23 Ιουλ 2017

Τὰ ἑλληνικὰ εἶναι τραγούδι.


Το Διονύση Σαββόπουλου 

Πρέπει νὰ σᾶς πῶ ὅτι δὲν ἤμουν πάντοτε ὑπὲρ τῶν τόνων.Τοὺς θεωροῦσα διακοσμητικὰ στολίδια, κατάλοιπα ἄλλων ἐποχῶν, ποὺ δὲν χρειάζονται πιά. Καὶ καθὼς δὲν ἤμουν ποτὲ καλὸς στὴν ὀρθογραφία, τὸ μονοτονικὸ μὲ διευκόλυνε. Βέβαια, ἡ γλώσσα χωρὶς τόνους φάνταζε στὰ μάτια μου σὰν σεληνιακὸ τοπίο, ἀλλὰ νόμιζα ὅτι αὐτὸ ἦταν μία προσωπική μου ἐντύπωση, θέμα συνήθειας. Ὥσπου συνέβη τὸ ἑξῆς:
Εἶχα βρεθεῖ γιὰ ἕνα διάστημα ν’ ἀκούω συστηματικά, καινούργια ἀνέκδοτα τραγούδια, ἐπωνύμων καὶ ἀνωνύμων, γιὰ λογαριασμὸ τῆς δισκογραφικῆς ἑταιρείας “ Λύρα”, προκειμένου αὐτὴ νὰ τὰ ἠχογραφήσει ἢ νὰ τὰ ἐπιστρέψει στοὺς συνθέτες.

Εἶναι δύσκολο ν’ ἀπορρίπτεις καὶ ἀκόμα δυσκολότερο νὰ ἐξηγεῖς τὸ γιατί. Ὅταν βέβαια τὸ τραγούδι εἶναι τετριμμένο ἢ ἄτεχνο, ἡ ἐξήγηση εἶναι εὔκολη. Μοῦ συνέβη ὅμως νὰ δῶ τραγούδια ὅπου οἱ στίχοι δὲν ἦταν ἄσχημοι καὶ ἡ μουσικὴ δὲν ἦταν τυχαῖα, ἐπιπλέον ταιρίαζε θεματικὰ καὶ μὲ τοὺς στίχους. Κι ὅμως, τὸ τραγούδι συνολικὰ δὲν “ κύλαγε” ὅπως λέμε( ὅποτε τὸ ἐπιστρέφαμε στὸν ἐνδιαφερόμενο μὲ διάφορες ἀσάφειες καὶ ὑπεκφυγές.
Τὸ πράγμα μὲ ἀπασχόλησε...
Ἔφερνα στὸ μυαλό μου μεγάλες ὡραῖες ἐπιτυχίες, παλιὰ τραγούδια (…) καὶ τὰ συνέκρινα μ’ αὐτὰ ποὺ ἀπέρριπτα, ὥσπου μετὰ ἀπὸ μῆνες διεπίστωσα κάτι πολὺ ἁπλό: Ὅταν μία μουσικὴ μετατρέπει συστηματικὰ τὶς μακρὲς συλλαβὲς σὲ βραχεῖες ἢ ὅταν ἀνεβάζει τὴν φωνὴ ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ἁπλῶς μία περισπωμένη, ἐνῶ τὴν κατεβάζει συστηματικὰ ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ψιλὴ ὀξεία, ὅταν δηλαδὴ ἡ μουσικὴ κινεῖται ἀντίθετα -προσέξτε, ἀντίθετα ὄχι στὸ ρυθμὸ τοῦ ποιήματος, ἀλλὰ ἀντίθετα στὶς ἀναλογίες τονισμοῦ καὶ ἀντίθετα στὴν ὀρθογραφία του- τότε ὅσο ἔξυπνη καὶ νὰ ‘ναί, κάνει τὸ τραγούδι δυσκίνητο καὶ ἀσθματικό.
Στὰ πετυχημένα τραγούδια δὲν συμβαίνει αὐτό. Βέβαια, ὅταν γράφει κανεὶς πάνω σ’ ἕνα ρυθμὸ ἢ σ’ ἕνα μουσικὸ δρόμο, πρέπει νὰ ἀκολουθήσει τὰ καλούπια τους, ὅποτε θὰ ὑπάρχουν σημεῖα ὅπου αὐτὴ ἡ πείρα ποὺ περιέγραψα, δὲν τηρεῖται. Αὐτὸ ὅμως θὰ συμβεῖ μόνον ὅταν δὲν γίνεται ἀλλιῶς. Καὶ πάντα ἡ βιασμένη λέξη θὰ τοποθετεῖται ἔτσι ὥστε νὰ προηγοῦνται καὶ νὰ ἕπονται ἐπιτυχεῖς στιγμές, ὥστε νὰ μειώνεται ἡ ἐντύπωση τῆς ἀτασθαλίας, ἡ ὁποία ἔτσι συνδυασμένη ὠφελεῖ, διότι τὸ τραγούδι ἀλλιῶς θὰ ἦταν μηχανικό. Κάτι τέτοιο δὲν τὸ εἶχα προσέξει. Καὶ ἦταν ἡ πρώτη φορᾶ ποὺ αἰσθάνθηκα ὅτι οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα ἴσως νὰ μὴν ἦταν διακοσμήσεις, ἴσως νὰ εἶχαν λόγο.(…)
Μέσα στὸ στούντιο εἶχα καὶ δυὸ ἐκπλήξεις. Νὰ ἡ πρώτη: Προσπαθώντας νὰ ἀκούσω τὴν διαφορὰ ὀξείας καὶ περισπωμένης, διάβασα τὴν φράση: “ Λυγᾶ πάντα ἡ γυναίκα”. Τὸ “ πάντα” ἀκούγεται ψηλότερα ἀπὸ τὸ “ λυγὰ” ποὺ παίρνει περισπωμένη. “ Λυγᾶ πάντα ἡ γυναίκα’ ἀκούγεται ὅμως περιέργως ψηλότερα κι ἀπὸ τὸ “ γυναίκα”, ποὺ ὅμως παίρνει ὀξεία. Γιατί ἄραγε; Τηλεφώνησα σ’ ἕναν φίλο καὶ ἔμαθα ὅτι ἡ “ γυναίκα” ὀφείλει νὰ παίρνει περισπωμένη, διότι εἶναι τῆς τρίτης κλίσεως, ἡ ὁποία ὅμως καταργήθηκε, γι’ αὐτὸ πῆρε ὀξεία ἡ “ γυναίκα”.
Νὰ λοιπόν, ποὺ ἀπὸ ἄλλο σημεῖο ὁρμώμενος, ἀναγκάστηκα νὰ συμφωνήσω ὅτι κακῶς καταργήθηκε ἡ τρίτη κλίση ἀφοῦ στὴν φωνή μας ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχει “ Λυγᾶ πάντα ἡ γυναίκα” λοιπὸν καὶ παίρνει καὶ περισπωμένη. Ἡ δεύτερη ἔκπληξη: Ἔδωσα σ’ ἕναν ἀνύποπτο νέο, ποὺ παρευρισκόταν στὸ στούντιο, νὰ διαβάσει λίγες φράσεις. Ἐκεῖ μέσα εἶχα βάλει σκοπίμως τὴν ἴδια λέξη ὡς ἐπίθετο καὶ ὡς ἐπίρρημα, διότι εἶχα πάντα τὴν περιέργεια νὰ διαπιστώσω ἂν προφέρουμε διαφορετικὰ τὸ ὠμέγα ἀπὸ τὸ ὄμικρον. Ἀκοῦστε τὶς φράσεις
Εἲν’ ἀκριβὸς αὐτὸς ὁ ἀναπτήρας. Ἂς μὴν εἲν’ ὡραῖος, ἔχει τὴν ἀξία του. Ναί, ἀκριβῶς αὐτὸ ἤθελα νὰ πώ”. Ἀκουστικῶς δὲν παρατήρησα διαφορά. Ἔκοψα τὶς δυὸ λέξεις καὶ τὶς κόλλησα τὴν μία κατόπιν τῆς ἄλλης. Ἀκοῦστε τό!
“ Ἀκριβός… ἀκριβώς”.

Ἐλάχιστη διαφορὰ στὸ αὐτῖ’ ὁ ἠχολήπτης μόνον ἐπέμενε ὅτι τὸ δεύτερο εἶναι κάπως πιὸ φαρδύ. Ἂς τὸ ξανακούσουμε:
“ Ἀκριβός… ἀκριβώς”.
Ἀσήμαντη διαφορά. Συνδέσαμε τότε τὸν παλμογράφο. Νὰ τὸ διάγραμμα τοῦ ἐπιθέτου ἀκριβός, ὅπως προέκυψε, καὶ νὰ τὸ πολὺ πλουσιότερό του ἐπιρρήματος. Δὲν εἶναι καταπληκτικό;
Ὅταν τὸ εἶδα, τὰ μηχανήματα τοῦ στούντιό μου φάνηκαν σὰν ὄργανα τοῦ παραμυθιοῦ. Ὁ παλμογράφος μου φάνηκε σὰν μία σκαπάνη πού, κάτω ἀπὸ τὸ ἔδαφος τῆς καθημερινῆς ὁμιλίας, ἀνακαλύπτει αὐτὸ ποὺ δὲν ἔπαψε ποτὲ νὰ ὑπάρχει, ἔστω μέσα σὲ χειμερία νάρκη, αὐτὸ ποὺ συνειδητοποίησαν καὶ προσπάθησαν νὰ μνημειώσουν οἱ Ἀλεξανδρινοὶ δυὸ χιλιάδες χρόνια πρίν.
Τίποτε δὲν χάθηκε.
Ὅλα ὑπάρχουν.

Ἀρκεῖ νὰ προσέξουμε αὐτὸ τὸ τραγούδι τῆς καθημερινῆς ὁμιλίας ποὺ πηγαινοέρχεται συνεχῶς ἀνάμεσά μας. Ἀκοῦστε πὼς ἠχοῦν οἱ τονισμοί. Ἀκοῦστε τὰ μακρά. Ἀκοῦστε τὴν λαϊκὴ τραγουδίστρια πὼς ἀποδίδει τὸ ὠμέγα ἢ τὴν ψιλὴ ὀξεία (…).
Τέλος, ἀκοῦστε τὴν θεία φωνὴ τοῦ Ἀνδρέα Ἐμπειρίκου, τὴν παράξενη ἀπαγγελία ποὺ κυνηγᾶ τὴν λάμψη τῆς ὀξείας, τὸν πλοῦτο τῆς διφθόγγου, τοὺς τόνους καὶ τὴν ὀρθογραφία, σὰν μουσικὰ σύμβολα μιᾶς φωνῆς ποὺ προϋπάρχει ἀδιάκοπα καὶ ὁδηγεῖ τὸ ποίημα.(…)Δὲν περιφρόνησα καμία ἄποψη καὶ δὲν κολάκευσα καμιά. Προσπάθησα νὰ πῶ τρεῖς φορὲς τρεῖς ἀλήθειες.
Αποτέλεσμα εικόνας για σαββοπουλος
Πρῶτον: Τὰ ἑλληνικὰ εἶναι τραγούδι. Κανεὶς δὲν σκέφτηκε ποτὲ νὰ ἁπλοποιήσει ἕνα τραγούδι ἢ νὰ τὸ δεῖ πρακτικά. Γιατί νὰ δοῦμε λοιπὸν τὰ ἑλληνικά, πρακτικά;
Δεύτερον: Ὅποιος σταθεῖ ἀλαζονικὰ ἀπέναντι στὰ ρεφρὲν ποὺ τὸν ψυχαγώγησαν διὰ βίου, στρέφεται ἐναντίον τῆς προσωπικῆς του ἱστορίας καὶ πίστης. Τὰ ἴδια μπορεῖ νὰ πάθει ἕνας λαὸς μὲ τὴν γλώσσα. Ἰδίως ἂν ἡ γλώσσα του εἶναι τὰ ἑλληνικά.
Τρίτον: Τὰ ἑλληνικὰ ὡς τραγούδι εἶναι ἀνυπόφορα δύσκολα. Κανεὶς δὲν τὰ βγάζει πέρα μὲ τὰ ἑλληνικά. Ἀπέναντι στὰ ἑλληνικὰ θὰ εἴμαστε πάντα φάλτσοι καὶ ἀγράμματοι. Ἀλλὰ τί νὰ γίνει; Σημασία ἔχει ἡ συνείδηση ὅτι τὰ μιλᾶμε, ὄχι γιὰ νὰ γίνουμε δεξιοτέχνες, ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνουμε ἄνθρωποι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.