΜΕΡΟ: Ἡ Λύπη κατά τούς Πατέρες», Ἐκδόσεις «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ» Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καρέα).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου