Menu

28 Απρ 2016

Τὰ Πάθη τὰ Σεπτὰ (Μέρος B΄)

Μητροπολίτη Λεμεσοῦ κ. Ἀθανασίου, ἀπόσπασμα ὁμιλίας - (Μέρος Α΄)
Μετά πῆγε μαζί τους στὸ ὅρος τῶν Ἐλαιῶν. Τοὺς εἶπε προσεύχεσθε γιὰ νὰ μὴν μπεῖτε σὲ πειρασμό. Αὐτὸς πῆγε λίγο πιὸ μακριὰ καὶ προσευχόταν μὲ ἀγωνία καὶ ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπό του κάτω στὴ γῆ καὶ ἀπὸ τὴν ἀγωνία του ὁ ἱδρώτας του ἔγινε ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος ἀπὸ τὴν πολλὴ ἀγωνία καὶ προσευχόταν στὸν Πατέρα του νὰ παρέλθει «τὸ ποτήριον τοῦτο». Τὸ ὅτι προσευχόταν νὰ παρέλθει τὸ ποτήριο τοῦτο, δὲν ἦταν ἐπειδὴ φοβήθηκε τὸν θάνατο. Ὁ θάνατος φοβήθηκε τὸν Χριστό. Αὐτὸς προσευχόταν στὸν Πατέρα του γιά μᾶς. Καὶ τί ἦταν τὸ ποτήριο; Ἔλεγε στὸν Πατέρα του ὅτι δὲν θέλει αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ἀγαπᾶ εἰς τέλος νὰ κάνουν αὐτὸ τὸ πράγμα, δηλ. νὰ τὸν σταυρώσουν. Προσευχόταν ὑπὲρ ὅλου τοῦ κόσμου, ὥστε νὰ μὴν κάνει ὁ ἄνθρωπος αὐτὸ τὸ ἔργο, νὰ σταυρώσει τὸν Χριστό. Οὔτε δειλίασε πρὸ τοῦ θανάτου οὔτε φοβήθηκε τὸν θάνατο. Ὅταν λοιπὸν προσευχόταν, τότε πλησίασε ὁ ὄχλος καὶ μαζί τους ἦταν καὶ ὁ Ἰούδας. Πῆγε στὸν Χριστὸ καὶ τὸν φίλησε μίας καὶ εἶπε στοὺς ἀρχιερεῖς ὅτι αὐτὸ θὰ εἶναι τὸ σημεῖο. Ὅποιον φιλήσει, αὐτὸν πρέπει νὰ συλλάβουν. Πῆγε ὁ Ἰούδας, τὸν φίλησε καὶ τοῦ εἶπε: Χαῖρε Ραββί, χαῖρε Διδάσκαλε. Καὶ τοῦ εἶπε ὁ Χριστὸς ἐκείνη τὴν ὥρα: «Ἰούδα, φιλήματι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδίδως;» δηλ. μὲ φίλημα, μ’ αὐτὴ τὴν ἔκφραση τῆς ἀγάπης...
παραδίδεις τὸν δάσκαλο καὶ Πατέρα σου, πού ξέρεις πόσο σὲ ἀγαπᾶ; Ἐκεῖνος βέβαια τίποτα δὲν κατάλαβε. Τότε πῆγαν καὶ τὸν συνέλαβαν. Ὁ Πέτρος ἐνεργώντας κοσμικά τοῦ εἶπε: «Θέλεις νὰ χρησιμοποιήσουμε τὸ μαχαίρι, γιὰ νὰ φοβηθοῦν καὶ νὰ φύγουν;» καὶ βγάζει τὸ μαχαίρι καὶ κόβει τὸ αὐτὶ ἑνὸς ὑπηρέτη. Ἕνας κοσμικὸς τρόπος ἀντιμετώπισης τοῦ πειρασμοῦ. Ὁ Χριστὸς ὅμως οὔτε ποὺ ἔδωσε σημασία καὶ τοῦ εἶπε ὅτι ὅσοι δίνουν μάχαιρα, θὰ πεθάνουν μὲ μάχαιρα. Μάλιστα ὁ Χριστὸς φρόντισε καὶ τὸν δοῦλο καὶ τοῦ ἒφτιαξε καὶ τὸ αὐτί του. Ὁ Χριστὸς τότε τοὺς εἶπε πὼς κάθε μέρα ἦταν μαζί τους, ἦταν ἀνάγκη νὰ τὸν συλλάβουν μὲ ξύλα καὶ ρόπαλα λὲς καὶ ἦταν ληστής; Τότε τὸν ἒπιασαν καὶ τὸν πῆραν στὸ Πραιτώριο νὰ τὸν δικάσουν. 

Ὁ Πέτρος, ὁ γενναῖος ἐκεῖνος ποὺ πρὶν ἀπὸ μερικὲς ὧρες εἶπε ἀκόμα καὶ στὸν θάνατο εἶμαι ἕτοιμος νὰ πάω μαζί σου καὶ ἔκοψε τὸ αὐτὶ τοῦ δούλου, ὅταν πῆγε στὸ σπίτι τοῦ ἀρχιερέα ἔβλεπε τὴ δίκη τοῦ Χριστοῦ. Τότε πῆγε μία δούλη καὶ τοῦ εἶπε μήπως εἶσαι καὶ ἐσὺ μαζὶ μ’ αὐτοὺς καὶ ἐκεῖνος εἶπε ὄχι δὲν ξέρω τίποτα. Μετὰ τοῦ ξαναλέει πὼς πρέπει νὰ εἶναι μαζί τους, γιατί εἶναι Γαλιλαῖος. Αὐτὸς πάλι ἀρνήθηκε ὅτι δὲν ξέρει τὸν ἄνθρωπο ποὺ δίκαζαν. Τρεῖς φορὲς ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ καὶ μάλιστα ἄρχισε νὰ ὁρκίζεται καὶ μὲ ἀναθέματα νὰ λέει ὅτι δὲν γνωρίζει αὐτὸ τὸν ἄνθρωπο. Ἐνῶ ἔλεγε ἀκόμα τὰ λόγια τῆς ἄρνησης, ὁ ἀλέκτωρ ἐφώνησε. 

Τότε στραφεῖς ὁ Κύριος ἐνέβλεψε στὸν Πέτρο καὶ τότε θυμήθηκε ὁ Πέτρος τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τοῦ εἶπε ὅτι πρὶν λαλήσει ὁ πετεινὸς θὰ μὲ ἀρνηθεῖς τρεῖς φορές, καὶ ἐξελθῶν ἔκλαψε πικρῶς. Ὁ κορυφαῖος Ἀπόστολος τί πτώση ὑπέστη; Ὁ Πέτρος ἔπεσε ὅπως καὶ ὁ Ἰούδας. Ὅμως ὁ Πέτρος ἔκλαψε πικρῶς καὶ μετανόησε γιὰ τὴν πτώση του. Ὁ Ἰούδας δὲν ἔκλαψε, δὲν μετανόησε, ἀλλὰ αὐτοκτόνησε. Ἔτσι ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους ὁ ἕνας ἐπανῆλθε ἀπὸ τὴν πτώση καὶ ὁ ἄλλος πῆγε πρῶτος στὴν κόλαση. Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ τραγωδία ὅτι ὁ πρῶτος ποὺ πῆγε στὴν κόλαση ἦταν μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ Ἀπόστολοι τίποτε δὲν ἔκρυψαν, τὰ ἔγραψαν ὅπως ἔγιναν, γιατί δὲν εἶχαν σύμπλεγμα κατωτερότητας ὅπως οἱ σημερινοὶ ποὺ θέλουμε νὰ στηρίξουμε τὴν Ἐκκλησία πάνω στὴ δῆθεν καλὴ συμπεριφορά μας. Ἀλλοίμονο ἂν ἡ Ἐκκλησία στεκόταν στὴν ἠθικότητα τῶν ἀνθρώπων. Ἡ Ἐκκλησία στέκει στὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς εἴμαστε ταλαίπωροι ἄνθρωποι, ἁμαρτωλοί.

Δὲν εἴμαστε ἐμεῖς ποὺ σώζουμε τὴν Ἐκκλησία ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία ἐμᾶς. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἁγία καὶ ἁγιάζει τὸν ἄνθρωπο. Μετὰ λοιπὸν τὴ δίκη, ἄρχισαν οἱ ἄνδρες ποὺ συνέλαβαν τὸν Χριστὸ νὰ τὸν κτυποῦν καὶ νὰ τὸν ἐμπαίζουν. Ὁ Λουκᾶς λέει ὅτι σκέπασαν τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν κτυποῦσαν στὸ πρόσωπο ζητώντάς του νὰ προφητεύσει ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ τὸν δέρνει. Τὸ θέμα δὲν ἦταν τὸ ὅτι πονοῦσε ἀλλὰ τὸ πῶς παρέδωσε τὸν ἑαυτὸ του σ’ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους νὰ τὸν χλευάζουν καὶ νὰ τὸν κτυποῦν. 

Μετά, ἀφοῦ τὸ ἔκαναν αὐτό, τὸν δίκασαν, ἀπήγγειλαν τὶς κατηγορίες ἐναντίον του καὶ τὸν ἔσυραν στὸν Πιλάτο. Τότε ὁ Πιλάτος ἔκανε ἕναν διάλογο μὲ τοὺς Ἑβραίους. Τοὺς εἶπε ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν ἔχει καμία κατηγορία γιὰ νὰ τὸν θανατώσουν. Αὐτοὶ ἐπέμεναν ὅτι πρέπει νὰ θανατωθεῖ. Κάποιος ἄλλος εὐαγγελιστὴς λέει ὅτι ἡ γυναίκα τοῦ Πιλάτου τοῦ ἔδωσε τὸ μήνυμα νὰ μὴν κάνει αὐτὸ τὸ ἔγκλημα καὶ νὰ θανατώσει αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, γιατί εἶναι ἀθῶος. Ἡ γυναίκα τοῦ Πιλάτου εἶναι ἁγία, εἶναι ἡ Ἁγία Πρόκλα. Τότε ἔβγαλε τὸν Χριστὸ στὸν ἐξώστη, ντυμένο μὲ τὴν κόκκινη χλαμύδα, ταλαιπωρημένο καὶ ἐπειδὴ μποροῦσε νὰ ἐλευθερώσει κάποιον, τοὺς ρώτησε ποιὸν θέλουν νὰ ἀφήσει ἐλεύθερο, τὸν Χριστὸ ἢ τὸν Βαρραβά, ὁ ὁποῖος ἦταν ληστὴς καὶ φονιάς. 

Ὁ λαὸς μὲ ἕνα στόμα φώναζε «ἄρον τοῦτον καὶ ἀπόλυσον ἠμὶν τὸν Βαρραβᾶν», δηλ. σκότωσε αὐτὸν καὶ νὰ μᾶς ἀπολύσεις τὸν Βαρραβά. Ὁ Πιλάτος ἐνῶ τοὺς ἔλεγε ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔκανε τίποτε, ἄρα γιατί νὰ τὸν σκοτώσει, ἐκεῖνοι πιὸ πολὺ φώναζαν νὰ τὸν σταυρώσει. Ξανὰ τοὺς ἐπανέλαβε ὅτι δὲν βρίσκει κάποιο κακὸ ἄξιο θανάτου καὶ τοὺς πρότεινε νὰ μὴν τὸν τιμωρήσει καὶ νὰ τὸν ἀφήσει ἐλεύθερο. Ὡστόσο, καὶ τὴν τρίτη φορὰ φώναζαν νὰ τὸν σταυρώσει καὶ νὰ ἀπελευθερώσει τὸν Βαρραβά. Μάλιστα ἕνας ἄλλος εὐαγγελιστὴς λέει ὅτι φώναζαν «τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ’ ἠμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἠμῶν». Καὶ λίγα χρόνια μετὰ τὴ Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ ἔγινε ἡ καταστροφὴ τῆς Ἱερουσαλήμ. Ἀπὸ τότε μέχρι τὸ 1947, ποὺ ἔγινε τὸ κράτος τοῦ Ἰσραήλ, οἱ Ἑβραῖοι ἦταν διεσπαρμένοι σ’ ὅλο τὸν κόσμο. Αὐτὸ ποὺ διάλεξαν καὶ ζήτησαν ἐπαληθεύθηκε.

Ἀφοῦ ἔγινε κι αὐτό, μαστίγωσαν τὸν Χριστὸ καὶ τὸν φραγγέλωσαν. Τὸ φραγγέλιο ἦταν ἕνα ξύλο πάνω στὸ ὁποῖο ἦταν δεμένα λουριὰ ἀπὸ δέρμα καὶ ἡ ἄκρη τῶν λουριῶν ἦταν μολύβια μυτερά, τὰ ὁποῖα ὅταν κτυποῦσαν πάνω στὴν πλάτη καρφώνονταν μέσα στὸ δέρμα, τὰ τραβοῦσαν κάτω καὶ ξέσκιζαν τὸν ἄνθρωπο. Ἔπειτα τοῦ φόρεσαν ἕνα στεφάνι πάνω στὸ κεφάλι σὰν τὸ κοφίνι καὶ ἔμπηξαν πάνω στὸ κοφίνι τὰ καρφιά, τοῦ φόρεσαν τὴν κόκκινη χλαμύδα, γιὰ νὰ τὸν ἐμπαίξουν καὶ τοῦ φόρτωσαν τὸν Σταυρὸ καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν ὁδηγοῦν στὴ Σταύρωση, γιατί ἔτσι ἤθελαν οἱ ἀρχιερεῖς. Τὸν σταύρωσαν στὸν τόπο καλούμενο κρανίου τόπο, στὸν Γολγοθά. Δεξιὰ καὶ ἀριστερά του δύο κακοῦργοι ληστές, οἱ ὁποῖοι ἦταν καὶ αὐτοὶ καταδικασμένοι σὲ θάνατο. 

Δίπλα ἀπὸ τὸν Χριστὸ δὲν ὑπῆρχε κανένας μαθητής του, ἔφυγαν ὅλοι. Ἔμειναν μόνο ἡ Παναγία καὶ κάποιες ἄλλες γυναῖκες. Μόνο ὁ Ἰωάννης ὁ θεολόγος ἔμεινε δίπλα στὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ τὸν Σταυρὸ ὁ Χριστὸς εἶπε στὸν Ἰωάννη νὰ φροντίζει τὴ μητέρα του καὶ φώναξε μὲ μία μεγάλη φωνὴ καὶ εἶπε: «Διψῶ», γιατί ἀπὸ τὴ ροὴ τῶν αἱμάτων ὑπῆρχε ἡ αἴσθηση τῆς δίψας. Οἱ Πατέρες εἶπαν ὅτι τὸ «διψῶ» τοῦ Χριστοῦ δὲν ἦταν ὅτι ἤθελε ἕνα ποτήρι νερό. Βέβαια, ὡς τέλειος ἄνθρωπος ἔπαθε καὶ ἦταν φυσικό, ἀλλὰ εἶπε «διψῶ» τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ἀκριβῶς γι’ αὐτοὺς γιὰ τοὺς ὁποίους πάσχω καὶ ἀγαπῶ. «Διψῶ» νὰ τοὺς πάρω ὅλους κοντά μου. Ἀφοῦ εἶπε «διψῶ», οἱ στρατιῶτες ποὺ τὸν ἐνέπαιζαν πῆραν ξύδι καὶ χολὴ καὶ τὰ ἀνάμειξαν, τὰ ἔβαλαν στὸν σπόγγο, πῆγαν νὰ τὰ βάλουν στὰ χείλη του καὶ ὁ Χριστὸς ἀρνήθηκε νὰ τὰ πάρει.

Πάνω ἀπὸ τὸν Σταυρὸ ἔβαλαν μία ἐπιγραφή: «Αὐτὸς εἶναι ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, ὁ Βασιλιὰς τῶν Ἰουδαίων». Οἱ δύο ληστὲς τὸν ἐνέπαιξαν. Ὅμως κάποια στιγμὴ ὁ ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς μάλωσε τὸν ἄλλον λέγοντάς του: «δὲν ντρέπεσαι; Τί λὲς αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου; Ἐμεῖς δικαίως πάσχομεν, αὐτὸς εἶναι ἀθῶος καὶ ἄδικα σταυρώνεται τώρα». Καὶ γύρισε στὸν Χριστὸ καὶ τοῦ εἶπε: «Μνήσθητί μου Κύριε, ἐν τῇ βασιλεία σου». Ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὸν Σταυρὸ τοῦ εἶπε: «Ἀμὴν λέγω σοι, σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἐση ἐν τῷ Παραδείσω». Ἦταν ἡ ὥρα 12 τὸ μεσημέρι, ἡμέρα Παρασκευὴ καὶ ἔγινε σκότος ἐφ’ ὅλης τῆς γῆς καὶ σεισμός. 

Καὶ ὁ Χριστὸς ὅταν εἶδε ὅτι ὅλα τελείωσαν καὶ ἔκανε ὅσα ἔπρεπε νὰ κάνει καὶ ἦταν ὅλα ἕτοιμα, προσευχήθηκε καὶ εἶπε: «Θεέ μου, Θεέ μου, ἴνα τί μὲ ἐγκατέλειπες». Πολλοὶ λένε ὅτι τὸν ἐγκατέλειψε ὁ Θεός. Ὄχι βέβαια, δὲν ἐγκατέλειψε ὁ Θεὸς τὸν Χριστό. Ἀλλὰ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀπήγγειλε τὸν 21ο ψαλμό, ποὺ ἀρχίζει μὲ αὐτὴ τὴ φράση. Εἶναι ὁ ψαλμὸς ποὺ μιλάει προφητικὰ γιὰ τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὁ Χριστός, κύριος τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀπήγγειλε τὸν ψαλμὸ ἐκεῖνο, προσευχήθηκε καὶ εἶπε: «Πάτερ, εἰς χείρας σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμα μου». Παρέδωσε τὸ πνεῦμα στὸν Θεὸ Πατέρα καὶ λέει τὸ εὐαγγέλιο ὅτι ἀμέσως ἐφώναξε «τετέλεσται» ὅλα τελείωσαν. Ὡς κύριος τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ ὡς Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου ἔκανε κάτι ποὺ δὲν κάνουμε ἐμεῖς. Ἀφοῦ ἔκλινε πρῶτα τὸ κεφάλι του, παρέδωκε τὸ πνεῦμα του. Ὅταν ἐξέπνευσε ὁ Χριστός, ἦταν τρεῖς τὸ ἀπόγευμα τῆς Παρασκευῆς. 

Τότε ἔγινε ὁ μεγάλος σεισμὸς καὶ ἔγιναν ὅλα ἐκεῖνα ποὺ περιγράφει τὸ εὐαγγέλιο. Ἀκόμα ἕνας, ὁ ἑκατόνταρχος Λογγίνος ποὺ ἦταν παρὼν εἶπε: «Ἀληθῶς αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἶναι Θεοῦ Υἱὸς» καὶ στὴ συνέχεια ὁ Λογγίνος ἔγινε Ἀπόστολος καὶ μάρτυρας καὶ τὸν γιορτάζει καὶ ἡ Ἐκκλησία μας. Τί παράξενα πράγματα γινόντουσαν τὶς μέρες τοῦ Χριστοῦ. Ἔγιναν τὰ πάνω κάτω. Ἕνας ἀπόστολος χάθηκε, ὁ ἄλλος τὸν ἀρνήθηκε, οἱ ὑπόλοιποι τὸν ἐγκατέλειψαν καὶ αὐτὸς πῆγε μόνος του στὸν Σταυρό. 

Πάνω στὸν Σταυρὸ πιάνει τὸν ληστὴ καὶ τὸν παίρνει μαζί του στὸν παράδεισο. Ἦταν ὁ πρῶτος ποὺ πῆγε στὸν παράδεισο, δὲν ἦταν κανένας Ἀπόστολος ἢ Ἅγιος καὶ ὁ πρῶτος ποὺ πῆγε στὴν κόλαση ἦταν ὁ Ἀπόστολος. Ἐκεῖνος ποὺ ἦταν κάτω ἀπὸ τὸν Σταυρό, ὁ Ρωμαῖος Λογγίνος, ἔγινε μάρτυρας ἀφοῦ πίστεψε πὼς ἦταν ὁ Χριστός, Θεοῦ Υἱός, ἐνῶ οἱ ἀρχιερεῖς ποὺ ἦταν ἄνθρωποι ποὺ διάβαζαν τὸν νόμο καὶ ἦταν ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, τὸν σταύρωσαν καὶ τελικὰ ἀνέτρεψε ὅλη τὴ λογικὴ συνέχεια τῶν πραγμάτων. Παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Πατέρα του, ὅταν ὅλα ἦταν ἕτοιμα. Ἂς προσπαθήσουμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς ἀδελφοί μου, νὰ βιώσουμε μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ αὐτὲς τὶς ἅγιες μέρες τοῦ Πάθους καὶ τῆς Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου μας, νὰ συμπορευθοῦμε μαζί του στὸν δρόμο τοῦ Σταυροῦ καὶ τοῦ μαρτυρίου, ὥστε καὶ νὰ συναναστηθοῦμε μαζί Του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου