Menu

28 Ιουν 2014

Ὁμολογία τῆς θεότητος ἢ διαθρησκειακός παραλογισμός;

Γράφει  Ἀρχιμ.  Ἰωὴλ Κωνστάνταρος
Eὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, Kυριακῆς Γ' Ματθαίου 
(Ματθ. ΙΣΤ' 13-19)
Διάλογος ποὺ φαίνεται νὰ ξεκινᾶ μὲ μιὰ ἁπλὴ ἐρώτηση τῆς καθημερινότητας, καταλήγει ὅμως σὲ ἀποκάλυψη οὐράνια καὶ σὲ μοναδικὸ μακαρισμὸ τοῦ Πέτρου ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο.
Ἃς τὸν παρακολουθήσουμε καὶ ἐμεῖς, διότι μᾶς ἀφορᾶ ἄμεσα, ἀφοῦ τὸ περιεχόμενο τοῦ  πιστεύω μας ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν ἕνωση τῆς ὑπάρξεώς μας μὲ τὸν Πατέρα, δι' Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἄρα μὲ αὐτὴ τὴν σωτηρία μας.
Βρισκόμαστε στὴν περιοχὴ τῆς Καισαρείας τοῦ Φιλίππου. Ὁ Χριστὸς ἀπευθύνει τὴν ξεκάθαρη ἐρώτηση πρὸς τοὺς μαθητές Του.
- Τί ἰδέα ἔχουν γιὰ ἐμένα οἱ ἄνθρωποι; Ποιὸς νομίζουν ὅτι εἶμαι; Καὶ οἱ μαθητὲς τοῦ ἀπαντοῦν:
- Ἄλλοι νομίζουν πὼς εἶσαι ὁ Ἰωάννης ὁ βαπτιστής, ἄλλοι πὼς εἶσαι ὁ Ἠλίας, ἄλλοι ὁ Ἱερεμίας ἢ ἕνας ἀπὸ τοὺς Προφῆτες.
Καὶ φυσικά τά ἔλεγε αὐτὰ ὁ Ἰουδαϊκὸς λαός, λόγω το ὅτι εἶχε ἐντυπωσιασθεῖ ἀπὸ τὰ πρωτόγνωρα θαύματα τοῦ Κυρίου καὶ θεωροῦσε ὅτι ἦταν ἕνας ἐκ τῶν μεγάλων Προφητῶν ποὺ ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν.
Ὅμως τὸν Κύριο τὸν ἐνδιαφέρει περισσότερο νὰ μάθουν οἱ ἴδιοι οἱ μαθητὲς του ποιὰ ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἀλήθεια περὶ τοῦ θεανδρικοῦ του προσώπου, γι' αὐτὸ καὶ προχωρᾶ στὴν ἰδιαίτερη ἐρώτηση ποὺ ἀφορᾶ τοὺς μετέπειτα στύλους τῆς Ἐκκλησίας καὶ....
κήρυκες τῆς οἰκουμένης.
- Ἐσεῖς οἱ μαθητές μου, ποὺ συνεχῶς, νύχτα καὶ ἡμέρα εὐρίσκεσθε μαζί μου, τί γνώμη ἔχετε; Ποιὸς πιστεύετε ὅτι εἶμαι;
Στὴν καίρια αὐτὴ ἐρώτηση, τὸ «στόμα τῶν Ἀποστόλων», μὲ τὸν αὐθορμητισμὸ ποὺ τὸν διέκρινε ἀπάντησε• 
- «Σὺ εἰ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (Ματθ. ΙΣΤ/ 16).
Ἐσὺ εἶσαι ὁ Χριστὸς ὁ Μεσσίας. Δὲν εἶσαι μόνο ἕνας μεγάλος Προφήτης, ἀλλὰ Αὐτὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ζεῖ αἰωνίως.
Τότε ἀποκρίθηκε ὁ Κύριος Ἰησοῦς καὶ τοῦ εἶπε: 
  «Μακάριος εἰ, Σίμων Βαριωνά, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλὰ ὁ Πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. ΙΣΤ' 17).
Εἶσαι εὐτυχής, Σίμων, υἱὲ τοῦ Ἰωνά, διότι αὐτὴ τὴν ἀλήθεια, ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ Ζῶντος δὲν σοῦ τὴν ἀποκάλυψε κάποιος ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὁ ἐπουράνιος Πατέρας μου. Καὶ ἐγώ σού λέγω ὅτι ἐσὺ εἶσαι ὁ Πέτρος, καὶ ἐπάνω σ΄ αὐτὴν τὴν πέτρα τῆς ἀληθινῆς πίστεως τὴν ὁποία ὁμολόγησες, θὰ οἰκοδομήσω τὴν Ἐκκλησία μου. Ἐπάνω της θὰ ἐπιπέσουν ὅλες οἱ σκοτεινὲς δυνάμεις τοῦ Ἅδου γιὰ νὰ τὴν κλονίσουν.
Οὐδέποτε ὅμως ὅλοι αὐτοὶ θὰ κατορθώσουν ποτὲ νὰ τὴν νικήσουν καὶ νὰ τὴν ὑποτάξουν. Διότι ἡ Ἐκκλησία μου εἶναι αἰώνιος καὶ ἀήττητος.

Αὐτὰ ἀποκαλύπτει ὁ Κύριος καὶ μακαρίζει τὸν Πέτρο γιὰ τὸν αὐθορμητισμό του, τὴν πρωτοβουλία του, τὸν ἐνθουσιασμό του καὶ τὸν ἔνθεο ζῆλο του. Ὄχι ὅτι τοῦ ἔδωσε ὁ Χριστὸς τὰ πρωτεῖα, ὅπως αὐτὰ τὰ ἐκλαμβάνει ὁ αἱρεσιάρχης Πάπας καὶ μαζὶ μὲ ἄλλες πολιτικοθεολογικὲς ἀλχημεῖες, προσπαθεῖ νὰ κυριεύσει ὅλο τὸν κόσμο ἀλλὰ καὶ αὐτὴ τὴν Ὀρθοδοξία.
Ὅπως ὅλοι μας κατανοοῦμε ὁ διάλογος αὐτὸς ποὺ ἀναφέρεται στὴν Εὐαγγελικὴ περικοπή, τὴν ὁποία θὰ ἀκούσουμε τὴν Κυριακὴ ποὺ συμπίπτει μὲ τὴν ἑορτὴ τῶν Πρωτοκορυφαίων, ἔχει διαχρονικὴ ἀξία καὶ ἔχει νὰ κάνει τόσο μὲ τὸν κάθε ἕνα ποὺ λέει ὅτι πιστεύει στὸν Χριστό, ὅσο καὶ μὲ τὴν κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία, ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἐπίσημη μολογία της σὲ σχέση μὲ τὶς κακοδοξίες καὶ τὶς ποικίλες αἱρέσεις.
Εἶναι ἀλήθεια πὼς πολὺς κόσμος καὶ πολλοὶ ἄνθρωποι φαίνεται νὰ πιστεύουν τὸν Χριστό, (ἂν καὶ τελευταίως μὲ θρασύτητα ἐμφανίζεται ὡς μόδα ὁ ἀθεϊσμὸς μὲ ὅλα τα συμπαρομαρτούντα τῆς θεωρίας του). Καὶ εἶναι ἐπίσης ἀλήθεια ὅτι παρὰ τὴν πολεμικὴ ποὺ δέχεται τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ ἐξωθεσμικοὺς ἀλλὰ δειλὰ-δειλὰ καὶ ἀπὸ θεσμικοὺς παράγοντες, ὑπάρχουν νέοι ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν δεσμοὺς μὲ τὴν Ὀρθοδοξία μας καὶ ἐκτός των ἄλλων συνειδητοποιοῦν ὁλοένα καὶ περισσότερο τὴν ἀξία τῶν ὑψηλῶν μας ἰδανικῶν.
Τὸ ζητούμενο ὅμως εἶναι, παρὰ τὴν ὁπωσδήποτε καλὴ διάθεση ἐὰν ὑπάρχει ἡ σωστὴ πίστη. Ὑφίσταται τὸ ἀκριβὲς περιεχόμενο τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως μέσα στὴν συνείδηση; Ἡ ἁπλῶς ὑπάρχει ἕνα γενικὸ πιστεύω καὶ μιὰ σύγχυση περὶ τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ;
Ἐὰν ἐμβαθύνουμε στὸ Ἱερὸ κείμενο θὰ δοῦμε ἀπὸ τὴν ἀπάντηση τῆς πρώτης ἐρωτήσεως, ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι, δὲν ἔλεγαν  τίποτε τὸ ἀντίθετο περὶ τοῦ Χριστοῦ, Παρὰ δηλ.  τὸ μίσος καὶ τὸν πόλεμο ποὺ προϊόντος το χρόνου αὐξανόταν ἀπὸ τοὺς θρησκευτικοὺς ἄρχοντες τοῦ Ἰσραήλ, ὁ ἁπλὸς κόσμος ἀγαποῦσε τὸν Ἰησοῦ καὶ τὰ πιστεύω τοῦ γι' Αὐτὸν ἦταν σὲ πολὺ ὑψηλὸ ἐπίπεδο. Σὲ προφητικὸ ἐπίπεδο, πράγμα δηλ. ποῦ σπάνια θὰ μποροῦσε στὴν χώρα τοῦ Ἰσραὴλ νὰ ἀπολαύσει κανεὶς τέτοιου εἴδους ἐκτίμηση. Ὅμως, παρ' ὅλα αὐτά, τὸ θετικὸ αὐτὸ ἐπίπεδο ἀποδοχῆς, ἔθετε ἐκτὸς πραγματικότητος τὴν ἀλήθεια περὶ τοῦ Θεανδρικοῦ προσώπου. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἀπ. Πέτρος, δὲν θὰ ἔδινε αὐτὴ τὴν ὁμολογία ἐὰν δὲν ἐδέχετο πρῶτα τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Πατρὸς ἐν Ἁγίω Πνεύματι.
Τί θέλουμε νὰ ποῦμε μὲ ὅλα αὐτά; Ὅτι δηλ. δὲν ἀρκεῖ ἁπλῶς νὰ πιστεύουμε ἀλλὰ εἶναι ἀπόλυτη ἀνάγκη νὰ γνωρίζουμε τί ἀκριβῶς πιστεύουμε. Καὶ συγκεκριμένα χρειάζεται κάποτε νὰ διδαχθοῦμε σωστὰ τὴν Ὀρθόδοξη Χριστιανική μας πίστη. Ἐὰν γινόταν μία ἔρευνα στὸν χῶρο τῶν πιστῶν καὶ ἐδίδετο ἕνα ἐρωτηματολόγιον γιὰ νὰ διαπιστωθεῖ ἐκ τῶν ἀπαντήσεων τὸ ἐπίπεδό τς γνώσεως τῶν Χριστιανικῶν ἀληθειῶν, ἴσως τὸ ἀποτέλεσμα νὰ ἦταν θλιβερό. Καὶ τοῦτο μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ διαπιστώσει ὄχι τόσο μὲ τὴν εὐκολία ποὺ ὁρισμένοι περνοῦν ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας στὰ παραρτήματα τοῦ Ἅδου, δηλ. τὶς αἱρέσεις, διότι ἐδῶ συντρέχουν καὶ ἄλλοι οὐσιαστικοὶ λόγοι, καὶ ὄχι ἁπλῶς ἡ ἄγνοια τῆς ἀκριβοῦς πίστεως. Ἀλλὰ τοῦτο, τὴν ἄγνοια δηλ. τῶν δογμάτων τὴν διαπιστώνει κανεὶς τραγικὰ ἀπὸ τὶς νεότερες γενεὲς τῶν «θεολόγων» οἱ ὁποῖοι ἀγνοοῦν καὶ τὴν στοιχειώδη δογματικὴ διδασκαλία καὶ φυσικὰ ἀρνοῦνται στὴν πράξη τὴν Ὀρθόδοξη ἐμπειρία τοῦ ἀγῶνος, τῆς ἀσκήσεως καὶ γενικῶς εἰπεῖν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς μας ζωῆς.
Ἀλλὰ τί λέμε περὶ τῶν «εὐέλπιδων τς θείας ἐπιστήμης» ὅταν ἔχουμε τὸ κατάντημα αὐτῶν τῶν σεβαστῶν καθηγητῶν ποῦ ψηφίζουν θετικῶς περὶ τῆς ἕδρας τῶν «Ἰσλαμικῶν σπουδῶν» ἐντός το χώρου τῶν θεολογικῶν σχολῶν; «Ἐπὶ τῆς Μωσέως καθέδρας ἐκάθισαν...» (Ματθ. ΚΓ' 2). «Καὶ ἣν ἡ πτῶσις αὐτῆς (τῆς «θεολογικῆς σχολῆς»), μεγάλη» (Ματθ. Ζ' 27).
Ἑπομένως, ἡ ἐρώτηση ποὺ ἀπευθύνει ὁ Χριστὸς πρὸς ὅλους μας καὶ πρὸς τὸν καθένα προσωπικῶς, θὰ πρέπει νὰ μᾶς ἀφυπνίσει ὥστε νὰ μαθητεύσουμε στοὺς ἁγίους τς Ἐκκλησίας μας περὶ τοῦ Σαρκωθέντος Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Ἄλλωστε ὁ λόγος τοῦ Κυρίου καὶ πάλι ὡς ἐντολὴ δὲν μᾶς ἀφήνει περιθώρια προβληματικοῦ ἐφησυχασμοῦ «Γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» (Ἰωάννου Η' 32).
Καὶ μετὰ ἀπὸ τὶς ὄχι καὶ τόσο εὐχάριστες διαπιστώσεις ποὺ κάναμε προηγουμένως, ὅσον ἀφορᾶ τὴν προσωπικὴ γνώση τοῦ Ἰησοῦ, ἃς περάσουμε νὰ δοῦμε τὴν ὁμολογία τῆς Θεότητος τοῦ Χριστοῦ ἐκ μέρους τῶν τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
Δὲν εἶναι τόσο ἁπλό το θέμα ὅσο φαίνεται φίλοι μου. Δὲν χρειάζεται δηλ. ἁπλῶς νὰ ὁμολογεῖται στὴ θεωρία ἡ Θεότης τοῦ Κυρίου. Ἐπιβάλλεται ἡ κάθε Ὀρθόδοξος τοπικὴ Ἐκκλησία νὰ κατέχει καὶ τὴν ἐμπειρία τῶν φωτισμένων καὶ θεούμενων Ἁγίων οἱ ὁποῖοι διακηρύσσουν πὼς ἐκτός το Σώματος τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει σωτηρία. 
Καὶ ὀρθοῦται ἐμπρὸς μας τὸ ἐρώτημα:
Οἱ ποιμένες μας, οἱ ὑψηλὰ ἱστάμενοι τὸ γνωρίζουν καὶ τὸ κηρύσσουν αὐτό, ἢ τὸ σαράκι τοῦ οἰκουμενισμοῦ ἔχει ἀποσκορακίσει ἀπὸ τὴν συνείδησή τους καὶ ἀπὸ τὴν διδασκαλία τοὺς τὴν ἀλήθεια ποὺ κηρύσσει τὸ Ι. Εὐαγγέλιο καὶ ἡ Ἐκκλησία μας; Καὶ πῶς μπορεῖ νὰ ἰσχυρίζεται κανεὶς ἀπὸ τὴν μιὰ ὅτι πιστεύει στὴν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀπὸ λτὴν ἄλλη νὰ συμπροσεύχεται μὲ ἀλλοδόξους, ἀλοθρήσκους, μάγους καὶ σατανιστὲς γιὰ τὴν εἰρήνη δῆθεν τοῦ κόσμου, γιὰ τὴν προστασία τοῦ περιβάλλοντος καὶ γιὰ τὰ παγόβουνα τῆς Ἀνταρκτικῆς;
Πῶς συμβιβάζεται ἡ Ἁγιοκατάταξη Ὁσίων Γερόντων ποὺ ἔγραψαν καὶ ἐκήρυξαν τὴν μοναδικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας μας καὶ ταυτοχρόνως ἐστηλίτευσαν τὶς πλάνες καὶ τὶς αἱρέσεις καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ ἀγκαλιάζονται οἱ αἱρετικοὶ ὡς δῆθεν ποιμένες καὶ νὰ συναγελάζονται οἱ ὀρθόδοξοι μὲ τοὺς διεστραμμένους καὶ ὁμοφυλόφιλους σὲ δῆθεν θεολογικὰ συνέδρια;
Πῶς; Πῶς; Πῶς;
Ἃς εἴμαστε εὐθεῖς καὶ ξεκάθαροι. Ἢ πιστεύουμε στὴν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν μοναδικότητα τῆς Ἐκκλησίας Του, ἢ παίζουμε θέατρο καὶ προκαλοῦμε τὰ ἀναθέματα τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ὅλα τ' ἄλλα εἶναι ἁπλὲς φιλολογίες γιὰ τοὺς «ἐφιάλτες» καὶ τοὺς ἀφελεῖς.
Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα καὶ ἡ Ἑορτὴ τῶν Πρωτοκορυφαίων Πέτρου καὶ Παύλου μᾶς διδάσκει ὅτι πρέπει νὰ ἀποκτήσουμε ὁλοκληρωμένη καὶ ἀμετακίνητη Πίστη. Χωρὶς ὀλιγοπιστίες, δισταγμούς, ἀμφιβολίες, δειλίες καὶ φόβους στὴν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρετικῶν καὶ πρωτίστως τῶν πεμπτοφαλαγγιτῶν ξεπεσμένων καὶ ἀθεολόγητων οἰκουμενιστῶν.
Δίχως ἀκλόνητη πίστη στὴ Θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ δίχως ζῆλο ὑπὲρ τῆς Ἁγίας μας Ὀρθοδοξίας, σωτηρία δὲν ὑπάρχει.
«Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω».
«Ώ, Ἅγιοι Ἀπόστολοι σώσατε τὴν Ἐκκλησίαν μας ἐκ τῶν βαρέων λύκων καὶ ἐκ τῶν αἰσχρῶν καὶ κακούργων λυκοποιμένων».             Ἀμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου