28 Ιαν 2015

Βιβλιοπαρουσίαση: «Γιὰ τοὺς καρποὺς τῆς ἀκακίας»

Βιβλίο τῆς Σταματίας Καραγεωργίου-Πάπιστα
Ἕνα μυθιστόρημα γιὰ τὴν ὑψοποιὸ ταπείνωση, τὴν ἀνυπόκριτη ἀγάπη, τὴ δύναμη τῆς προσευχῆς. Μία ἱστορία ποὺ συναντᾶ ἀναπόφευκτα τὴν πολυτάραχη Ἱστορία τοῦ ἔθνους μας. Γιατί κανένας βίος δὲ ξέφυγε ἀπ’ αὐτήν, ζυμώθηκε μαζί της καὶ χτυπήθηκε, κάθε φορᾶ ποὺ τὴν ἀντάμωσε στὰ δικά του σταυροδρόμια. 
Στὴν ἀρχὴ κάθε κεφαλαίου ἕνας στίχος ἀπ’ τὴ Σοφία Σειρὰχ δίνει τὸ στίγμα, τὸ ἀπαύγασμα, εἰσάγοντας σ’ αὐτὸ τὸν ἀναγνώστη. Ἴσως, φίλε μου, ἀναρωτηθεῖς γι’ αὐτή μου τὴν ἐπιλογή. Ὁ Σειράχ, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ζήτησε ἀπ’ τὸ Θεὸ σὰν δῶρο τὴ σοφία, τὴν χρησιμοποιεῖ γιὰ να στηρίξει καὶ νὰ διδάξει τὸ λαό. Ἕνα λαὸ ποὺ ζεῖ σὲ κατάσταση δύσκολη καὶ παρακμιακή, ὅπως οἱ Ἰσραηλίτες τότε. Τὸ διάλεξα γιατί βρίσκω πολλὲς ὁμοιότητες μὲ τὴ δική μας ἐποχή, αὐτὴ ποὺ ζεῖ ἡ Ἑλλάδα σήμερα. Μία ἐποχὴ σὲ παρακμή, ὑπὸ οἰκονομικὴ κατοχή, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἕναν Σειρὰχ ποὺ νὰ καλέσει τὸ λαὸ νὰ ἐπιστρέψει σὲ τούτη Σοφία.
-Ὑπάρχουν δύο οὐρανοί, καπετάνιο μου, εἶπε ἤρεμα ἡ Εὐγενία. Ἕνας πάνω μας κι ἕνας μέσα μας. Ἐσύ, γιὰ ποιὸν ἀπ’ τοὺς δύο μιλᾶς;
Ἐκεῖνος, μὲ μία ἀνεπαίσθητη κίνηση, σήκωσε τὰ βλέφαρα καὶ τὴν κοίταξε καχύποπτα μὲ τὴν ἄκρη τοῦ ματιοῦ.
-Γι’ αὐτόν, ἐπάνω, δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε τίποτα, συνέχισε ἐκείνη σηκώνοντας τὸ βλέμμα ψηλά. Αὐτὸς βρέχει ὅποτε θέλει. Ἀλλά, στὸν οὐρανὸ ποὺ κουβαλᾶμε...
μέσα μας, εἶναι στὸ χέρι μας νὰ ‘χουμε ξαστεριά.

Ἡ Εὐγενία εἶναι μία γυναίκα ἁπλή, τόσο ἁπλὴ ποὺ θεωρεῖται ἀσήμαντη. Στὰ μάτια ὅσων ρίχνουν μία φευγαλέα ματιά, δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο ἀπὸ ἕνα ἄχρηστο, ἀκατέργαστο χαλίκι. Ἡ ἴδια ὅμως, κατεργάζεται τὴν ψυχή της, ἔτσι ὥστε νὰ τὴν μεταμορφώσει σὲ καλοδουλεμένη ψηφίδα στὸ περίτεχνο ψηφιδωτό τοῦ Οὐρανοῦ. 
Γι’ αὐτὸ κι ἡ ἱστορία της δὲν εἶναι ἕνα κουβάρι ποὺ ξετυλίγεται σιγὰ-σιγά. Εἶναι ἕνα μωσαϊκό. Οἱ πολύχρωμες ψηφίδες του προστίθενται μὲ σειρὰ πού, ἴσως, νὰ φαίνεται τυχαία. Ὅταν δεῖς τὶς ψηφίδες μία-μία χωριστά, ἴσως νὰ τὶς περάσεις κι ἐσὺ γιὰ ἀκατέργαστες πετροῦλες. Μόνο ὅταν τοποθετηθοῦν στὴ θέση τους, ἀποκαλύπτουν τὴν ὀμορφιὰ τῆς συνολικῆς εἰκόνας. Τὴν ὀμορφιὰ μίας ψυχῆς ποὺ ἀγάπησε τὸν Κύριο βαθιά, πλατιά, ἀκραία καὶ πάλεψε γι’ αὐτὴν τὴ ξαστεριά, τοῦ οὐρανοῦ ποὺ κρύβουμε μέσα μας. 
Ἡ Εὐγενία περνᾶ ἀπαρατήρητη, μ’ ὅλα ὅσα τὴ σημάδεψαν. Κι ὅμως, ἂν τὸ καλοσκεφτεῖς, κάπου τὴν ἔχεις συναντήσει, νὰ σκύβει τὸ κεφάλι ταπεινὰ καὶ νὰ ὑψώνει στὸν οὐρανὸ δεήσεις σωτήριες γιὰ ὅλους ἐμᾶς ποὺ προσπεράσαμε ἀδιάφορα. Τῆς λείπουν ὅλα ὅσα ἑλκύουν τὴν προσοχή. Μόρφωση, χρήματα, καταγωγή, ἐπιβλητικὴ ἐμφάνιση… Μοιάζει μὲ ἀκατέργαστη ψηφίδα. Σμιλεύεται μέσα ἀπὸ τὶς φουρτοῦνες τῆς ζωῆς, καθὼς περνᾶ τὰ «σταυροδρόμια» της μ’ ἕνα μόνο κριτήριο, τὴν κατεύθυνση γιὰ τὸν οὐρανό. Ὡστόσο, μὴ σκεφτεῖς ὅτι αὐτὴ γεννήθηκε ξεχωριστή. Ἔγινε, ὅσο πάλευε γιὰ ν’ ἀναδείξει τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν», στὴ ρημαγμένη ἀνθρώπινη «εἰκόνα». 
Ὑπάρχουν «Εὐγενίες» γύρω μας. Ὑπάρχουν γιὰ νὰ ἐμπνέουν, νὰ παρακινοῦν, γιὰ νὰ θυμίζουνε βουβὰ τὸ «Ἅγιοι γίνεσθε ὅτι ἐγὼ ἅγιος εἰμί». Γιατί ἡ ἁγιότητα δὲν εἶναι δρόμος χωριστός, εἶναι ὁ μόνος δρόμος. Αὐτὸς ποὺ ἔδειξε ξεκάθαρα ὁ Κύριος λέγοντας «ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδός». 
Κοντὰ σ’ αὐτὴν ἡ Ἄννα, μία ἱστορία παράλληλη, ἕνα ἄλλο πνεῦμα, μία ἄλλη ἐποχή. Ἕνας ἐκφραστὴς τοῦ σύγχρονου καιροῦ, ἀκόλουθος ἑνὸς κυρίαρχου «ἐγὼ» ποὺ ἔχει ταυτιστεῖ μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἐλευθερίας. Κι ὅμως μένει μία εὐαίσθητη ψυχὴ ποὺ ἀποζητᾶ μία ἄπιαστη, θαμμένη ἀλήθεια. Τί ἔχει νὰ πεῖ μία Εὐγενία σ’ ἕναν ἄνθρωπο τοῦ σήμερα, πού ἡ ταπείνωση μοιάζει μὲ ἠττοπάθεια, ἡ ἀγάπη εἶναι ἔννοια σχετικὴ κι ἡ ὑπομονὴ μία κακιὰ συνήθεια; Ἄραγε οἱ δυό τους θὰ συναντηθοῦν ποτέ; Πόσο μακριὰ μποροῦν νὰ φτάσουνε οἱ στεναγμοὶ μίας Εὐγενίας;
Κρατοῦσε τὸ γράμμα μὲ τρεμάμενα δάχτυλα καὶ τὸ κοιτοῦσε σὰ χαμένη. Τὸ ἀνθάκι τῆς γιαγιᾶς εἶχε ἀφήσει τὸ ἀποτύπωμά του στὸ παλιὸ χαρτί. Τὸ ἴδιο κι ἡ τρυφερότητα ποὺ ἔβγαζαν οἱ ἀραδιασμένες λέξεις. Αὐτό, ξερὸ καὶ πεθαμένο ἀπὸ χρόνια, εἶχε γλιστρήσει κι ἦταν πεσμένο στὸ πάτωμα. Ἔσκυψε καὶ τὸ σήκωσε ἁπαλά. Ἡ μητέρα της δὲν τῆς τὸ ἔδωσε ποτέ. Ἀλλά, αὐτὴ τὴν ἀγάπη πού ἔβγαζε τὸ ξέθωρο μελάνι στὶς ἀράδες, πῶς μπόρεσε νὰ τὴν ἀφήσει νὰ πέσει κάτω;
Ἕνα ἀνθάκι ἀπ’ τὴν ἀκακία τὴ φυτεμένη στὴν αὐλή, δίπλα στὴν ἐκκλησία! Ποὺ ταξίδεψε μέσα στὸ χρόνο γιὰ νὰ φτάσει στὰ χέρια της μόλις τώρα. Γιατί ἄραγε, τῆς ἔστειλε ἕναν ἀνθὸ ἀκακίας; 
Κι αὐτὸ τὸ γράμμα… Σὰ νὰ ’ταν γραμμένο γιὰ κείνην. Ἒνιωθε νὰ ἀπευθύνεται ὄχι στὴ μάνα της, ἀλλὰ στὴν ἴδια. Τί κρίμα ποὺ δὲν γνώρισε ἐτούτη τὴ γιαγιά, ποὺ καὶ τὰ γράμματά της, ἀκόμα καὶ μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια, μιλοῦσαν στὴ ψυχή της! 
Ἔφερε τὸ ξερὸ λουλούδι στὴ μύτη της. Δὲν μύριζε πιά. Ἦταν ἕτοιμο νὰ θρυμματιστεῖ, νὰ γίνει σκόνη. Εἶχε ἤδη φτάσει πολὺ μακριά… Αὐτὸ τὸ ἀνθάκι τὸ ἔλαβε ἀργά, πολὺ ἀργά… 
Ἢ μήπως ὄχι;
«Πόσο μακριὰ εἶναι ἀπέραντα μακριά;» ἔνιωσε νὰ τὴν ρωτᾶνε τὰ δακρυσμένα μάτια τῆς Εὕας, καθώς, μ’ ἕνα ἀχνὸ χαμόγελο καὶ μία ἁπαλὴ κίνηση τῶν δαχτύλων, ἔτεινε πρὸς τὸ μέρος της τὴ γαλάζια κλωστή…
Μήπως δὲν εἶναι ὁλότελα ἀργά; Μήπως ὑπάρχει ἀκόμα γυρισμός; 
Ἐνῶ ἕσφιγγε τὸ παλιὸ γράμμα στὴν ἀγκαλιά της, μεσ’ τὰ ὑγρά της μάτια ζωγραφίστηκε τὸ μοναστήρι μὲ τὸ ξύλινο μπαλκονάκι. Σὰν νὰ τὴν ἔδενε μ’ αὐτό, τὸ γαλάζιο νῆμα τῆς Εὕας. Σὰν νὰ τὴν τραβοῦσε ἐκεῖ, αὐτὸ τὸ γαλανὸ κομμάτι οὐρανοῦ, ποὺ στεκόταν ἀτάραχο καὶ λαμπερό, πίσω καὶ πέρα ἀπὸ κάθε πίκρα, στολισμένο μὲ τὴν λεζάντα τῆς Νατάσας: Verita/Ἀλήθεια…
Πόσο λαχταροῦσε νὰ μποροῦσε ν’ ἁρπάξει αὐτὸ τὸ γαλάζιο κομμάτι κλωστῆς καὶ νὰ κεντήσει μ’ αὐτὸ τὴ ζωή της! Νὰ βρεῖ τὸ δρόμο γιὰ τὴν ἀλήθεια! Ἴσως νὰ μὴν ἦταν ἀκόμη «ἀπέραντα μακριὰ» γιὰ κείνη. Ἴσως νὰ ὑπῆρχε ἀκόμα γυρισμός…
Γι’ αὐτὸ εἶχε ἐπιστρέψει. Γιὰ νὰ κυνηγήσει αὐτὴ τὴ verita τῆς λεζάντας…
Ἀλλά… Κάποιες φορές… Θὰ ἔλεγε ὅτι συνέβαινε τὸ ἀντίθετο. Ὅτι ἦταν ἡ verita ποὺ κυνηγοῦσε τὴν Ἄννα…
Ἄλλοτε ὑπέροχα ὄμορφη… 
Κι ἄλλες φορὲς ἀπίστευτα σκληρή…

1 σχόλιο:

  1. Ενδιαφέρον είναι το μυθιστόρημα,αν και κάπως αινιγματικά τελειώνει. ..

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΚΑΝΤΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ.