Menu

22 Δεκ 2015

Γέρ. Ἐφραὶμ Βατοπαιδινός: «Στὴν παγκοσμιοποιημένη ἐποχὴ ποὺ ζοῦμε, ἡ θεολογία νὰ μὴν γίνει μεταπατερική καὶ ἀλλοτριωμένη, ἀλλὰ ἐμπειρική, χαρισματική καὶ πατερικὴ...»

Ἐμπειρικὴ καὶ ἀκαδημαϊκὴ θεολογία
Ἡ θεολογία δὲν εἶναι μία ἀπόμακρη καὶ ἀνέγγιχτη κατάσταση γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει δημιουργηθεῖ «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» Θεοῦ μπορεῖ νὰ κοινωνεῖ ἐμπειρικὰ μὲ τὸν Θεό. Μπορεῖ νὰ γίνει κατὰ Χάριν ὅ,τι εἶναι ὁ Θεὸς κατ’ οὐσίαν, ζωοποεῖται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ νοηματοδοτεῖται ἡ ζωή του ἀπὸ τὸν Θεό. Μπορεῖ ὁ λόγος του νὰ γίνει θεολογικὸς ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ λόγος του εἶναι ἔκφραση καὶ διατύπωση, δημιούργημα ἐκείνου τοῦ νοῦ ποὺ ἑνώνεται καὶ κοινωνεῖ ἐμπειρικὰ μὲ τὸν ἐνυπόστατο Θεὸ Λόγο.
Στὴν παροῦσα ὁμιλία μας θὰ δανειστοῦμε τοὺς λόγους ἀπὸ δύο κυρίως ἐμπειρικοὺς θεολόγους, τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμὰ καὶ τὸν μακάριο Γέροντα Σωφρόνιο τοῦ Ἔσσεξ.
«Θεολογία εἶναι νὰ ζοῦμε ἐν Θεῷ καὶ νὰ ἔχουμε τὸν Θεὸ νὰ ζεῖ μέσα μας»1, ἔλεγε χαρακτηριστικὰ ὁ Γέροντας Σωφρόνιος. Ἡ θεολογία δὲν διδάσκεται, δὲν εἶναι ἕνα διανοητικὸ κατασκεύασμα, ὅσο μεγαλοφυὲς καὶ ἂν εἶναι αὐτό. Ἡ θεολογία βιώνεται, εἶναι μία ἐμπειρικὴ κατάσταση τοῦ πνεύματός μας. Γίνεται τὸ περιεχόμενο τῆς προσευχῆς μας, ἀλλὰ καὶ ἀναπτύσσεται, τροφοδοτεῖται ἀπὸ τὴν προσευχή. Λένε οἱ Πατέρες ὅτι θεολόγος εἶναι αὐτὸς ποὺ προσεύχεται καὶ ὅτι αὐτὸς ποὺ προσεύχεται ἀληθινὰ εἶναι καὶ ἀληθινὸς θεολόγος2.
Ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση ἔχει δείξει ὅτι γιὰ νὰ φθάσει κάποιος στὴν ἀληθινή, ἐμπειρικὴ...
θεολογία θὰ πρέπει νὰ βιώσει τὸ ἡσυχαστικὸ ἀσκητικὸ σχῆμα, ὑπακοὴ-προσευχὴ-θεολογία. Ὅπως ἔλεγε ὁ Γέροντας Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης ἡ ὑπακοὴ φέρνει τὴν προσευχὴ καὶ ἡ προσευχὴ τὴν θεολογία ὡς ἐμπειρικὴ κατάσταση. Ὡς βάση γιὰ τὴν ἀπόκτηση τοῦ χαρίσματος τῆς θεολογίας θεωροῦσε τὴν μακαρία ὑπακοή.

Ἡ ἀληθινὴ θεολογία εἶναι λόγος περὶ Θεοῦ, ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴν ἕνωση μὲ τὸν Θεό. Χωρὶς τὴν ἕνωση αὐτὴ δὲν ἔχει ἀντίκρισμα ὁ λόγος περὶ Θεοῦ. Εἶναι σὰν νὰ μιλᾶς γιὰ μία πόλη τὴν ὁποία δὲν ἔχεις ἐπισκεφθεῖ, δὲν τὴν γνωρίζεις ἐμπειρικά. Ἡ θεολογία ὡς διανοητικὴ ἐνασχόληση, ἐπεξεργασία συλλογισμῶν καὶ ἐννοιῶν εἶναι πολὺ ὑποδεέστερη ἀπὸ τὴν θεοπτία. Ἡ θεολογία τότε γίνεται στείρα καὶ μένει στὰ ὅρια τῆς κτιστότητας, ἀγνοεῖ τὴν φανέρωση τοῦ ἀκτίστου μέσα στὴν κτίση καὶ δὲν συντελεῖ στὴν πραγματοποίηση τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεό. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς τονίζει ὅτι ἡ θεολογία αὐτὴ ἀπέχει τόσο πολὺ ἀπὸ τὴν θεοπτία καὶ τόσο μακριὰ βρίσκεται ἀπὸ τὴν συναναστροφὴ μὲ τὸν Θεό, ὅσο ἀπέχει ἡ γνώση ἀπὸ τὴν ἀπόκτηση αὐτῆς· γιατί τὸ νὰ λέμε κάτι γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸ νὰ συναναστρεφώμαστε μὲ τὸν Θεὸ δὲν εἶναι τὸ ἴδιο3. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς κάνει διάκριση μεταξὺ αὐτῆς τῆς διανοητικῆς, ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας καὶ τῆς θεοπτίας. Ἡ θεολογία ἀπέχει ἀπὸ τὴν θεοπτία τόσο ὅσο τὸ «εἰδέναι» ἀπὸ τὸ «κεκτῆσθαι», ὅσο δηλαδὴ ἡ γνώση κάποιου πράγματος ἀπὸ τὴν κατοχή του. Αὐτὸς ποὺ ἔχει τὴν ἐμπειρία τῆς Χάριτος, τῆς ἑνώσεως μὲ τὸν Θεό, μπορεῖ νὰ ὁμιλεῖ μὲ αὐθεντικό, μὲ ἀπλανῆ τρόπο γιὰ τὸν Θεό, μπορεῖ νὰ θεολογεῖ ὀρθῶς.

Ἡ θεία αὐτὴ ἕνωση τελεσιουργεῖται μὲ τὴν εὕρεση τῆς νοερᾶς ἐνέργειας στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, στὸν τόπο τῆς συναντήσεώς του μὲ τὸν Θεό. Ἡ ἀνακάλυψη τῆς νοερᾶς ἐνέργειας καὶ ὁ ἀπεγκλωβισμός της ἀπὸ τὴν λογικὴ ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτελεῖ ἴσως τὸ λεπτότερο καὶ σημαντικότερο θέμα γιὰ τὴν ἐσωτερικὴ πνευματικὴ ζωή4. Ὁ τέλειος θεολόγος, ὅπως πολὺ εὔστοχα εἶχε ἐπισημάνει ὁ μακαριστὸς π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ἔχει στὸ ἔπακρο ἀνεπτυγμένη καὶ τὴν νοερὰ καὶ τὴν λογική του ἐνέργεια. Ἡ ἕνωση νοῦ καὶ καρδιᾶς διὰ τῆς νοερᾶς προσευχῆς θὰ προκαλέσει τὰ θεία χαρίσματα, ἂν κάποιος ἐπιμείνει μὲ ταπείνωση καὶ προσοχὴ σὲ αὐτὴν τὴν ἐργασία.

Ἡ βίωση τῆς θείας Χάριτος, καὶ τελικὰ ἡ θέα τοῦ ἀκτίστου φωτός, παρέχει τὸν ἀσφαλῆ τρόπο τοῦ θεολογεῖν. «Ἡ πρὸς τὸ ὑπερφαὲς φῶς ὑπερφυὴς ἕνωσις, παρ’ ἢς μόνης ἐγγίνεται καὶ τὸ θεολογεῖν ἀσφαλῶς», γράφει ὁ Παλαμάς5. Αὐτὴ εἶναι ἡ χαρισματική, ἡ ἐμπειρική, ἡ Πατερικὴ θεολογία. Δὲν κινεῖται στὸ ἐπίπεδο τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας καὶ μορφώσεως, ἀλλὰ σὲ πολὺ ὑψηλότερο ἐπίπεδο.
Ἡ ἐμπειρικὴ θεολογία δείχνει καὶ διαφυλάσσει τὴν ὁδὸ εὑρέσεως τοῦ ἀληθινοῦ προσώπου, κάτι ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτύχει ἡ ἀκαδημαϊκὴ θεολογία. Πολλοὶ ὁμιλοῦν σήμερα περὶ προσώπου, ἀλλὰ μὲ ἕναν νοησιαρχικό, φιλοσοφικοθρησκευτικὸ καὶ ἀκαδημαϊκὸ τρόπο6, ὁ ὁποῖος τὸ πολὺ πολὺ ὁδηγεῖ στὴν μετάλλαξη τοῦ «εἰδεχθοῦς προσωπείου» σὲ «διανοητικοῦ προσωπείου» ἢ σὲ μία «προσωποποίηση» τοῦ νεωτερικοῦ ἀτόμου  μὲ ὀρθόδοξο θεολογικὸ μανδύα, ἀλλὰ σίγουρα ὄχι προσώπου. Μόνο μὲ τὴν θεωρητικὴ κατάρτιση, δίχως τὴν ἄσκηση, δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ ὀρθόδοξη πνευματικὴ ζωή, δὲν ἀναδύεται τὸ πρόσωπο. «Οὐ γὰρ οἱ ἀκροαταὶ τοῦ νόμου δίκαιοι παρὰ τῷ Θεῷ, ἀλλ’ οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου δικαιωθήσονται»7, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Οἱ Πατέρες τονίζουν ὅτι ἡ ἀληθινὴ θεολογία ἔρχεται ὡς ἐπιβράβευση τῆς ἀληθινῆς πρακτικῆς, «πράξις θεωρίας ἐπίβασις» καὶ ὄχι τὸ ἀντίθετο.

Αὐτὴ ἡ πρακτικὴ ἐφαρμόζεται ἐπακριβῶς μέσα στὸν μοναχισμό. Λειτουργεῖ ὡς μία σχολή. «Ἡ σχολὴ τοῦ μοναχισμοῦ, ὅμως, διακρίνεται ἀπὸ τὶς θεολογικὲς σχολὲς ποὺ ὀργανώνονται μέσα στὶς ἱστορικὲς συνθῆκες τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου. Ὁ μοναχισμὸς εἶναι ἰδιαίτερη σχολή, ὅπου ἡ κάθε μέρα, ἡ κάθε στιγμὴ καὶ ὁ κάθε λόγος συνδέεται μὲ τὸ εἶναι τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ζωὴ σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς Του»8. Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος τονίζει ὅτι «μὲ τὴν μοναστηριακὴ ζωὴ προσεγγίζουμε πληρέστερα στὴν ἀντίληψη τοῦ Θεοῦ παρὰ μὲ τὴν λογικὴ δόμηση τῶν θεολογικῶν σπουδῶν στὶς σχολές. Ἡ δική μας σχολὴ βαδίζει μόνο στὴν γραμμὴ τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν. Ἐδῶ ἔγκειται ἡ διάκριση τοῦ συστήματος τῆς μοναχικῆς ζωῆς ἀπὸ αὐτὸ τῶν σχολῶν. Στὶς σχολὲς ἐπιτρέπεται νὰ ζεῖς ὅπως θέλεις, ἀρκεῖ νὰ ἀφομοιώσεις διανοητικὰ τὶς θέσεις τῆς διδασκαλίας. Ἐδῶ ὅμως τίθεται πρωτίστως τὸ ἐρώτημα πὼς νὰ περάσουμε τὴν ἡμέρα ἀναμάρτητα»9.

Ἡ ἀναμαρτησία αὐτὴ εἶναι πολὺ σημαντικὴ γιατί θὰ ὁδηγήσει στὴν θεοπτία κατὰ τὸν μακαρισμὸ τοῦ Κυρίου: «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται»10. Σχολιάζει ὁ καθηγητὴς κ. Γεώργιος Μαντζαρίδης: «Ἡ καθαρότητα δηλαδὴ τῆς καρδιᾶς ἀποτελεῖ τὴν προϋπόθεση τῆς θεοπτίας, ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ἐμπειρικῆς θεολογίας. Θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πρωτίστως οἱ θεόπτες. Καὶ ἀποκορύφωση τῆς θεολογίας εἶναι ἡ θεοπτία»11.

Ἡ ἐμπειρικὴ θεολογία εἶναι Πατερική. Ἁπλοὶ μοναχοὶ παρόλο ποὺ ἦταν ἀμέτοχοι τῆς κοσμικῆς παδείας ἔζησαν τὸ μεγαλεῖο αὐτῆς τῆς θεολογίας. Ὁ μακάριος Γέροντας Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστὴς γράφει σὲ μία ἐπιστολή του: «Ὁ ἀληθὴς μοναχὸς εἶναι προϊόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ὅταν ἐν ὑπακοῆ καὶ ἡσυχία καθαγνίση τὰς αἰσθήσεις καὶ γαληνιάση ὁ νοῦς καὶ καθαρισθῆ ἡ καρδία του, τότε λαμβάνει χάριν καὶ γνώσεως φωτισμόν. Γίνεται ὅλος φῶς, ὅλος νοῦς, ὅλος διαύγεια. Καὶ βρύει θεολογίαν, ὅπου ἂν γράφουν τρεῖς δὲν προλαμβάνουν τὸ ρεῦμα ποὺ βρύει κυματωδῶς καὶ σκορπίζει εἰρήνην καὶ ἄκραν ἀκινησίαν παθῶν εἰς ὅλον τὸ σῶμα»12.

Ὁ λόγος αὐτῶν τῶν ἐμπειρικῶν θεολόγων εἶναι «ζῶν καὶ ἐνεργῆς καὶ τομώτερος ὑπὲρ πάσαν μάχαιραν δίστομον καὶ διϊκνούμενος ἄχρι μερισμοῦ ψυχῆς τε καὶ πνεύματος»13 καὶ εἶναι ἱκανὸς νὰ θεραπεύσει καὶ νὰ ἀναγεννήσει τὴν «κοπιώσαν καὶ πεφορτισμένην καρδίαν» τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι λόγος ἐμπειρικός, διακριτικός, λόγος τῶν τελείων, ποὺ ἐμπνέεται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο ἐνεργεῖ αἰσθητὰ στὴν καρδία τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ὄχι ὁ λόγος ὁ διανοητικός, ὁ νοησιαρχικός, ὁ στεγνὰ ἀκαδημαϊκός.
Τελικά ἡ ἀκαδημαϊκὴ θεολογία τί μπορεῖ νὰ προσφέρει στὸν ἄνθρωπο; Ὁ καθηγητὴς κ. Γεώργιος Μαντζαρίδης, θέλοντας νὰ συνδέσει ὀργανικὰ καὶ δυναμικὰ τὴν ἀκαδημαϊκὴ μὲ τὴν ἐμπειρικὴ θεολογία, ὁμιλεῖ προσφυῶς γιὰ κατανοοῦσα ἀκαδημαϊκὴ θεολογία, δανειζόμενος τὸν ὄρο «κατανοοῦσα» ἀπὸ τὴν Κοινωνιολογία τοῦ Μὰξ Βέμπερ.

«Κατ’ αὐτὴν ὁ ἐρευνητὴς ὄχι μόνο δὲν ἀποκλείει ἀπὸ τὴν ἔρευνά του τὴν θεολογικὴ ἐμπειρία, ποὺ εἶναι ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου, ἀλλὰ καὶ προσπαθεῖ, ὅσο μπορεῖ, νὰ τὴν κατανοήσει καὶ νὰ τὴν παρουσιάσει. Ἡ κατανόηση ἐδῶ δὲν ἔχει βέβαια διανοητικό, ἀλλὰ βαθύτερο πνευματικὸ χαρακτήρα. Δὲν πρόκειται γιὰ διανοητικὴ προσπέλαση, ἀλλὰ γιὰ πνευματικὴ προσέγγιση, ποὺ πραγματοποιεῖται μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ, ὅπως ἐπισημαίνεται στὴν βιβλικὴ καὶ τὴν πατερικὴ ἀνθρωπολογία»14. Τονίζει ὁ κ. καθηγητὴς ὅτι «ἡ ἄσκηση γίνεται μέθοδος τῆς θεολογικῆς γνώσεως ἡ τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης. Καὶ ἡ μεθοδολογία τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης συμπίπτει οὐσιαστικὰ μὲ τὴ μεθοδολογία τῆς ἀσκητικῆς τελειώσεως»15.

Ἡ θεολογία στὴν αὐθεντική της διάσταση εἶναι ἀσκητικὴ καὶ χαρισματική, εἶναι ἐμπειρική. Ὁ καλύτερος συνδυασμὸς τῆς ἐμπειρικῆς καὶ ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας γίνεται ὅταν προτάσσεται ἡ ἐμπειρική. Ἡ ἐμπειρικὴ θεολογία ἔχει τὸ προβάδισμα, τὴν πνευματικὴ προτεραιότητα ἔναντι τῆς ἀκαδημαϊκῆς χωρὶς ὅμως νὰ περιφρονεῖ τὴν δεύτερη, «πράγμα ποὺ θὰ ἦταν ὄχι ἁπλῶς σφάλμα ἀλλὰ καὶ ἁμαρτία»16, ὅπως λέει χαρακτηριστικὰ καὶ ὁ Γέροντας Σωφρόνιος. Ἡ ἀκαδημαϊκὴ θεολογικὴ μόρφωση μᾶς ἀποκαλύπτει τὸ ὁριζόντιο ἐπίπεδο, μᾶς ἐξοικειώνει μὲ τὴν θεολογικὴ προβληματικὴ κάθε ἐποχῆς, ποὺ εἶναι πάντοτε ἀπαραίτητη ὡς γνώση. Τὸ κατακόρυφο ἐπίπεδο, τὴν ἕνωση μὲ τὸν Θεὸ προσφέρει μόνο ἡ χαρισματικὴ θεολογία.

Εἶναι βέβαια γνωστὸ ὅτι ἡ ἀκαδημαϊκὴ θεολογία στάθηκε συχνὰ ἀδιάφορη, ἢ καὶ μερικὲς φορὲς σκωπτικὴ ἀπέναντι στὴν ἐμπειρική, χαρισματικὴ θεολογία, καὶ αὐτὸ συνιστᾶ καρπὸ ἐκκοσμίκευσης. Ἡ ἐκκοσμίκευση στὸν τρόπο ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ἐκκοσμίκευση τῆς θεολογίας εἶναι ἀλληλένδετες. Ὅσο περισσότερο ἀλλοιώνεται τὸ βίωμα, ὅσο τὸ Εὐαγγέλιο προσφέρεται ὡς διδαχὴ κολοβωμένη καὶ ὄχι ὁλόκληρη, ὅσο οἱ πιστοὶ «συσχηματίζονται τῷ αἰώνι τούτω»17 καὶ ἀπέχουν ἀπὸ τὴν Πατερικὴ Παράδοση, τόσο περισσότερο ἐκκοσμικεύεται ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ θεολογία της. Ἡ ἐκκοσμίκευση τῆς θεολογίας φανερώνει τὴν ἐκκοσμίκευση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ ἀντίστροφο.

Ἐλπίζουμε ὅτι θὰ συνεχίσουν νὰ ὑπάρχουν ἐμπειρικοὶ θεολόγοι καὶ στὸν μοναστικὸ χῶρο καὶ στὸν ἀκαδημαϊκὸ χῶρο, γιατί καὶ οἱ μοναχοὶ καὶ οἱ ἀκαδημαϊκοὶ θεολόγοι ὀφείλουν νὰ γίνουν θεοφόροι. Μπορεῖ βέβαια νὰ μὴν φθάσουν στὸ ὕψος τῆς ἐμπειρίας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ ἢ τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, ὀφείλουν ὅμως νὰ γευθοῦν ἢ τουλάχιστον νὰ ἐμπνευσθοῦν κάτι ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐμπειρία τους.
Ἐξάλλου ὅλοι οἱ πιστοί, οἱ βαπτισμένοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, μποροῦν νὰ βιώσουν τὴν θεολογία, ἡ ὁποία δὲν εἶναι προνόμιο αὐτῶν ποὺ ἔχουν τὰ πτυχία τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν. Ἡ θεολογία, ὅπως ἔχουμε ἀναφέρει ἐπανειλημμένως, συνδέεται μὲ τὴν συνειδητὴ ἐν Χριστῷ ζωή. Στὸ Βυζάντιο ὅλοι θεολογοῦσαν, ἀκόμη καὶ οἱ αὐτοκράτορες. Στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Κωνσταντινουπόλεως δὲν διδασκόταν ἡ θεολογία. Τὸν μεγαλύτερο ἀντιπαλαμιστὴ μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, τὸν μεγάλο σοφὸ Ἰωάννη Κυπαρισσιώτη, τὸν ἀντιμετώπισε μὲ τοὺς περίφημους ἀντιρρητικοὺς λόγους του ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης Καντακουζηνὸς καὶ ὄχι κάποιος παράγοντας τῆς διοίκησης τῆς Ἐκκλησίας.

Εὐχόμαστε γιὰ μία δυναμικὴ βίωση τῆς Πατερικῆς Παράδοσης στὴν μετανεωτερικὴ καὶ παγκοσμιοποιημένη ἐποχὴ ποὺ ζοῦμε, ὥστε ἡ θεολογία νὰ ἀπεγκλωβισθεῖ ἀπὸ τὴν μίζερη καὶ ὑποτιθέμενη αὐτάρκειά της, νὰ ἀποτινάξει τὰ ἐκκοσμικευμένα στοιχεῖα της, νὰ μὴν γίνει μεταπατερική, ἀποκομμένη καὶ ἀλλοτριωμένη ἀπὸ τὸ Πνεῦμα ποὺ κατεύθυνε τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλὰ μία ζῶσα, ὑπαρξιακή, ἐμπειρική, χαρισματική, πατερικὴ καὶ πατρικὴ γιὰ τοὺς συνανθρώπους μας θεολογία.

Σημειώσεις:
Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Οἰκοδομώντας τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ μέσα μας καὶ στοὺς ἀδελφούς μας, Ι. Μονὴ Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 2013, τόμ. Α , σ. 57.
«Εἰ θεολόγος εἰ προσεύξη ἀληθῶς. Καὶ εἰ ἀληθῶς προσεύχη, θεολόγος εἰ». Εὐαγρίου Ποντικοῦ, Περὶ προσευχῆς 60, PG 79, 1180B.
Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 1,3,42, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Συγγράμματα, ἐπιμέλεια Π. Χρήστου, τόμ. Α, Θεσσαλονίκη 1962, σ. 453 (στὸ ἐξής Συγγράμματα).
Βλ. Ἀρχιμ. Ἐφραὶμ Βατοπαιδινοῦ, «Ἡ χρήση τῆς λογκῆς καὶ νοερᾶς ἐνέργειας τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμά», Πρακτικὰ Διεθνῶν Ἐπιστημονικῶν Συνεδρίων Ἀθηνῶν καὶ Λεμεσοῦ, Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὴν ἱστορία καὶ τὸ παρόν, Ι. Μ. Μονὴ Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὅρος 2000, σσ. 769-779.
Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 1,3,15, Συγγράμματα, τόμ. Α, Θεσσαλονίκη 1962, σ. 425.
Βλ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἰεροθέου Βλάχου, Τὸ πρόσωπο στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, Ἱερὰ Μονὴ Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας), Λεβαδειᾶ 21994, σ. 87.
Ρωμ. 2,13.
Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Οἰκοδομώντας τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ μέσα μας καὶ στοὺς ἀδελφούς μας, Ι. Μονὴ Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 2013, τόμ. Β , σ. 414.
Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Οἰκοδομώντας τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ μέσα μας καὶ στοὺς ἀδελφούς μας, Ι. Μονὴ Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 2013, τόμ. Β , σ. 415.
Ματθ. 5,8.
Γεωργίου Μαντζαρίδη, Πρόσωπο καὶ θεσμοί, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 73.
Γέροντος Ἰωσήφ,  Ἔκφρασις μοναχικῆς ἐμπειρίας,  Ἐπιστολὴ 48, ἔκδ.  Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου,51996, σ. 279.
Βλ. Ἑβρ. 4,12.
Γεωργίου Μαντζαρίδη, Πρόσωπο καὶ θεσμοί, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 64.
Γεωργίου Μαντζαρίδη, Πρόσωπο καὶ θεσμοί, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 73.
Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Τὸ μυστήριο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 2010, σ. 61.
Βλ. Ρωμ. 12,2.

Ὁμιλία καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπαιδίου Γέροντος Ἐφραὶμ, 
στήν Ἐκδήλωση «Χριστιανικὴ ἠθικὴ καὶ Πατερικὴ θεολογία» 
πρὸς τιμὴν τοῦ ὁμοτίμου καθηγητοῦ Γ. Μαντζαρίδη (Σταυρούπολη, Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2015)

1 σχόλιο: