Menu

20 Ιουλ 2016

Ἀντίδοτο γιὰ τὸν Οἰκουμενισμό: ἡ ἁγία τρέλα τοῦ πύρινου Προφήτη

Γράφει ὁ πατήρ Παΐσιος Παπαδόπουλος, Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονς 
Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Φιλώτα
«Καὶ ἀνέστη ᾿Ηλίας προφήτης ὡς πῦρ, καὶ ὁ λόγος αὐτοῦ ὡς λαμπὰς ἐκαίετο»· 
(Σοφ. Σειρ.48, 1)
Ἀπὸ τοὺς γνωστότερους καὶ μεγαλύτερους προφῆτες ποὺ τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι ὁ Ἠλίας ὁ Θεσβήτης.
Τὸ ὄνομά του σημαίνει "ὁ Γιαχβὲ εἶναι ὁ Θεος". Δίκαια ἔχει ὀνομασθεῖ ὁ πύρινος Προφήτης, διότι, ἀπὸ τὴν γέννησή του ἀκόμη, ὁ πατέρας του εἶδε ὀπτασία μὲ δύο ἄνδρες λευκοφορεμένους νὰ τὸν σπαργανώνουν μὲ φλόγες καὶ νὰ τὸν ταΐζουν μὲ φωτιά· εἶναι αὐτὸς ποὺ «ἀνέσχεν (ἔκλεισε) οὐρανόν, κατήγαγεν οὕτως τρὶς πῦρ» (Σοφ. Σειρ. 48,3) καὶ ὄχι μόνο, ἀλλὰ καὶ «ὁ ἀναληφθεὶς ἐν λαίλαπι πυρὸς ἐν ἅρματι ἵππων πυρίνων» (Σοφ. Σειρ. 48,9). Γράφει ὁ Φώτης Κόντογλου: «Ὁ προφήτης Ἠλίας εἶναι πολὺ τιμημένος ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνες. Ὅπου νὰ πᾶς θὰ δεῖς ρημοκλήσια του ἀπάνω στὶς κορφὲς τῶν βουνῶν, ἀπὸ τὰ μικρὰ ὡς τὰ μεγάλα. Ὁ ἅγιος Νικόλας φυλάγει τὴ θάλασσα κι᾿ ὁ προφήτης Ἠλίας τὰ βουνά. Μέσα στὰ ρημοκλήσια του εἶναι ζωγραφισμένος ἀπὸ κείνους τοὺς παληοὺς μαστόρους…».
«Αὐτὸς ὁ ἅγιος ξεχωρίζει ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους, καὶ μὲ ὅλο ποὺ ἤτανε ἄνθρωπος, φαίνεται σὰν κάποιο ὑπερφυσικὸ καὶ μυστηριῶδες πλάσμα, ποὺ ἔρχεται καὶ ξανάρχεται...
στὸν κόσμο». Ἐμφανίζεται κατ’ ἀρχὴν σὲ μία δύσκολη ἐποχὴ γιὰ τὸν Ἰσραὴλ ὅταν βασίλευσε ὁ Ἀχαάβ, ἕνας κακὸς βασιλιάς, ποὺ ἐπηρεαζόταν ἀπὸ τὴν εἰδωλολάτρισσα σύζυγό του Ἰεζάβελ. Ἡ ἱστορία τοῦ Ἠλία ξεκινάει ὅταν πηγαίνει ὡς ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἀσεβῆ βασιλιὰ τοῦ Ἰσραὴλ Ἀχαὰβ (Γ' Βασιλέων 17,1) γιὰ νὰ προφητεύσει γιὰ τὰ τρία χρόνια ἀνομβρίας ποὺ θὰ ἔρχονταν.

Γιὰ νὰ γλιτώσει ἀπὸ τὴν ὀργὴ τοῦ Ἀχαάβ, ὁ Θεὸς λέει στὸν Ἠλία νὰ πάει ἀνατολικὰ καὶ νὰ κρυφτεῖ κοντὰ στὸ χείμαρρο Χορρὰθ ἀπὸ ὅπου θὰ πίνει νερὸ (Γ' Βασιλέων 17,3), καὶ γιὰ φαγητὸ τὸν προμήθευε κόρακες «ἄρτους τὸ πρωΐ καὶ κρέα τὸ δείλης» (Γ' Βασιλέων 17,3-6). Αυτό τὸ στιγμιότυπο ἱστορεῖ κυρίως ἡ ὀρθόδοξη εἰκονογραφία «σὰν τσομπάνος μὲ τὴ φλοκάτα, μὲ μαλλιὰ καὶ γένια ἀνακατεμένα καὶ στριφτὰ σὰν ἀγριόπρινος, γερακομύτης σὰν ἀητός, μὲ μάτια φλογερά. Κάθεται ἀπάνω σὲ μιὰ πέτρα, μπροστὰ σὲ μιὰ σπηλιά, σὰν τὸ ὄρνιο στὴ φωλιά του. Ἔχει ἀκουμπισμένο τὸ κεφάλι του στὴν ἀπαλάμη του, καὶ κοιτάζει κατὰ πίσω, σὰν νὰ ἀκούγει τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ τοῦ μιλᾶ μέσα σὲ κεῖνα τὰ ἄσπλαχνα κράκουρα. Ἀπὸ πάνω του πετᾶ ὁ κόρακας μ᾿ ἕνα κομμάτι κρέας, καὶ χυμίζει κατὰ κάτω νὰ τοῦ τὸ δώσει.

Ὅπως εἶναι ζωγραφισμένος μέσα στὸ ρημοκλήσι του, θαρρεῖς πὼς βρίσκεσαι ἀληθινὰ μέσα στὴ σπηλιά του, καὶ ἀκοῦς τὸν ἀγέρα ποὺ βουΐζει στὰ χορτάρια καὶ τὰ ὄρνια ποὺ κράζουνε κόβοντας γύρους ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὸ βουνό. Κανένα παμπάλαιο θυμιατήρι εἶναι κρεμασμένο δίπλα τοῦ ἀπάνω στὸν καπνισμένον τοῖχο, κανένα κερὶ σβηστὸ στέκεται μπηγμένο στὸν ἄμμο σ᾿ ἕνα μανουάλι βουνίσιο σὰν τὸν ἅγιο ποὺ εἶναι ὁ νοικοκύρης ἐκείνου τοῦ ρημοκλησιοῦ. 

Κάθε χρόνο, στὶς 20 Ἰουλίου, ἔρχουνται ἀποβραδὺς οἱ χριστιανοὶ ἀπὸ τὸ χωριὸ μὲ τὸν παπά, καὶ τὸν προσκυνᾶνε τὸν προφήτη Ἠλία, ἀνάβουνε τὰ καντήλια, θυμιάζουνε, καὶ ψέλνει κανένας γέρος καὶ λέγει τὰ στιχηρὰ τῆς μνήμης του, καὶ κεῖνος ἀκούγει μὲ τὸ ἄγριο κεφάλι του ἀκουμπισμένο στὸ χέρι του, κι᾿ ὁ κόρακας βαστᾶ τὸ ἴσιο μὲ τὴ βραχνὴ φωνή του: «Χαίροις ἐπίγειε Ἄγγελε καὶ οὐράνιε ἄνθρωπε, Ἠλία μεγαλώνυμε. Χαίροις Ἠλία ζηλωτά, τῶν παθῶν αὐτοκράτωρ. Ὢ τοῦ θαύματος! Ὁ πήλινος ἄνθρωπος, οὐρανοὺς τοῦ βρέχειν ὑετὸν οὐκ ἔδωκεν, καὶ οὐρανοὺς ἀνατρέχει ἐν πυρίνῳ ἄρματι». Καὶ τὴν ἄλλη μέρα, ἅμα τελειώσει ἡ λειτουργία, φεύγουνε οἱ ἄνθρωποι, κι᾿ ὁ Ἠλίας κάθεται πάλι ὁλομόναχος «μονώτατος», βουβός, τυλιγμένος στὴν προβιά του, σὰν ἀγιούπας κουρνιασμένος. Χιλιάδες χρόνια κάθεται ἔτσι, ἄλλες πολλὲς θὰ κάθεται, «ἕως τοῦ ἐλθεῖν τὴν ἡμέραν Κυρίου τὴν μεγάλην καὶ ἐπιφανή».

Τί νὰ συλλογίζεται ἄραγε τώρα γιὰ τὸν οἰκουμενισμὸ ὁ προφήτης ἐκεῖ, στὴν περίγειο, πού τὸν κρατᾶ ὁ θεὸς μέχρι νὰ τὸν παρουσιασθεῖ ξανὰ γιὰ νὰ δώσει τὴν τελευταία μάχη μὲ τὸν ἀντίχριστο; Καὶ σήμερα τὰ ἴδια, στὸ νέο Ἰσραὴλ τῆς χάριτος! Ὁ πόνος καὶ θλίψη γιὰ τὴν παρανομία μέσα στὴν Ἐκκλησία ἔγιναν ὁ καθημερινός μας ἄρτος.  «τὰ θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν, κἀγὼ ὑπελείφθην μόνος, καὶ ζητοῦσιν τὴν ψυχήν μου» (Ρωμ.11, 3) θὰ ἔλεγε. Καθὼς ἀτενίζω ὅμως νοερὰ τὴν ἡρωικὴ αὐτὴ θωριὰ τοῦ προφήτη ἀναρωτιέμαι τί θὰ ἔκανε σήμερα ἂν θὰ βρισκόταν μπροστὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ τεκταινόμενα. Θὰ ἦταν καὶ αὐτὸς τῆς πολλῆς συνέσεως; Σύνεση, σύνεση, σύνεση! Μὲ πολὺ σύνεση πρέπει νὰ ἐνεργήσουμε ἀκούω καὶ ξανακούω. Καὶ σωστά, γιατί ἂν δὲν ἐνεργήσουμε μὲ σύνεση ὁ ἀγώνας μας θὰ πάει χαμένος.

Ξέρετε ὅμως κάτι; Μᾶς χρειάζεται καὶ λίγο ἡ φλόγα τοῦ πύρινου προφήτη καί, βέβαια, ἀρκετὴ ἀπὸ τὴν ἁγία τρέλα του γιατί ἀπ’ τὴν πολύ μας γλυκύτητα ὁ οἰκουμενιστὲς δὲν καταλαβαίνουν! Ἐσεῖς, οἱ ὅποιοι ἀγωνιστές, παύσατε αὐτὸ τὸ ρῆμα σύνεση, σύνεση, διότι γνωρίζουμε πώς  ὅταν ἀκούγεται πολὺ νὰ λέγεται μία λέξη χάνει τὸ νόημά της. Ἔχουμε κάνει πολὺ ὑπομονὴ μὲ αὐτὰ ποὺ κάνει ὁ πατριάρχης καὶ οἱ περὶ αὐτόν. Ἕως ἐδῶ! Τώρα θὰ γνωρίσουν τὴν τρέλα μας! Τέτοια τρέλα  σὰν καὶ ἐκείνη ποὺ ζήτησε ὁ προφήτης Ἐλισαῖος ἀπὸ τὸν Ἠλία λέγοντάς του· «γενηθήτω δὴ διπλᾶ ἐν πνεύματί σου ἐπ᾿ ἐμέ» (Δ’βασ.2, 9). Θέλω τοῦ εἶπε νὰ μοῦ δώσεις διπλῆ τὴν προφητικὴ χάρη σου καὶ νὰ κάμω κι ἐγὼ διπλάσια ἔργα ἀπὸ τὰ δικά σου.

Θέλει ἀπόφαση σὰν καὶ ἐκείνη ποὺ πῆραν οἱ ἀγωνιστὲς γιὰ νὰ κάνουν τὴν ἔξοδο τοῦ Μεσολογγίου. Ἔξοδο ἀπὸ τὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ τὸ παγκόσμιο συμβούλιο τῶν “ἐκκλησιῶν” (τῶν αἱρέσεων δηλαδὴ) πρέπει νὰ ὀργανώσουμε καὶ ὄχι ὅπως-ὅπως ἀλλὰ μὲ στρατηγική. Ἐκεῖ χρειάζεται σύνεση. Σύνεση χρειάζεται πρωτίστως γιὰ νὰ τεθεῖ θέμα στὴ σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας γι΄ αὐτὸ ποὺ ἔγινε στὴν Κρήτη. Διότι ἄλλη ἀπόφαση ἔβγαλε ἡ σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας καὶ ἄλλη πρόταση ψηφίστηκε ἐκεῖ στὸ Κολυμβάρι Χανίων. Σύνεση χρειάζεται γιὰ νὰ ἀγωνισθοῦμε ὅλοι μαζὶ καὶ νὰ μὴν ἀφήσουμε τοὺς ἁγιορεῖτες μόνους ὅταν θὰ παύσουν τὸ μνημόσυνο. Σύνεση χρειάζεται ὅταν ὁ ἕνας γράφει, ὁ ἄλλος νὰ προσεύχεται καὶ ἀντίστροφα, ὥστε καὶ ὁ ἴδιος νὰ παίρνει ἐπίσημα θέση μὴν ἀφήνοντας ἐκτεθειμένο καὶ ἀκάλυπτο τὸν ἀδερφὸ του ἀλλὰ καὶ νὰ παρέχει τὴν δυνατότητα στὸν ἄλλο νὰ γεμίζει καὶ ἐκεῖνος τὶς πνευματικές του μπαταρίες μὲ τὴν προσευχή.

Σύνεση χρειάζεται ὥστε μὲ τὸ ἕνα ἄρθρο νὰ δίνεται “πάσα” γιὰ ἄλλο ἀπὸ τὸν ἑπόμενο, καὶ ὁ ἑπόμενος νὰ κατοχυρώνει μὲ ἐπιχειρήματα τὸν προηγούμενο. Χρειάζεται ὅμως καὶ πνεῦμα Ἡλιοῦ! Ἂν οἱ μητροπολίτες δὲν ἔχουν τὴν τρέλα νὰ δεσμευθοῦν ὅτι θὰ θέσουν τὸ θέμα στὴν ἱεραρχία ὄχι ἕνας ἀλλὰ πολλοὶ τότε τὰ πράγματα θὰ εἶναι πολὺ σοβαρά. Καὶ θὰ εἶναι πολὺ σοβαρά, διότι θὰ ἀναγκασθοῦμε νὰ ἀποκτήσουμε “διπλὴ τρέλα”  γιὰ νὰ διακόψουμε τὸ μνημόσυνό τους ταυτοχρόνως, ὅλοι μαζὶ ὅσοι ἔχουμε τὰ ἴδια φρονήματα γιὰ νὰ μὴν πέσουμε θύματα.  

Ἃγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς σαφῶς συνιστᾶ: «Φύγωμεν οὖν τοὺς τὰς πατρικὰς ἐξηγήσεις μὴ παραδεχομένους, ἀλλὰ παρ’ ἑαυτῶν πειρωμένους εἰσάγειν τὰ ἐναντία, καὶ τὰς μὲν ἐν τῷ γράμματι λέξεις περιέπειν ὑποκρινομένους, τὴν δὲ εὐσεβῆ διάνοιαν ἀπωθουμένους· καὶ φύγωμεν μᾶλλον ἢ φεύγει τις ἀπὸ ὄφεως. Ὁ μὲν γὰρ ἐνδακών τὸ σῶμα θανατοῖ πρόσκαιρα, τῆς ἀθανάτου ψυχῆς χωρίσας· οἱ δὲ τῆς ψυχῆς αὐτῆς λαβόμενοι τοῖς ὀδοῦσι χωρίζουσιν αὐτὴν τοῦ Θεοῦ, ὅπερ ἐστί θάνατος αἰώνιος τῆς ἀθανάτου ψυχῆς. Φεύγωμεν οὖν τούς τοιούτους πάσῃ δυνάμει, καὶ προσφεύγωμεν τοῖς ὑποτιθεμένοις τὰ εὐσεβῆ καὶ σωτήρια, ὡς συνάδοντα ταῖς πατρικαῖς παραδόσεσι» (ΕΠΕ 10, 356)




1 Ἔπειτα ἐνεφανίσθη ὁ προφήτης Ἠλίας ὡσὰν πῦρ, καὶ ὁ λόγος του ἐφώτιζε καὶ ἔκαιεν ὡς λαμπάδα.
2 ὃς ἐπήγαγεν ἐπ᾿ αὐτοὺς λιμὸν καὶ τῷ ζήλῳ αὐτοῦ ὠλιγοποίησεν αὐτούς·
2 Αὐτὸς ἐπέφερε λιμὸν ἐναντίον τῶν ἀπίστων Ἰσραηλιτῶν καὶ ἐπάνω στὸν ἱερὸν ζῆλον τοῦ ἐμίκρυνε τὸν ἀριθμὸν τῶν μὲ τὸν ἐκ πείνης θάνατον.
3 ἐν λόγῳ Κυρίου ἀνέσχεν οὐρανόν, κατήγαγεν οὕτως τρὶς πῦρ.
3 Μὲ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου ἔκλεισε τὸν οὐρανὸν ὥστε νὰ μὴ βρέξη καὶ τρεῖς φορὲς κατέβασε πῦρ ἀπὸ τὸν οὐρανόν.
4 ὡς ἐδοξάσθης, ᾿Ηλία, ἐν τοῖς θαυμασίοις σου· καὶ τίς ὅμοιός σοι καυχᾶσθαι;
4 Ὢ Ἠλία, πόσον ἐδοξάσθης μὲ τὰ θαυματουργικά σου ἔργα! Ποιὸς δύναται νὰ καυχηθῆ ὅτι εἶναι ὅμοιος μὲ σέ;
5 ὁ ἐγείρας νεκρὸν ἐκ θανάτου καὶ ἐξ ᾅδου ἐν λόγῳ ῾Υψίστου·
5 Σύ μὲ τὸν λόγον τοῦ Ὑψίστου ἀνέστησες νεκρὸν ἀπὸ τὸν θάνατον καὶ τὸν ἐπανέφερες ἀπὸ τὸν ἄδην.
6 ὁ καταγαγὼν βασιλεῖς εἰς ἀπώλειαν καὶ δεδοξασμένους ἀπὸ κλίνης αὐτῶν·
6 Σύ καθήρεσες καὶ ὠδήγησες βασιλεῖς εἰς καταστροφήν, καὶ ἔνδοξα πρόσωπα ἀπὸ τὴν ἐπιθανάτιον κλίνην των.
7 ὁ ἀκούων ἐν Σινᾷ ἐλεγμὸν καὶ ἐν Χωρὴβ κρίματα ἐκδικήσεως·
7 Σὺ ἤκουσες ἀπὸ τὸν Θεὸν στὸ ὅρος Σινὰ συγκλονιστικᾶς ἀποκαλύψεις καὶ εἰς τὴν κορυφὴν Χωρὴβ δικαίας καταδικαστικᾶς ἀποφάσστου Θεοῦ.
8 ὁ χρίων βασιλεῖς εἰς ἀνταπόδομα καὶ προφήτας διαδόχους μετ᾿ αὐτόν·
8 Σὺ ἔχρισες βασιλεῖς ἐκδικητᾶς, καὶ προφήτας διαδόχους ἔπειτα ἀπὸ σὲ.
9 ὁ ἀναληφθεὶς ἐν λαίλαπι πυρὸς ἐν ἅρματι ἵππων πυρίνων·
9 Σὺ ἀνελήφθης εἰς λαίλαπα πυρὸς μὲ πύρινον ἅρμα καὶ πυρίνους ἵππους.
10 ὁ καταγραφεὶς ἐν ἐλεγμοῖς εἰς καιροὺς κοπάσαι ὀργὴν πρὸ θυμοῦ, ἐπιστρέψαι καρδίαν πατρὸς πρὸς υἱὸν καὶ καταστῆσαι φυλὰς ᾿Ιακώβ.
10 Σὺ ἔχεις καταγραφὴ καὶ προορισθῆ ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ ἐλέγξης στοὺς ἐσχάτους καιροὺς τοὺς ἀσεβεῖς, διὰ νὰ κοπάση ἡ θεία ὀργή, νὰ ἐπιστρέψης τὴν καρδίαν τοῦ πατρὸς πρὸς τὸν υἱὸν καὶ νὰ ἀποκαταστήσης τὰς δώδεκα φυλᾶς τοῦ Ἰακώβ.
11 μακάριοι οἱ ἰδόντες σε καὶ οἱ ἐν ἀγαπήσει κεκοσμημένοι, καὶ γὰρ ἡμεῖς ζωῇ ζησόμεθα.
11 Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι σὲ εἶδον, οἱ στολισμένοι μὲ τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, καὶ ἠμεῖς ἀσφαλῶς καὶ βεβαίως θὰ ζήσωμεν τότε, ὅταν ἐν τὴ δευτέρα παρουσία ἐμφανισθῆς.
12 ᾿Ηλίας, ὃς ἐν λαίλαπι ἐσκεπάσθη, καὶ ᾿Ελισαιὲ ἐνεπλήσθη πνεύματος αὐτοῦ· καὶ ἐν ἡμέραις αὐτοῦ οὐκ ἐσαλεύθη ὑπὸ ἄρχοντος, καὶ οὐ κατεδυνάστευσεν αὐτὸν οὐδείς.
12 Ὅταν ὁ Ἠλίας ἐσκεπάσθη ἀπὸ τὴν λαίλαπα ἐκείνην καὶ ἀνεφέρθη στὸν οὐρανόν, ὁ Ἐλισσαῖος ἐγέμισεν ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Ἡλιοῦ. Κατὰ τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς του ὁ Ἐλισσαῖος δὲν ἐταράχθη ἀπὸ κανένα ἄρχοντα, καὶ κανεὶς δὲν τὸν καθυπέταξε εἰς τὴν θέλησίν του.
13 πᾶς λόγος οὐχ ὑπερῇρεν αὐτόν, καὶ ἐν κοιμήσει ἐπροφήτευσε τὸ σῶμα αὐτοῦ·
13 Τίποτε δὲν ἦτο ἀνώτερον ἀπὸ αὐτόν· καὶ ὅταν ἐκοιμήθη, τὸ δὲ σῶμα του ἔκειτο νεκρὸν πλέον στὸν τάφον, ἐξεπληρώθη κάποια προφητεία, ποὺ εἶχεν εἴπει ἐν ζωή.
14 καὶ ἐν ζωῇ αὐτοῦ ἐποίησε τέρατα, καὶ ἐν τελευτῇ θαυμάσια τὰ ἔργα αὐτοῦ. -
14 Καθ' ὂν χρόνον ἐζοῦσε, ἔκαμε θαύματα· ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸν θάνατόν του ἐπραγματοποίησε θαυμαστὰ ἔργα.
15 ᾿Εν πᾶσι τούτοις οὐ μετενόησεν ὁ λαὸς καὶ οὐκ ἀπέστησαν ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν, ἕως ἐπρονομεύθησαν ἀπὸ τῆς γῆς αὐτῶν καὶ ἐσκορπίσθησαν ἐν πάσῃ τῇ γῇ. καὶ κατελείφθη ὁ λαὸς ὀλιγοστός, καὶ ἄρχων τῷ οἴκῳ Δαυίδ·
15 Παρ' ὅλα ὅμως αὐτὰ οἱ Ἰσραηλίται δὲν μετενόησαν, δὲν ἀπεμακρύνθησαν ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας των, μέχρις ὅτου ἔγιναν αἰχμάλωτοι πολέμου, ἐξωρίσθησαν μακρὰν ἀπὸ τὰ μέρη τῆς γῆς. Ὀλίγοι ἀπ' αὐτοὺς ἀπέμειναν εἰς τὴν Παλαιστίνην μὲ ἀρχηγὸν τῶν κάποιον ἀπὸ τὴν οἰκογένεια Δαβίδ.
16 τινὲς μὲν αὐτῶν ἐποίησαν τὸ ἀρεστόν, τινὲς δὲ ἐπλήθυναν ἁμαρτίας. -
16 Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἐναπομείναντας ἐτήρησαν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ· ἐξ ἀντιθέτου μερικοὶ ἄλλοι ἐπλήθυναν τὰς ἁμαρτίας των.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου