Menu

25 Ιαν 2013

Ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη Πειραιῶς γιὰ τὴν ἀνίδρυσιν εἰς τὸ Βερολίνον τῆς Γερμανίας «Διαθρησκειακοῦ Ναοῦ»

Διαπέμπομεν ἐπίκαιρον ἀνακοινωθὲν τῆς καθ’ ἠμᾶς Ι. Μητροπόλεως διὰ τὴν ἀνίδρυσιν εἰς τὸ Βερολίνον τῆς Γερμανίας «Διαθρησκειακοῦ Ναοῦ».
Εἰσαγωγὴ 
Μετ’ἀφάτου θλίψεως καὶ πόνου καὶ συνοχὴ καρδίας, πληροφορηθήκαμε ἀπὸ τὰ ἔντυπα καὶ ἠλεκτρονικὰ Μ.Μ.Ε.[1] ὅτι «ἕνας «Οἴκος Προσευχῆς καὶ Μαθητείας» γιὰ Χριστιανούς, Μουσουλμάνους καὶ Ἑβραίους πρόκειται νὰ κατασκευαστεῖ στὴν πλατεία Petriplatz (πλατεία τοῦ Ἁγίου Πέτρου) τοῦ Βερολίνου. Ο οἶκος προσευχῆς καὶ μαθητείας θὰ φιλοξενεῖ ὑπὸ τὴν ἴδια στέγη ἐκκλησία, συναγωγὴ καὶ τζαμί. Ὁ ναὸς δὲν θὰ ἔχει θρησκευτικὰ σύμβολα στὸ ἐσωτερικό του, ἐνῶ σὲ μία ἀπὸ τὶς αἴθουσες θὰ μποροῦν νὰ προσεύχονται μαζὶ πιστοὶ ἀπὸ διαφορετικὲς θρησκεῖες. Ὁ ναὸς αὐτὸς εἶναι μοναδικὸς ὄχι μόνο γιατί καλεὶ  Χριστιανούς, Μουσουλμάνους καὶ Ἑβραίους νὰ προσευχηθοῦν μαζί, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ θὰ ἔχει ἀνοικτὲς τὶς πόρτες του σὲ ὁποιονδήποτε θέλει νὰ προσευχηθεῖ, εἴτε ἀνήκει εἴτε δὲν ἀνήκει σὲ κάποια θρησκεία. Καὶ ὁ λόγος εἶναι ὅτι τὸ Βερολίνο εἶναι μία μητρόπολη ποὺ δὲν πιστεύει, ἡ πρωτεύουσα τῶν ἀθέων καὶ τῶν ἀγνωστικιστῶν. 
Γιὰ τὴν ἔναρξη τοῦ ἔργου, ἡ Ἑβραϊκὴ Κοινότητα τοῦ Βερολίνου, τὸ ἐκκλησιαστικὸ κολέγιο Ἀβραὰμ Γκάιγκερ τοῦ Πότσδαμ, τὸ Φόρουμ...
Διαπολιτισμικοῦ Διαλόγου καὶ ἡ Ὀργάνωση St. Petri-St. Marien τῆς Εὐαγγελικῆς Ἐκκλησίας ἵδρυσαν τὴν ὀργάνωση «Ὁ Οἴκος Προσευχῆς καὶ Μαθητείας τῆς Petriplatz τοῦ Βερολίνου». 
Τὸ νέο κτίριο θὰ ἀνεγερθεῖ στὸ σημεῖο ὅπου βρισκόταν κάποτε ἡ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Πέτρου. Ἔχουν σχεδιαστεῖ τρεῖς διαφορετικοὶ χῶροι προσευχῆς - ἕνας γιὰ χριστιανούς, ἕνας γιὰ μουσουλμάνους καὶ ἕνας γιὰ ἑβραίους, οἱ ὁποῖοι θὰ ἑνώνονται μὲ διάδρομο, ὅπου θὰ μποροῦν νὰ διοργανώνονται κοινὲς τελετὲς καὶ ἐκδηλώσεις. 
Ἡ κριτικὴ ἐπιτροπὴ ἀπένειμε τὸ πρῶτο βραβεῖο στὸ ἀρχιτεκτονικὸ γραφεῖο τοῦ Βερολίνου «Kuehn Malvezzi», τὸ σχέδιο τοῦ ὁποίου εἶναι ἐμπνευσμένο ἀπὸ τὴν παλιὰ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Πέτρου καί, μὲ τὸν πύργο ὕψους 44 μέτρων, ὁ οἶκος προσευχῆς θὰ θυμίζει φρούριο. Στὸ ἐσωτερικὸ θὰ ὑπάρχει θολωτὸς διάδρομος δύο ἐπιπέδων, ὁ ὁποῖος θὰ χρησιμεύει ὡς χῶρος μαθητείας. 
«Ὁ τέταρτος χῶρος ἀποτελεῖ δημόσιο χῶρο μεταξὺ τῶν τριῶν θρησκειῶν. Εἶναι ἕνας χῶρος γιὰ κατανόηση καὶ συζήτηση. Ὁ διάλογος ἔχει νὰ κάνει ἐν μέρει καὶ μὲ ἕνα εἴδους περιορισμοῦ. Τὸ ἔργο στοχεύει ἐπίσης στὴν ἀνάδειξη καὶ τῶν διαφορῶν», ἐξηγεῖ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀρχιτέκτονες, ὀ Γουίλφριντ Κιοῦν. 
O Γκρέγκορ Χόμπεργκ, πάστορας τῆς προτεσταντικῆς κοινότητος καὶ πρόεδρος τῆς ὀργάνωσης τῆς Petriplatz δηλώνει ἱκανοποιημένος μὲ τὸ σχέδιο. Τονίζει ὅτι τὸ ζητούμενο δὲν εἶναι νὰ δημιουργηθεῖ ἕνα «ἀμάλγαμα» θρησκειῶν, ἀλλὰ «νὰ μάθουμε πῶς νὰ προσεγγίζουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον μὲ ἀξιοπρέπεια καὶ σεβασμό». «Ἐμεῖς προσβλέπουμε στὴ μείξη τῶν πιστῶν, ἐλπίζουμε νὰ προσεύχονται ὅλοι μαζί». 
«Στὸ πολιτικὸ ἐρώτημα: Τί μπορεῖ νὰ κάνει ἡ ἀρχιτεκτονική; ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι τώρα ἡ ἀρχιτεκτονικὴ μπορεῖ νὰ δημιουργήσει τὶς συνθῆκες γιὰ εἰρηνικὸ διάλογο, ὁ ὁποῖος ὅμως παραμένει διάλογος», δηλώνει ὁ Κιοῦν. 
Οἱ πρωτεργάτες τοῦ οἴκου προσευχῆς καὶ μαθητείας ἐλπίζουν ὅτι ὁ χῶρος, ὡς σημεῖο συνάντησης διαφορετικῶν θρησκειῶν, θὰ γεφυρώσει τὸ χάσμα μεταξύ τους, βοηθώντας τοὺς πιστοὺς νὰ ἀνακαλύψουν τὶς ὁμοιότητές τους». 
Μὲ τὰ παραπάνω φυσικὸ εἶναι ὁ νοῦς κάθε ἐχέφρονος ἀνθρώπους νὰ πάει – ποῦ ἀλλοῦ; – στὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ ἰδιαίτερα στὸν διαθρησκειακὸ συγκρητισμό. 
Εἶναι κοινὰ ἀποδεκτὸ πλέον στὴν ἐποχή μας ὅτι ὁ μέγιστος κίνδυνος, ποὺ ἀπειλεῖ τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολική, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας καὶ ὑποσκάπτει τὰ θεμέλια καὶ τὴν ταυτότητά της εἶναι ἡ παναίρεση τῆς κινήσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.             
Ὁ σύγχρονος ἅγιος γέροντας τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας ὅσιος Ἰουστίνος Πόποβιτς σημειώνει περὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὅτι αὐτὸς εἶναι ὄχι ἁπλὰ αἵρεση, ἀλλὰ παναίρεση. Ὁ ἅγιος πατὴρ ἔχει ἐκφρασθεῖ γι’αὐτὸν ὡς ἑξῆς? «Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι κοινὸν ὄνομα διὰ τοὺς ψευδοχριστιανισμούς, διὰ τὰς ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Μέσα τοῦ εὑρίσκεται ἡ καρδία ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὐμανισμῶν μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Παπισμό. Ὅλοι δὲ αὐτοὶ οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὄλαι αἳ ψευδοεκκλησίαι δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία αἵρεσις παραπλεύρως εἰς τὴν ἄλλην αἵρεσιν. Τὸ κοινὸν εὐαγγελικὸν ὄνομά τους εἶναι ἡ παναίρεσις»[2]. Στὸ ἴδιο μῆκος κύματος ὁ μακαριστὸς γέροντας ἀρχιμανδρίτης Χαράλαμπος Βασιλοπουλος μᾶς δίνει τὴν πραγματικὴ εἰκόνα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ? «Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι ἕνα Κίνημα παγκόσμιόν του Διεθνοῦς Σιωνισμοῦ καὶ ἔχει ὡς μοναδικὸν σκοπὸν τὴν πολιτικὴν καὶ θρησκευτικὴν κατάκτησιν τῆς Οἰκουμένης! Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι μιὰ φοβερὰ λαίλαψ, ποῦ προετοιμάζεται νὰ ξεθεμελιώση, ὅπως φαντάζεται, τὴν ‘Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν’ τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἄγριος τυφῶν τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους, ποῦ συγκεντρώνει τὴν καταστροφική του μανία ἐναντίον κυρίως τῆς Ὀρθοδοξίας, μὲ τὸν σκοτεινὸ πόθο νὰ τὴν ἐκμηδενίση καὶ νὰ τὴν ἀφανίση»[3]. Τέλος, ὁ μακαριστὸς γέροντας ἀρχιμανδρίτης Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος ὀνομάζει τὸν Οἰκουμενισμὸ τελευταῖο πρόδρομο τοῦ Ἀντιχρίστου[4]. 
Ὅπως ἡ παγκοσμιοποίηση σὲ πολιτικὸ ἐπίπεδο θέλει νὰ ἑνώσει τὸν κόσμο καὶ νὰ κάνει ἕνα παγκόσμιο κράτος, μία παγκόσμια ἠλεκτρονικὴ διακυβέρνηση, ἕνα παγκόσμιο νόμισμα, μία παγκόσμια οἰκονομία, ἔτσι καὶ ὁ Οἰκουμενισμὸς σὲ θρησκευτικὸ ἐπίπεδο θέλει νὰ ἑνώσει ὅλες τὶς θρησκεῖες (διαθρησκειακὸς οἰκουμενισμὸς) καὶ ὅλες τὶς αἱρέσεις (διαχριστιανικὸς οἰκουμενισμὸς) σὲ μία παγκόσμια θρησκεία, ἀψηφώντας καὶ περιθωριοποιώντας τὶς τεράστιες, γιγαντιαῖες καὶ χαώδεις δογματικὲς διαφορὲς καὶ ξεθεμελιώνοντας ἐκ βάθρων τὰ δόγματα καὶ τὴν πίστη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἐκκλησιολογικὴ αἵρεση ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἐπειδὴ ἐξισώνει ὅλες τὶς θρησκεῖες καὶ τὶς πίστεις. 
Ὁ Οἰκουμενισμὸς κινεῖται σὲ δύο ἐπίπεδα? τὸ πρῶτο σὲ διαχριστιανικὸ καὶ τὸ δεύτερο σὲ διαθρησκειακό. Ἔτσι, ἔχουμε τὸν διαχριστιανικὸ οἰκουμενισμὸ καὶ τὸν διαθρησκειακὸ οἰκουμενισμό, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν δύο ἀπὸ τὶς βασικὲς κατευθύνσεις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ὁ μὲν διαχριστιανικὸς οἰκουμενισμὸς προωθεῖ τὴν ἕνωση τῶν διαφόρων χριστιανικῶν «ὁμολογιῶν» (Παπικῶν, Προτεσταντῶν, Ἀγγλικανῶν, Πεντηκοστιανῶν, Μονοφυσιτῶν) μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ τὸ κριτήριο τοῦ δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ. Σύμφωνα μὲ τὴν οἰκουμενιστικὴ ἀρχὴ τοῦ «διαχριστιανικοῦ δογματικοῦ συγκρητισμοῦ» οἱ δογματικὲς διαφορὲς μεταξὺ ἑτεροδόξων εἶναι ἁπλῶς τυπικὲς παραδόσεις κάθε «ἐκκλησίας» καὶ πρέπει νὰ παρακάμπτονται γιὰ τὸ καλό της ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ ἐκφράζεται μὲ τὴν ποικιλία διαφόρων μορφῶν καὶ ἐκφράσεων. Ὁ δὲ διαθρησκειακὸς οἰκουμενισμός, θεωρώντας ὅτι σὲ ὅλες τὶς θρησκεῖες ὑπάρχουν θετικὰ στοιχεῖα, προωθεῖ τὴν ἕνωση μεταξὺ αὐτῶν καὶ κυρίως μεταξὺ τῶν δῆθεν τριῶν μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν τοῦ κόσμου, τοῦ Χριστιανισμοῦ, τοῦ Μουσουλμανισμοῦ καὶ τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ. Μὲ λίγα λόγια προωθεῖ τὴν λεγομένη «πανθρησκεία». Σύμφωνα μὲ τὴν οἰκουμενιστικὴ ἀρχὴ τοῦ «διαθρησκειακοῦ συγκρητισμοῦ» πρέπει νὰ βλέπουμε τὰ «κοινὰ θεολογικὰ σημεῖα», ποῦ ὑπάρχουν σὲ ὅλες τὶς «μονοθεϊστικὲς θρησκεῖες», ὥστε νὰ οἰκοδομήσουμε τὴν θρησκευτικὴ ἑνότητα τῆς οἰκουμένης[5]. 
Εἶναι δυστύχημα νὰ διαπιστώνει κανεὶς ὅτι τὶς τελευταῖες δεκαετίες βρισκόμασθε σ’ἕνα πρωτοφανῆ καλπασμὸ τοῦ διαθρησκειακοῦ συγκρητισμοῦ. Τὸ ἀντίχριστο πνεῦμα τοῦ ἔχει ἐπηρεάσει πολλοὺς κληρικοὺς καὶ λαϊκούς της Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας. Γιὰ νὰ γίνει, αὐτὸ ποῦ λέμε, ἀντιληπτὸ καὶ γιὰ νὰ διαπιστωθεῖ, δυστυχῶς, τὸ μέγεθος τῆς πτώσεως ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τοὺ  Εὐαγγελίου καὶ τὴν παράδοση τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἐπισημαίνουμε ὅτι ἡ ἐπικείμενη ἀνέγερση τοῦ πανθρησκειακοῦ ναοῦ εἶναι ἕνας κρίκος τῆς ἁλυσίδας, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν διαμυστηριακὴ κοινωνία (intercommunio) πασῶν τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν θρησκειῶν, στὴν ἐπιβολὴ τῆς πανθρησκείας. Τὸ πρῶτο σκαλοπάτι τοῦ σχεδίου ἑνώσεως εἶναι ἡ ἕνωση ὅλων τῶν χριστιανικῶν ὁμολογιῶν, δήλ. ὁ διαχριστιανικὸς οἰκουμενισμός, τὸ δεύτερο ἡ ἕνωση ὅλων τῶν θρησκειῶν, δήλ. ὁ διαθρησκειακὸς οἰκουμενισμὸς καὶ τὸ τρίτο ἡ ἕνωση ὅλων τῶν ὁμολογιῶν καὶ τῶν θρησκειῶν, δήλ. ἡ ἐπιβολὴ τῆς πανθρησκείας, μὲ ἀρχηγὸ τὸν αἱρεσιάρχη Πάπα τῆς Ρώμης. Γι’αὐτὸ καὶ δὲν μᾶς ξαφνιάζει ἡ ἰδέα τοῦ πανθρησκειακοῦ ναοῦ. Προηγήθηκαν κι ἄλλοι κρίκοι, κι ἄλλες ἐνέργειες, ὄπως α) ἡ συμμετοχὴ μετὰ συμπροσευχῶν τῶν ὀρθοδόξων οἰκουμενιστῶν Πατριαρχῶν, Ἀρχιεπισκόπων καὶ Ἐπισκόπων σὲ διάφορες διαθρησκειακὲς συναντήσεις, β) ἡ ἀποκατάσταση τοῦ Ἰούδα καὶ τοῦ Ἑβραϊκοῦ λαοῦ ἀπὸ τὸ στυγερὸ ἔγκλημα τῆς Σταυρώσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁποία προσυπογράφουν καὶ ὀρθόδοξοι οἰκουμενιστὲς[6], γ) ἡ ἀφαίρεση ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη λειτουργικὴ καὶ ὑμνολογία, ἀπὸ τὰ ἐγκώμια τοῦ Ἐπιταφίου, κάθε ἀντιεβραϊκῆς ἀναφορᾶς, γ) ἡ δωρεὰ τοῦ Κορανίου σὲ Μουσουλμάνους, ἡ κλήση του ὡς «ἁγίου» καὶ «ἱεροῦ»[7]. δ) Φθάσαμε μάλιστα στὸ σημεῖο νὰ ἐκδίδουμε γραμματόσημα, πάνω στὰ ὁποῖα παρίστανται καθήμενοι, κατὰ τὸν τύπο τῆς Ἁγίας Τριάδος στὴ φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ, ἕνας Χριστιανὸς κληρικός, ἕνας Ἑβραῖος ραβίνος, καὶ ἕνας Μουσουλμάνος χότζας, ἡ νέα αὐτὴ βλάσφημη πανθρησκειακὴ τριάδα, ὅπως ἐπίσης καὶ στὸ νὰ προσφέρουμε ὡς δῶρο σὲ κοινὴ καλαίσθητα ἐκτυπωμένη κασετίνα τὰ τρία "ἱερὰ" βιβλία, τὴν ἑβραϊκὴ Βίβλο, τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ Κοράνιο, τὰ ὁποία προβάλλει ἰσοτίμως ἐπάνω στὸ τραπέζι ὁ ἐμπνευστὴς τῆς βλάσφημης Τριάδος τοῦ γραμματοσήμου. Αὐτὸ ἀποτελεῖ μεῖξιν ἄμικτον, καὶ κοινωνίαν τοῦ φωτὸς πρὸς τὸ σκότος? γιατί ὄχι μόνον ὡς πρὸς τὸ Κοράνιο, ἀλλὰ καὶ ὡς πρὸς τὴν ἑβραϊκὴ Βίβλο, ἂν αὐτὴ ἰδωθεῖ καὶ ἑρμηνευθεῖ χωρὶς Χριστό, ὑπὸ τὸ φῶς ὄχι τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλὰ τῆς παραδόσεως τῶν Γραμματέων καὶ Φαρισαίων, ποὺ ἐσταύρωσαν τὸν Χριστό, ἀνήκει καὶ αὐτὴ στὸ σκότος? ἐφαρμόζονται καὶ σ' αὐτὴν τὰ αὐστηρὰ «οὐαί», ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς πρὸς τοὺς Ἑβραίους νομοδιδασκάλους, οἱ ὁποῖοι, ἐνῶ πρὸς αὐτοὺς πρῶτα ἦλθε τὸ φῶς, ἐν τούτοις παρέμειναν στὸ σκοτάδι? «εἰς τὰ ἴδια ἦλθε, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον... καὶ τὸ φῶς ἐν τὴ σκοτία φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβε»[8]. Ἡ ἀνέγερση τοῦ πανθρησκειακοῦ ναοῦ ἔρχεται ὡς συνέχεια τῶν ἀνωτέρω ἐνεργειῶν.    



Ἑρμηνεία τοῦ Μὰτθ 4, 15-16. 
Στὴ σκέψη μᾶς ἔρχεται ἀβίαστα αὐτὴ ἡ σύντομη, ἀλλὰ φοβερὴ περικοπὴ ἀπὸ τὸ κατὰ Ματθαῖον ἅγιον Εὐαγγέλιον, ποὺ διαβάζουμε τὴν Κυριακὴ μετὰ τὰ Φῶτα, ἡ ὁποία λέει : «Γῆ Ζαβουλῶν καὶ γῆ Νεφθαλείμ, ὁδὸν θαλάσσης, πέραν τοῦ Ἰορδάνου, Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρα καὶ σκιὰ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς»[9]. 
Ὁ Χριστός, μετὰ τοὺς τρεῖς πειρασμοὺς στὴν ἔρημο, ὅταν ἄκουσε ὅτι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος καὶ Βαπτιστὴς παραδόθηκε καὶ πῆγε στὴ φυλακή, ἔφυγε κάτω ἀπὸ τὴν Ἰουδαία, ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη, ἐγκατέλειψε τὴ Ναζαρὲτ καὶ πῆγε κάτω στὴ Καπερναούμ, στὴ Γαλιλαία, στὰ ὅρια τῶν φυλῶν Ζαβουλῶν καὶ Νεφθαλείμ, γιὰ νὰ ἐκπληρωθεῖ ἡ προφητεία τοῦ προφήτου Ἠσαΐου. Ποῦ πῆγε ὁ Χριστός; Στὴ «Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν». Τί εἶναι αὐτὴ ἡ «Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν»; Ἡ Γαλιλαία εἶναι ἡ βόρεια ἀπὸ τὶς τέσσερεις ἐπαρχίες τῆς Παλαιστίνης. Οἱ ἄλλες τρεῖς εἶναι ἡ Σαμάρεια, ἡ Ἰουδαία καὶ ἡ Περαία. Οἱ πρῶτοι κάτοικοι τῆς Γαλιλαίας ἀπὸ τὶς φυλὲς Ἰσάχαρ, Ζαβουλῶν, Νεφθαλεὶμ καὶ Ἀσὴρ ἀναμίχθηκαν μὲ ἀλλοφύλους, ἐξ οὐ καὶ τὸ περιφρονητικὸ ὄνομα «Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν». Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τὴν ἀποκαλεῖ εἰδωλολατρικὴ Γαλιλαία[10]. Ἡ Γαλιλαία ἦταν ἕνας χῶρος, ὅπως θὰ λέγαμε σήμερα, ὅπου ὑπῆρχε τὸ σήμερα πολυδιαφημιζόμενο πολυπολιτισμικὸ μοντέλο. Μᾶς ἔχουν ζαλίσει οἱ κουλτουριάρηδες καὶ οἱ προοδευτικοὶ μ’αὐτὸ τὸ πολυπολιτισμικὸ μοντέλο. Πολλοὶ πολιτισμοί, ὅλοι οἱ πολιτισμοί, ὅλα τὰ ἔθνη, ὅλες οἱ θρησκεῖες μαζί. «Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν». Ὑπῆρχαν ἐκεῖ ὅλα τὰ ἔθνη. Ἰουδαῖοι, Πέρσες, Ἀσσύριοι, Ἕλληνες κ.α. Καὶ τί ἦταν αὐτὸ τὸ πολυπολιτισμικὸ μοντέλο; Ἂς τὸ ἀκούσουν αὐτὸ ὅσοι κληρικοὶ καὶ θεολόγοι εἶναι ὑπὲρ τῶν διαθρησκειακῶν συναντήσεων. Τὸ πολυπολιτισμικὸ μοντέλο ἦταν «ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει». Σκότος ὑπῆρχε ἐκεῖ. Οἱ ὑπέρμαχοι τῶν διαθρησκεικῶν διαλόγων καὶ συναντήσεων ἰσχυρίζονται ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες ἔχουν στοιχεῖα ἀληθείας, ὅλες ἔχουν κάτι θετικό. Μὲ τὴ λογική τους αὐτὴ ἑπομένως κι ἐκεῖ στὴ «Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν» ὑπῆρχε φῶς, λίγο φῶς. Τὸ Εὐαγγέλιο, ὅμως, λέει ὄτι  ἡ «Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν» εἶναι «ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει». Καὶ αὐτὸς «ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρα καὶ σκιὰ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς». Νά, τὸ Φῶς. Ὁ Χριστός! Πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν ὑπάρχει φῶς. Μόνο στὸν Χριστό. Καὶ σήμερα ὅπου ὑπάρχουν τέτοιου εἴδους πολυπολιτισμικὰ μοντέλα καὶ διαθρησκειακὲς συναντήσεις καὶ σύγχυση, ὅπως στὸ Βερολίνο τῆς Γερμανίας μὲ τὴν ἀνέγερση τοῦ πανθρησκειακοῦ ναοῦ, ὑπάρχει σκότος.



Ἑρμηνεία τοῦ Β΄ Κόρ. 6, 14-18 
Ὁ νοῦς μας, ἐπίσης, πηγαίνει καὶ στὴν ἄλλη ἐξίσου φοβερὴ ἀποστολικὴ περικοπὴ τοῦ Μεγάλου καὶ Πρωτοκορυφαίου Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου ἀπὸ τὴν Β΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή, ὁ ὁποῖος τονίζει ἐμφαντικά : «Μὴ γίνεσθε ἐτεροζυγοῦντες ἀπίστοις? τὶς γὰρ μετοχὴ δικαιοσύνη καὶ ἀνομία; τὶς δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος; Τὶς δὲ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαρ; ἢ τὶς μερὶς πιστῶ μετὰ ἀπίστου; Τὶς δὲ συγκατάθεσις ναῶ Θεοῦ μετὰ εἰδώλων; ὑμεῖς γὰρ ναὸς Θεοῦ ἐστὲ ζῶντος, καθὼς εἶπεν ὁ Θεὸς ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω καὶ ἔσομαι αὐτῶν Θεός, καὶ αὐτοὶ ἔσονται μοὶ λαός. Διὸ ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἀπτεσθε, καγῶ εἰσδέξομαι ὑμᾶς, καὶ ἔσομαι ὑμὶν εἰς πατέρα, καὶ ὑμεῖς ἔσεσθαι μοὶ εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας, λέγει Κύριος παντοκράτωρ»[11].  
Ἡ Κόρινθος τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Ἄπ. Παῦλος κήρυττε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ στὸν ἐθνικὸ κόσμο, ἦταν ἕνα κοσμοπολίτικο κέντρο. Μία πόλη, θὰ λέγαμε σήμερα μὲ σύγχρονη ὁρολογία, παγκοσμιοποιημένη, πολυπολιτισμική. Μία πόλη στὴν ὁποία συνωθοῦνταν λαοί, φυλές, γλῶσσες καὶ θρησκεῖες. Ὅλα ἀνακατωμένα καὶ ἀναμεμιγμένα. Μέσα σ’αὐτὴ τὴν κοσμοπολίτικη πόλη, τὴν πόλη τῆς τρυφῆς, τῆς χλιδῆς καὶ τῆς πολυτελείας, μόνο στὸ ἱερό της Ἀφροδίτης ὑπηρετοῦσαν χίλιες ἱερόδουλες. Ἔχει παραμείνει ἡ παροιμιακὴ ἔκφραση «οὐ παντὸς πλὴν εἰς Κόρινθον». Δὲν μπορεῖ ὁ καθένας νὰ πλεύσει, νὰ πάει στὴν Κόρινθο, γιατί ἦταν πόλη πολυέξοδος καὶ πλουσία, μεγάλο καὶ κοσμικὸ κέντρο. Σ’αὐτή, λοιπόν, τὴν πόλη ὁ Ἄπ. Παῦλος ἔμεινε καὶ κήρυξε ἐπὶ δεκαοκτὼ ὁλόκληρους μῆνες, ἐνάμιση χρόνο. Στὴ δεύτερη ἀποστολικὴ περιοδεία, ἀφοῦ πέρασε ἀπὸ τὴν Τρωάδα, τὴν Σαμοθράκη, τοὺς Φιλίππους, τὴν Θὲσ/κή, τὴν Βέροια, τὴν Μεθώνη καὶ τὴν Ἀθήνα, ἔφθασε καὶ στὴν Κόρινθο.  
Ἦταν πολὺ φυσικό, ἀφοῦ ἡ Κόρινθος ἦταν μία κοσμοπολίτικη πόλη, ἕνα παγκοσμιοποιημένο κέντρο, νὰ συναντοῦν οἱ Χριστιανοὶ διάφορα προβλήματα. Καὶ ἰδιαιτέρως τὸ πρόβλημα τῆς σχέσεώς τους μὲ τοὺς ἄλλους, τοὺς Ἑβραίους καὶ τοὺς εἰδωλολάτρες. Πῶς ἔπρεπε νὰ συμπεριφέρονται μ’αὐτούς; Τί σχέση ἔπρεπε νὰ ἔχουν ἀπέναντι τῶν ἀπίστων; Αὐτὸ εἶναι ἕνα θέμα, τὸ ὁποῖο σήμερα μᾶς ἀπασχολεῖ ἐντόνως. Διάφορες λύσεις καὶ ἀπαντήσεις προτείνονται, οἱ ὁποῖες, ὅμως, πολλὲς φορὲς βρίσκονται ἔξω ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου. Καὶ μάλιστα αὐτὲς οἱ ἀπαντήσεις δίδονται μερικὲς φορὲς καὶ ἀπὸ ἐπίσημα ἐκκλησιαστικὰ χείλη, ἀπὸ χείλη πατριαρχῶν, ἀρχιεπισκόπων καὶ ἐπισκόπων. Θεωροῦν πὼς ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θὰ πρέπει νὰ ἀντιμετωπίσει αὐτὴ τὴν πολυπολιτισμικὴ κοινωνία, τὶς πολλὲς φυλὲς καὶ γλῶσσες, οὐσιαστικῶς ἀποδεχόμενη αὐτὴ τὴν πολυπολιτισμικότητα – βεβαίως κατ’ἀνάγκην τὴν ἀποδεχόμαστε – καὶ ἐπιτρέποντας τοὺς μικτοὺς γάμους ὄχι μόνον μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ αἱρετικῶν, ἀλλὰ καὶ μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ ἀλλοθρήσκων, τὶς συμπροσευχές, τὴν ἀνέγερση πανθρησκειακῶν ναῶν κ.α. 
Κάναμε αὐτὴ τὴν σύγχρονη ἀναφορὰ στὴν ἐπικαιρότητα, γιὰ νὰ φανεῖ πόσο ἔξω βρισκόμαστε μερικὲς φορὲς ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου, τὸ ὁποῖο προδίδουμε, καὶ δὲν ἀκολουθοῦμε τὴν ὁδὸ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων.
Τί λέει, λοιπόν, ὁ Ἄπ. Παῦλος στοὺς Κορινθίους, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν σὲ μία παρόμοια πολυπολιτισμικὴ ἐποχή;


«Μὴ γίνεσθε ἐτεροζυγοῦντες ἀπίστοις». 
Ἑρμηνεύοντας ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, λέει : Ὢ χριστιανοί, λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στοὺς Κορινθίους, ζητώντας τὸ κέρδος τους καὶ τὴν ἀγάπη τους, μ’αὐτὸν τὸν τρόπο δείχνετε ὅτι μὲ ἀγαπᾶτε, δήλ. μὲ τὸ νὰ μὴ σμίγετε μὲ τοὺς ἀπίστους καὶ νὰ μὴ κλίνετε στὸ μέρος τους, νὰ μὴν ἔχετε σχέση μαζί τους. Δὲν εἶπε μὴ σμίγετε, ἀλλὰ μὴ γίνεσθε ἐτεροζυγοῦντες, δηλαδὴ μὴν ἀδικεῖτε τὸ δίκαιο, μήτε κλίνετε καὶ προσπαθεῖτε μὲ τοὺς ἀπίστους σ’ἐκεῖνα τὰ πράγματα, ποῦ δὲν εἶναι νόμιμα καὶ εὔλογα. Γιατί, τὸ ἐτεροζυγεῖν λέγεται γιὰ τὴν ἄδικη ζυγαριά, ὅταν τὸ ἕνα μέρος τῆς ζυγαριᾶς κλίνει καὶ δὲν στέκει στὴν ἰσότητα καὶ δικαιοσύνη. Νὰ μὴν ἔχετε τὸ βάρος τῆς ζωῆς σας στοὺς ἀπίστους. Νὰ μὴν ἔχετε σχέση μὲ τοὺς ἀπίστους. 
Ὁ ἱερὸς Φώτιος λέει ὅτι τὸ ἐταιροζυγοῦντες, ποῦ γράφεται μὲ «αἳ» σημαίνει, μαζὶ μὲ τὴν ἀνωτέρω ἔννοια, ὅπως τὸ ἑρμήνευσε ὁ ἱερὸς Θεοφύλακτος, ὅτι δὲν πρέπει νὰ σμίγετε μὲ τοὺς ἀπίστους, σὰν μὲ οἰκείους καὶ ἑταίρους, καθὼς καὶ ὁ παλαιὸς νόμος τοῦ προφήτου Μωϋσέως προστάζει? «τὰ κτήνη σου οὐ κατοχεύσεις ἐτεροζύγω»[12], μὲ τὰ ὁποία λόγια προστάζει ὅτι δὲν πρέπει νὰ σμίγουμε τὰ κτήνη μας μὲ ἑτέρου γένους ζῶα, οὔτε στὸ νὰ γεννήσουν, οὔτε στὸ νὰ κάνουν ἄλλη ὁποιαδήποτε ἐργασία. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ εἶναι παρμένη ἀπὸ τὰ ζῶα, ποὺ ζεύγουν οἱ ἀγρότες στὰ χωράφια. Σύμφωνα μὲ τὴν παραπάνω σύσταση ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, δὲν πρέπει νὰ ζεύγουμε στὸν ἴδιο ζυγὸ ἕνα μοσχάρι μ’ἕνα γαϊδούρι. Γιατί, ἀλλοῦ θὰ πηγαίνει τὸ μοσχάρι καὶ ἀλλοῦ τὸ γαϊδούρι. Ἀλλοῦ θὰ στρέφεται τὸ ἕνα καὶ ἀλλοῦ τὸ ἄλλο. Δὲν θὰ πηγαίνουν καὶ τὰ δύο σύμφωνα στὸν ἴδιο ζυγό. Διὰ μέσου δὲ τῶν ἀλόγων ζώων νομοθετεῖ ὅτι ἐμεῖς οἱ λογικοὶ ἄνθρωποι καὶ ὀρθόδοξοι χριστιανοί, πρέπει μὲ κάθε τρόπο νὰ ἀποφεύγουμε τὴν ἕνωση καὶ κοινωνία τῶν ἀλλοπίστων καὶ ἀλλογενῶν. Καὶ οὔτε νὰ συγγενεύουμε μ’αὐτοὺς διὰ γάμου, οὔτε νὰ τοὺς παίρνουμε βοηθούς μας σὲ πνευματικὴ ἐργασία, ἐπειδὴ περισσότερο θὰ διαφθείρουν τοὺς κόπους μᾶς παρὰ θὰ τοὺς αὐξήσουν. Ἔπειτα καὶ ποιὰ ἀνάγκη ὑπάρχει νὰ ἀνακατώνεις ἐσὺ ὁ ὀρθόδοξος χριστιανὸς τὴν εὐγένεια τῆς πίστεώς σου μὲ τὰ νόθα καὶ μπαστάρδικα βλαστάρια τῆς κακοδοξίας; ρωτᾶ ὁ ἱερὸς Φώτιος. Ὁ δὲ Θεοδώρητος ἑρμηνεύει: «Μὴ μιμήσησθε τοὺς ἐτέρως ἐννεύοντας βόας καὶ τὸν ζυγὸν κλίνοντας, τὴν τῶν ἀπίστων ἀπάτην τῆς ἡμετέρας προτιμῶντες διδασκαλίας». 

«Τὶς γὰρ μετοχὴ δικαιοσύνη καὶ ἀνομία»; 
Συνεχίζοντας ὁ Ἀπόστολος, συγκρίνει τὴν ἀρετὴ καὶ εὐγένεια τῶν Κορινθίων μὲ τὴν κακία τῶν ἀπίστων. Καὶ καθὼς ἕνας πατέρας βλέποντας τὸν υἱόν του νὰ συναναστρέφεται μὲ κακοὺς καὶ διεφθαρμένους ἀνθρώπους λέει σ’αὐτόν? Παιδί μου, τί κοινωνία καὶ ἕνωση ἔχει ἡ δική σου εὐγένεια μὲ τὴν ἀχρειότητα τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων; ἔτσι καὶ ὁ Ἀπόστολος λέει στοὺς Κορινθίους? Ἐσεῖς, ὢ τέκνα μου πνευματικά, εἶσθε αὐτόχρημα καὶ ὅλως διόλου δικαιοσύνη καὶ ἀρετή, ἐκεῖνοι δὲ οἱ ἄπιστοι εἶναι ὅλως διόλου κακία καὶ ἀνομία? λοιπόν, τί κοινωνία καὶ συναναστροφὴ ἔχετε νὰ κάνετε ἐσεῖς μὲ ἐκείνους; 
«Τὶς δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος; Τὶς δὲ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαρ»; 
Σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Νικόδημο,  μὲ κάθε τρόπο θέλοντας νὰ χωρίσει ὁ Ἀπόστολος τοὺς Χριστιανοὺς ἀπὸ τοὺς ἀπίστους, δὲν εἶπε ποία κοινωνία καὶ ἕνωση ἔχουν οἱ υἱοὶ τοῦ φωτὸς μὲ τοὺς υἱοὺς τοῦ σκότους, ἀλλὰ αὐτὰ τὰ ἄψυχα πράγματα, δηλαδὴ τὸ φῶς καὶ τὸ σκότος, ἔβαλε ἀντὶ γιὰ πρόσωπα, τὸ ὁποῖο εἶναι μεγαλύτερο καὶ ἐνεργητικότερο στὸ νὰ καταπείσει τὸν ἀκροατή. Ἔβαλε δὲ καὶ τὸν Χριστὸ καὶ τὸν Βελίαρ, τὸ ὁποῖο στὰ ἑβραϊκὰ σημαίνει ἀποστάτης, ὅπως εἶναι ὁ διάβολος, καὶ μὲ αὐτὰ ἔκανε τὸν λόγο φοβερότερο καὶ δυσωπητικότερο. Ποιὰ σχέση ἔχει ὁ Χριστιανικὸς κόσμος τῆς εἰρήνης, τῆς ἀγάπης, τοῦ φωτὸς μὲ τὸν κόσμο τοῦ σκότους, τῆς ἀπιστίας καὶ τῆς ἁμαρτίας;


«Ἢ τὶς μερὶς πιστῶ μετὰ ἀπίστου»; 
Παρακάτω βάζει φανερῶς καὶ διορισμένως ὁ Ἄπ. Παῦλος τὰ πρόσωπα τοῦ πιστοῦ καὶ τοῦ ἀπίστου, γιὰ νὰ μὴν φανεῖ ὅτι κατηγορεῖ ἁπλῶς καὶ ἀορίστως τὴν κακία καὶ ἐπαινεῖ τὴν ἀρετή. 
«Τὶς δὲ συγκατάθεσις ναῶ Θεοῦ μετὰ εἰδώλων; ὑμεῖς γὰρ ναὸς Θεοῦ ἐστὲ ζῶντος». 
Καὶ λέει ὅτι οἱ μὲν ἄπιστοι εἶναι ναοὶ εἰδώλων ἢ καὶ αὐτόχρημα εἴδωλα. Ἐσεῖς δὲ οἱ πιστοὶ χριστιανοὶ εἶσθε ναὸς Θεοῦ. Ὄχι τέτοιου Θεοῦ καθὼς μυθολογοῦν οἱ Ἕλληνες (εἰδωλολάτρες), οἱ ὁποῖοι λατρεύουν θεοὺς νεκροὺς καὶ ἄψυχα εἴδωλα, ἀλλὰ ζωντανοῦ Θεοῦ. Ποιά, λοιπόν, συγκατάθεση, δηλαδὴ ὁμοιότητα καὶ ἕνωση εἶναι ἀνάμεσα σ’ἐσᾶς, τοὺς ναοὺς τοῦ ζῶντος Θεοῦ, στοὺς ὁποίους κατοικεῖ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀνάμεσα στὰ νεκρὰ καὶ ἀναίσθητα εἴδωλα, ποῦ δὲν εἶναι ναοὶ τοῦ Θεοῦ; Βέβαια καμμία. 
«Καθὼς εἶπεν ὁ Θεὸς ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω καὶ ἔσομαι αὐτῶν Θεός, καὶ αὐτοὶ ἔσονται μοὶ λαός». 
Γιὰ νὰ μὴ φανεῖ ὅτι κολακεύει τοὺς Κορινθίους ὁ θεῖος Ἀπόστολος, γι’αὐτὸ παρακάτω φέρνει μαρτυρία ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ ὅτι οἱ χριστιανοὶ εἶναι ναὸς Θεοῦ. Τὸ νὰ κατοικήσει, λοιπόν, μέσα σ’ἐμᾶς τοὺς Χριστιανοὺς ὁ Θεός, αὐτὸ τὸ προξενεῖ ἡ καθαρότητα τῆς προτέρας ζωῆς μας. Τὸ δὲ νὰ περπατήσει μέσα μας ὁ ἴδιος ὁ Θεός, αὐτὸ τὸ προξενεῖ ἡ μετὰ τὴν ἐνοίκηση τοῦ Θεοῦ ἐνάρετη πολιτεία μας. Γιατί, ὅταν καθαρισθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὰ πάθη, τότε κατοικεῖ σ’αὐτὸν ὁ Θεός. Ὅταν πάλι μετὰ ἀπὸ αὐτὰ κινεῖται ὁ ἄνθρωπος καὶ προκόπτει σὲ θεάρεστα ἔργα, τότε λέγεται ὅτι ὁ Θεὸς περπατεῖ μέσα στὴν καρδιά του, δείχνοντας γνωστῶς σ’αὐτὸν ἐνεργὴ τὴν Χάριν του καὶ ἐμφανίζοντας μὲ πνευματικὲς κινήσεις καὶ θεῖες ἐμπνεύσεις τὸ ἅγιο θέλημά Του. Γιατί τότε ὁ κοινὸς ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν κτισμάτων Θεὸς γίνεται μὲ ἐξαίρετο καὶ ξεχωριστὸ τρόπο προσωπικὸς Θεὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου. Γι’αὐτὸ καὶ ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ἀνεβαίνει στὴν τάξη καὶ τὸ μέτρο τῶν παλαιῶν πατριαρχῶν, τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαὰκ καὶ τοῦ Ἰακώβ, τῶν ὁποίων ὁ Θεὸς τῶν πάντων λεγόταν μὲ ἰδιαίτερο τρόπο Θεός? «Ἐγὼ εἰμὶ ὁ Θεὸς Ἀβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς Ἰσαὰκ καὶ ὁ Θεός  Ἰακὼβ»[13]. 

«Διὸ ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος». 
Ἀφοῦ, λοιπόν, ἐσεῖς οἱ Χριστιανοὶ εἶστε ναοὶ τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Θεὸς κατοικεῖ μέσα σας, τί σχέση πρέπει νὰ ἔχετε ἐσεῖς μὲ ὅλους τους ἄλλους; Νὰ βγεῖτε ἀνάμεσα ἀπ’αὐτοὺς καὶ νὰ ξεχωρίσετε. Σήμερα ἐμεῖς κάνουμε τὸ ἀντίθετο. Λένε συνεχῶς οἱ σοφοὶ οἰκουμενιστές, οἱ θρησκειολόγοι καὶ οἱ φιλόσοφοι: «Τί διαφέρουμε ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους; Τὸ ἴδιο εἴμαστε. Εἴμαστε ἄραγε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ καλύτεροι ἀπὸ τοὺς ἄλλους; Εἴμαστε ἐμεῖς καλύτεροι ἀπὸ τοὺς Μουσουλμάνους καὶ τοὺς Ἑβραίους»; Πρέπει νὰ πιστεύουμε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ ὅτι ἔχουμε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ὅτι εἴμαστε ναὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κατοικεῖ μέσα μας. Πρέπει νὰ ἐξέλθουμε καὶ νὰ ξεχωρίσουμε ἀπὸ τοὺς ἀπίστους. Πρέπει οἱ Χριστιανοὶ νὰ εἴμαστε κάτι διαφορετικό, κάτι ξεχωριστὸ ἀπὸ τοὺς ἄλλους  


«Καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἀπτεσθε, καγῶ εἰσδέξομαι ὑμᾶς».  
Πολὺ σκληρὸς αὐτὸς ὁ λόγος! Ὁ Ἄπ. Παῦλος θεωρεῖ ὅτι ὁ ἄπιστος, ὁ εἰδωλολάτρης, ὁ Μουσουλμάνος, ὁ Ἑβραῖος, ὁ αἱρετικὸς εἶναι ἀκάθαρτος. Νὰ μὴν ἀγγίζετε, λέει, πρὸς τοὺς ἀκαθάρτους. Σημειώνει ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δὲν εἶπε μὴν κάνετε ἄτοπα καὶ ἀκάθαρτα ἔργα, ἀλλὰ εἶπε τὸ μεγαλύτερο, δηλαδὴ οὔτε νὰ ἀγγίζετε σ’αὐτά. Δύο εἰδῶν εἶναι ἡ ἀκαθαρσία? μία του σώματος καὶ ἄλλη τῆς ψυχῆς. Τῆς ψυχῆς ἀκαθαρσία εἶναι οἱ αἰσχροὶ καὶ σαρκικοὶ λογισμοί, οἱ μνησικακίες, οἱ δολιότητες, οἱ συνδυασμοί, οἱ συγκαταθέσεις τῆς ἁμαρτίας, τὸ νὰ βλέπει κάποιος μὲ ἐπιθυμία τὰ ὄμορφα πρόσωπα, τὸ νὰ γλυκαίνεται στὰ αἰσχρὰ λόγια καὶ τὸ νὰ μολύνει τὶς ἄλλες αἰσθήσεις μὲ τὶς βλαβερὲς καὶ ἐμπαθεῖς ἡδονές. Τοῦ σώματος ἀκαθαρσίες εἶναι ἡ πορνεία, ἡ μοιχεία, ἡ ὁμοφυλοφιλία καὶ κάθε ἄλλη ἀσέλγεια, ποῦ γίνεται μὲ τὰ ἔργα. Γι’αὐτὸ θέλει ὁ Θεὸς καὶ ὁ θεῖος Ἀπόστολός Του νὰ εἴμασθε ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ καθαροὶ ἀπ’ὂλ’αὐτὰ καὶ κατὰ τὴν ψυχὴ καὶ κατὰ τὸ σῶμα. Βγεῖτε, λοιπόν, ἐσεῖς οἱ χριστιανοὶ ἔξω ἀπὸ τὴν συναναστροφὴ τῶν ἀπίστων ἀνθρώπων καὶ τὴν κοινωνία τῶν πονηρῶν ἔργων καὶ ἀφορισθεῖτε, δηλαδὴ σταθεῖτε κατ’ἰδίαν χωριστὰ ἀπὸ αὐτοὺς καὶ καθαρισθεῖτε καὶ τότε θὰ σᾶς δεχθῶ. Διότι, ὅταν ἐσὺ ὁ χριστιανὸς χωρισθεῖς ἀπὸ τοὺς πονηροὺς ἀνθρώπους καὶ τὰ κακὰ ἔργα, τότε θὰ ἑνωθεῖς μὲ τὸν Θεό.
«Καὶ ἔσομαι ὑμὶν εἰς πατέρα, καὶ ὑμεῖς ἔσεσθαι μοὶ εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας, λέγει Κύριος παντοκράτωρ».        
Καταλήγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μὲ τὸν προφήτη Ἱερεμία, ὁ ὁποῖος προφήτευσε ἄνωθεν τὴν ἀναγέννηση τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος καὶ τὴν υἱοθεσία, ποῦ λάβαμε οἱ χριστιανοὶ[14].



Ἀπὸ τὸ φῶς τῆς Βηθλεὲμ καὶ τοῦ Ἰορδάνη στὸ σκότος τοῦ Βερολίνου 
Σύμφωνα μὲ τὸν ὁμότιμο καθηγητὴ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ, αἰδεσιμολογιώτατο πρωτοπρεσβύτερο π. Θεόδωρο Ζήση[15], μετὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ ὁ κόσμος φωτίσθηκε μὲ τὴν ἀληθινὴ θεογνωσία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, μὲ τὸ φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ «ἀνέτειλε τῷ κόσμω τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως». Ἐγκαταλείπονται ὅλες οἱ ἄλλες ψεύτικες θρησκεῖες? στὰ πρόσωπα τῶν τριῶν μάγων, ποὺ προσκύνησαν τὸν Χριστό, ἐκπροσωπεῖται ὅλη ἡ πρὸ Χριστοῦ θρησκεύουσα ἀνθρωπότης, ἡ ὁποία διδάσκεται πλέον νὰ προσκυνεῖ τὸν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης, τὴν ἐξ ὕψους Ἀνατολή, τὸ Φῶς ἐκ Φωτός, ποὺ ἔλαμψε στὸν κόσμο. Στὸν Ἰορδάνη ποταμό, κατὰ τὴν βάπτιση τοῦ Χριστοῦ, «ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις». 
Δὲν ὑπάρχουν πλέον ἄλλα φῶτα, ἄλλες πίστες, ἄλλοι δρόμοι σωτηρίας. O Χριστὸς εἶναι ἡ μοναδικὴ ὁδὸς σωτηρίας. Ὁ ἴδιος διακηρύσσει ὅτι «ἐγὼ εἰμὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου»[16]. Ὅποιος δὲν βαδίζει μέσα στὸ δικό Του φῶς, βρίσκεται στὸ σκοτάδι καὶ δὲν ξέρει ποῦ πηγαίνει. Υἱοὶ φωτὸς εἶναι μόνον ὅσοι ἀκολουθοῦν τὸν Χριστὸ καὶ τὴν διδασκαλία του. Κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, ὁ Χριστὸς εἶναι «τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὁ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον»[17]. Ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ καὶ Προδρόμου, τοῦ πρὸ τῶν Ἀποστόλων Ἀποστόλου, ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν διαδόχων τους ἔχει μία καὶ μοναδικὴ ἀποστολή, νὰ μαρτυρεῖ περὶ τοῦ Φωτός, νὰ ἀποκαλύπτει καὶ νὰ φανερώνει αὐτὸ τὸ Φῶς στοὺς «ἐν σκότει καὶ σκιὰ θανάτου» καθημένους καὶ νὰ τοὺς ὁδηγεῖ στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας. Στὸ ἀποστολικὸ καὶ ἁγιοπατερικὸ αὐτὸ ἔργο οὐδέποτε ὑπῆρξαν ἐπιφυλάξεις καὶ συμψηφισμοί, κοσμικὲς εὐγένειες καὶ ἐξισώσεις, συγκρητισμοὶ καὶ ἀναμείξεις, ὑποχωρήσεις σὲ ἄρχοντες γιὰ λατρεία ἄλλων θεῶν ἢ ἀναγνώριση τῶν ἄλλων θεῶν καὶ τῶν ἄλλων θρησκειῶν. Εἴτε ἐπρόκειτο γιὰ Ἰουδαίους ἄρχοντες, εἴτε γιὰ εἰδωλολάτρες, εἴτε γιὰ Μουσουλμάνους, ποὺ ζητοῦσαν ἀναγνώριση τῶν δικῶν τοὺς θεῶν καὶ σεβασμάτων, ἡ στάση τῶν Χριστιανῶν δὲν ἦταν συμβιβαστικὴ καὶ ἐξισωτική, ὅπως συμβαίνει σήμερα μὲ πολλοὺς θεολόγους καὶ κληρικοὺς τῶν διαθρησκειακῶν συναντήσεων καὶ διαλόγων, ἀλλὰ ἀπόλυτη καὶ σαφής· πουθενὰ ἀλλοῦ, σὲ κανένα ἄλλο θεὸ ἢ σέβασμα, δὲν ὑπάρχει δυνατότης σωτηρίας. Ἐνώπιον τῶν Ἑβραίων ἀρχόντων ὁδηγηθέντες οἱ Ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Ἰωάννης - αὐτὲς εἶναι οἱ ἀληθινὲς διαθρησκειακὲς συναντήσεις, οἱ γνήσιοι διαθρησκειακοὶ διάλογοι - δὲν τοὺς εἶπαν ὅτι ἔχουμε τὴν ἴδια πίστη μέ σας, πιστεύουμε στὸν ἴδιο θεό, ἀλλὰ μὲ παρρησία τοὺς ἐπέκριναν γιὰ τὴν ἄρνηση καὶ τὴν σταύρωση τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τὴν μοναδικὴ ὁδὸ καὶ ἐλπίδα σωτηρίας : «Καὶ οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλω οὐδενὶ ἡ σωτηρία. ουδὲ γὰρ ὄνομα ἐστιν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ὢ δεῖ σωθῆναι ἠμᾶς»[18]. 
Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν δύο χιλιάδων ἐτῶν ἐπιφανείας καὶ ἐπιλάμψεως τοῦ θεϊκοῦ Φωτός, ἔθνη, λαοὶ καὶ ἄτομα φωτίσθηκαν καὶ ἐσώθηκαν, ἐνσωματωθέντα στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στὴ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Συναντῶνται ἑκατομμύρια πιστῶν στὴν εὐχαριστιακὴ συνάντηση καὶ κοινωνία, διαρκῶς καὶ ἀδιαλείπτως, κάθε ἡμέρα σχεδόν, καὶ ὄχι μόνον εὔχονται «ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου», εἰς τρόπον ὥστε νὰ καθιστοῦν περιττὴ κάθε ἀνέγερση πανθρησκειακοὺ ναοῦ, ἀλλὰ καὶ διακηρύσσουν ὅτι «εἴδομεν τὸ Φῶς τὸ ἀληθινόν, ἐλάβομεν πνεῦμα ἐπουράνιον, εὔρομεν πίστιν ἀληθῆ ἀδιαίρετον Τριάδα προσκυνοῦντες», πράγμα ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ κάνει ἕνας πανθρησκειακὸς ναός, γιατί ἐκεῖ ὑπάρχουν πολλὰ ἔθνη καὶ λαοί, πιστεύοντα εἰς ἄλλους θεοὺς καὶ μὴ εὑρόντα τὴν ἀληθῆ πίστη. 
Ἀπὸ τῆς πλευρᾶς αὐτῆς ἡ ἀνέγερση ἑνὸς πανθρησκειακοῦ ναοῦ εἶναι ὀπισθοδρόμηση, μᾶς πηγαίνει στὴν πρὸ Χριστοῦ ἐποχή, εἶναι ἡ Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, ἡ γῆ Ζαβουλῶν καὶ γῆ Νεφθαλείμ, ὅπου κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο ὑπῆρχαν καὶ συναντιόνταν πολλὲς θρησκεῖες καὶ πολλοὶ πολιτισμοί, ἕνα πανθρησκειακὸ καὶ πολυπολιτισμικὸ μοντέλο, σὰν αὐτὸ ποὺ οἰκοδομοῦν σήμερα οἱ ἡγέτες τῆς Νέας Ἐποχῆς μὲ κινητήριο μοχλὸ τὸ Βατικανὸ στὸ χῶρο τῆς θρησκείας, καὶ μὲ θρησκευτικὸ πλανητάρχη τὸν πάπα. Ἐνῶ, ὅμως, σὲ ἐκείνη τὴν Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν ἡ ἐμφάνιση καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ συνετέλεσε ὥστε «ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρα καὶ σκιὰ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς»[19], στὴν νέα Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, στὸ Βερολίνο τῆς Γερμανίας, τὸ σκότος ἐξακολουθεῖ νὰ παραμένει, τὰ ἔθνη καὶ οἱ λαοὶ ποὺ ἐκπροσωποῦνται, προσεύχονται στοὺς δικούς τους θεούς, δὲν ἀκούγεται τὸ κήρυγμα τοῦ Προδρόμου καὶ τοῦ Χριστοῦ· «Μετανοεῖτε? ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»[20].

Ἡ ἀγάπη πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τοὺς ἀπίστους 
Ἂς δοῦμε ὅμως καὶ τὸ ἐπιχείρημα τῶν Οἰκουμενιστῶν καὶ συγκρητιστῶν γιὰ τὴν ἀγάπη, ποὺ πρέπει νὰ ἔχουμε πρὸς τοὺς ἄλλους. Εἶναι ἕνα χιλιοειπωμένο ἐπιχείρημα ἀπὸ ὅσους δὲν διακρίνουν τὰ πράγματα καὶ συγχέουν τὰ ἀσύγχυτα, καὶ ὁμόφωνη ἡ ἀπάντηση τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ ἡ στάση τῶν Πατέρων. Ἀσφαλῶς ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, ποὺ τὴ δείχνει πρὸς ὅλους, δικαίους καὶ ἁμαρτωλούς, καὶ ἀσφαλῶς καὶ ἐμεῖς πρέπει νὰ χαρακτηριζόμαστε ἀπὸ αὐτὴν τὴν καθολική, τὴν συνολικὴ ἀγάπη, γιατί αὐτὴ εἶναι τὸ κατ' ἐξοχὴν γνώρισμα τῶν Χριστιανῶν. Ἡ ἀγάπη, ὅμως, αὐτὴ δὲν πρέπει νὰ ἀναιρεῖ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν εὐσέβεια, πρέπει νὰ εἶναι συνδεδεμένη μὲ τὴν ἀλήθεια, γιατί διαφορετικὰ εἶναι ψεύτικη καὶ ὑποκριτική. Πρέπει νὰ ἀγκαλιάζει τὸν πλησίον ὄχι μόνο ὡς σωματική, βιολογικὴ παρουσία, ἀλλὰ ὡς πνευματικὴ ὕπαρξη, μὲ αἰώνια προοπτική, καὶ νὰ ἐνδιαφέρεται πρὸ παντὸς ὄχι γιὰ τὰ κοσμικὰ καὶ τὰ πρόσκαιρα, ἀλλὰ γιὰ τὰ αἰώνια, γιὰ τὴν σωτηρία του. Ἡ σωτηρία τοῦ πλησίον δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ, ὅταν βρίσκεται στὴν πλάνη καὶ στὴν αἵρεση, στὴν ὁποία μάλιστα ἐγωιστικὰ ἐπιμένει. Χάνεται καὶ ὁ ἴδιος καὶ παρασύρει καὶ ἄλλους στὴν ἀπώλεια. Ἀπὸ ἀγάπη, λοιπόν, καὶ ὄχι ἀπὸ μίσος κινούμενη ἡ Ἐκκλησία καὶ ἀκολουθώντας τὸ παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων ἀπαγορεύει τὴν μετὰ τῶν αἱρετικῶν καὶ ἀπίστων κοινωνία καὶ συναναστροφή, ὥστε καὶ τοὺς ἰδίους παιδαγωγικῶς νὰ ὁδηγήσει σὲ συναίσθηση τῆς πλάνης, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄλλους νὰ προφυλάξει. Ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὰ πρόσωπα τῶν αἱρετικῶν καὶ ἀπίστων, ἀποστρεφόμαστε τὴν πλάνη καὶ τὴν αἵρεση. Τὴν ἀποστροφὴ αὐτὴ τὴν δείχνουμε μὲ πόνο ψυχῆς πρὸς τοὺς ἰδίους, γιατί ἡ αἵρεση καὶ ἡ πλάνη εἶναι ἀπρόσωπες. Μόνο μ’αὐτὸν τὸν τρόπο μποροῦμε «νὰ μάθουμε πῶς νὰ προσεγγίζουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον μὲ ἀξιοπρέπεια καὶ σεβασμό».

Χριστοκεντρικά, Ἀποστολικά, Ἱεροκανονικὰ καὶ Ἁγιοπατερικὰ παραδείγματα                      ἀποφυγῆς κοινωνίας μὲ αἱρετικοὺς καὶ ἀπίστους 
Ὁ γλυκὺς καὶ πράος Ἰησοῦς, ὁ συγχωρῶν τοὺς μεταποιουμένους τελῶνες καὶ πόρνες, ὁ ἄρχων τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἀγάπης, πῆρε τὸ φραγγέλιο καὶ ἐξεδίωξε ἀπὸ τὸ ναὸ αὐτούς, ποὺ τὸν εἶχαν μεταβάλει σὲ κερδοσκοπικὴ ἐπιχείρηση, ὅπως διέστρεψε ὁ πάπας τὸν πνευματικὸ χαρακτήρα τῆς Ἐκκλησίας σὲ κοσμικὴ καὶ οἰκονομικὴ δύναμη μὲ τράπεζες καὶ παγκόσμια κυριαρχία. Ἐξεφώνησε τὰ φοβερὰ «οὐαὶ» ἐναντίον τῶν Φαρισαίων καὶ Γραμματέων, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν ἀλαζονικὴ καὶ ὑποκριτικὴ συμπεριφορά τους, οὔτε οἱ ἴδιοι ἐσώζοντο, ἀλλὰ δὲν ἄφηναν καὶ τοὺς ἄλλους νὰ σωθοῦν. Τοὺς ἀπεκάλεσε ὄφεις καὶ γεννήματα ἐχιδνῶν[21]. Συνιστᾶ ὁ Χριστὸς νὰ ἐλέγχουμε τοὺς ἀδελφούς μας διακριτικὰ κατ' ἀρχήν? ὅταν ὅμως ἡ ἁμαρτία καὶ ἡ πλάνη φαίνεται νὰ ριζώνουν, τότε δημοσιοποιοῦμε τὸν ἔλεγχο καὶ κόβουμε κάθε δεσμὸ μαζί τους? «ἐὰν δὲ καὶ τῆς Ἐκκλησίας παρακούση ἔστω σοὶ ὥσπερ ὁ ἐθνικὸς καὶ ὁ τελώνης»[22].  
Τὴν ἴδια αὐστηρὴ στάση ἐκράτησε πρὸς τὸ θεολογικὸ καὶ πολιτικὸ κατεστημένο ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ὁ «μείζων ἐν γεννητοῖς γυναικών», τὸ ἀπαράμιλλο αὐτὸ ὑπόδειγμα ἀσκητικῆς βιοτῆς καὶ παρρησίας, μὲ συνέπεια νὰ πληρώσει μὲ τὴν ζωὴ τοῦ τὸ θάρρος, τὴν παρρησία καὶ τὴν ἀντίστασή του πρὸς τοὺς ἰσχυρούς. Ἀποκάλεσε καὶ αὐτὸς τοὺς Φαρισαίους καὶ Σαδδουκαίους γεννήματα ἐχιδνῶν καὶ τοὺς προειδοποίησε ὅτι ἡ «ἀξίνη πρὸς τὴν ρίζαν τοῦ δένδρου κεῖται», γιὰ νὰ κόψει ὅσα δένδρα δὲν κάνουν καρπὸ[23]. 
Στὴν ἴδια γραμμὴ ἐπορεύθησαν οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Ἅγιοι, μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὴ διδασκαλία τους, ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς κανόνες ποὺ ἐθέσπισαν, οἱ ὁποῖοι ἀπαγορεύουν τὴν συναναστροφὴ μὲ αἱρετικοὺς καὶ πλανεμένους. Πῶς θὰ ξεπεράσει κανεὶς τὴν σύσταση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πρὸς τὸν Τίτο «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτού, εἰδῶς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὧν αὐτοκατάκριτος»[24]; Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος στηλιτεύει τοὺς ψευδοπροφήτας καὶ ψευδοδιδασκάλους, ποὺ εἰσάγουσι «αἱρέσεις ἀπωλείας»[25] καὶ συνιστᾶ στοὺς πιστοὺς νὰ τοὺς ἀποφεύγουν καὶ νὰ διέρχονται τὴ ζωὴ τοὺς «ἐν ἁγίαις ἀναστροφαῖς καὶ εὐσεβείαις»[26]. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ὁ Ἀπόστολος καὶ κῆρυξ τῆς ἀγάπης, αὐτὸς ποὺ εἶχε ζυμωθεῖ καὶ εἶχε πλασθεῖ μὲ τὴν ἀγάπη, λέγει γιὰ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τοὺς πλάνους, ποὺ διαστρέφουν τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ὅτι δὲν πρέπει νὰ τοὺς δεχόμαστε στὰ σπίτια μας, ἀλλὰ οὔτε νὰ τοὺς χαιρετοῦμε. διαφορετικὰ γινόμαστε καὶ ἐμεῖς σὰν κι αὐτούς? «Εἰ τὶς ἔρχεται πρὸς ὑμᾶς καὶ ταύτην τὴν διδαχὴν οὐ φέρει, μὴ λαμβάνετε αὐτὸν εἰς οἰκίαν καὶ χαίρειν αὐτῶ μὴ λέγετε? ὁ γὰρ λέγων αὐτῶ χαίρειν κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ τοῖς πονηροῖς»[27]. Αὐτός, λοιπόν, ὁ Εὐαγγελιστὴς τῆς ἀγάπης, καταδίωκε καὶ ἀποστρεφόταν τόσο πολύ τους αἱρετικούς, ὥστε, ὅταν κάποτε πῆγε σὲ δημόσιο λουτρὸ καὶ πληροφορήθηκε ὅτι ἦταν ἐκεῖ ὁ αἱρετικὸς Κήρινθος, εἶπε στοὺς μαθητᾶς του νὰ φύγουν ἀμέσως ἀπὸ ἐκεῖ, γιὰ νὰ μὴ πέσει ἡ στέγη τοῦ λουτροῦ λόγω τῆς παρουσίας τοῦ αἱρετικοῦ Κηρίνθου[28]. Ἦταν λοιπὸν διδάσκαλος τοῦ μίσους, ἐστερεῖτο ἀγάπης, κατὰ τοὺς διαστρέψαντας τὴν ἀγάπη σὲ «ἀγαπισμὸ» καὶ οἰκουμενισμό; Σίγουρα θὰ τὸν κατέτασσαν σήμερα ἀνάμεσα στοὺς φανατικοὺς καὶ στοὺς φονταμενταλιστές, ἰδιαίτερα μὲ τὸ αὐστηρὸ κείμενο τῆς Ἀποκαλύψεως, τὴν ὁποίαν δὲν διστάζουν νὰ ἀμφισβητοῦν καὶ νὰ διαστρέφουν πάνυ ἀσταθεῖς θεολογοῦντες. 
Ἀπὸ τὰ πολλὰ παραδείγματα αὐστηρῆς στάσεως τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἔναντι τῶν αἱρετικῶν καὶ τῶν ἐτεροθρήσκων μνημονεύουμε τὸ ἐπεισόδιο, ποὺ συνέβη στὴν Πάφο μὲ τὸν Ἰουδαῖο ψευδοπροφήτη καὶ μάγο Ἐλύμα, ὁ ὁποῖος, ὅταν διεπίστωσε ὅτι ὁ ἀνθύπατος Σέργιος ἄκουγε μὲ ἐνδιαφέρον ὅσα ἔλεγε ὁ Ἄπ. Παῦλος, ἀντέδρασε καὶ θέλησε νὰ παρεμποδίσει τὴν προσέλευση τοῦ Ρωμαίου ἀξιωματούχου στὸν Χριστιανισμό. Ἂν αὐτὸ συνέβαινε στὶς ἡμέρες μας, μὲ τὴν παγκοσμιοποίηση, τὸν οἰκουμενισμό, τοὺς διαθρησκειακοὺς καὶ διαχριστιανικοὺς διαλόγους, στὰ πλαίσια τῆς ὑποκριτικῆς καὶ ψεύτικης ἀγάπης πρὸς ὅλους, ἀκόμη καὶ πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς καὶ πλανεμένους, ἔπρεπε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος νὰ δεχθεῖ εὐγενικὰ τὴν παρέμβαση τοῦ Ἐλύμα, νὰ μὴν ὀργισθεῖ ἐναντίον του, οὔτε νὰ ἀντιδράσει, ἀλλὰ νὰ ἀφήσει τὸν ἀνθύπατο νὰ ἀποφασίσει δημοκρατικά? ἡ πλάνη καὶ τὸ ψεῦδος στὴν ἴδια μοίρα μὲ τὴν ἀλήθεια. Ἡ πνευματικὴ ἀπώλεια δὲν εἶναι κακή, ἂν προέρχεται ἀπὸ δημοκρατικὲς διαδικασίες. Ὁ Ἄπ. Παῦλος ὅμως «πλησθεῖς Πνεύματος Ἁγίου» εἶπε μὲ αὐστηρότητα πρὸς τὸν Ἰουδαῖο ψευδοπροφήτη λόγια καὶ προέβη σὲ πράξεις, οἱ ὁποῖες σήμερα θὰ χαρακτηρίζονταν ὡς φανατικὲς καὶ φονταμενταλιστικές, ἀντίθετες πρὸς τὴν χριστιανικὴ ἀγάπη. «Ὢ πλήρης παντὸς δόλου καὶ πάσης ραδιουργίας, υἱὲ διαβόλου, ἐχθρὲ πάσης δικαιοσύνης, οὐ παύση διαστρέφουν τὰς ὁδοὺς Κυρίου τὰς εὐθείας; Καὶ νῦν ἰδοὺ χεὶρ Κυρίου ἐπὶ σέ, καὶ ἔση τυφλὸς μὴ βλέπων τὸν ἥλιον ἄχρι καιροῦ. Παραχρῆμα δὲ ἐπεσεν ἐπ' αὐτὸν ἀχλὺς καὶ σκότος, καὶ περιάγων ἐζήτει χειραγωγοὺς»[29]. 
Ἐπιπροσθέτως καὶ οἱ Ἱεροὶ Κανόνες ἀπαγορεύουν ρητῶς τὴν συμπροσευχὴ Ὀρθοδόξων μὲ αἱρετικοὺς καὶ ἀπίστους. Πῶς μπορεῖ νὰ λέγετε ὅτι «ὁ ναὸς αὐτὸς εἶναι μοναδικὸς ὄχι μόνο γιατί καλεὶ  Χριστιανούς, Μουσουλμάνους καὶ Ἑβραίους νὰ προσευχηθοῦν μαζί, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ θὰ ἔχει ἀνοικτὲς τὶς πόρτες του σὲ ὁποιονδήποτε θέλει νὰ προσευχηθεῖ, εἴτε ἀνήκει εἴτε δὲν ἀνήκει σὲ κάποια θρησκεία» καὶ ὅτι «θὰ φιλοξενεῖ ὑπὸ τὴν ἴδια στέγη ἐκκλησία, συναγωγὴ καὶ τζαμί»; Σύμφωνα μὲ τὴν εἴδηση «ἔχουν σχεδιαστεῖ τρεῖς διαφορετικοὶ χῶροι προσευχῆς - ἕνας γιὰ χριστιανούς, ἕνας γιὰ μουσουλμάνους καὶ ἕνας γιὰ ἑβραίους, οἱ ὁποῖοι θὰ ἑνώνονται μὲ διάδρομο, ὅπου θὰ μποροῦν νὰ διοργανώνονται κοινὲς τελετὲς καὶ ἐκδηλώσεις». 
Σύμφωνα μὲ τὸν μὲ΄ Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ὅποιος Ἐπίσκοπος ἢ Πρεσβύτερος ἢ Διάκονος μόνο συμπροσευχηθεῖ, ἀλλὰ ὄχι καὶ νὰ συλλειτουργήσει μὲ αἱρετικούς, ἂς ἀφορίζεται. Ἐπειδὴ ὅποιος μὲ τοὺς ἀφορισμένους συμπροσεύχεται (καθὼς τέτοιοι εἶναι οἱ αἱρετικοί), πρέπει νὰ συναφορίζεται καὶ αὐτός, κατὰ τὸν ἰ΄ τῶν Ἀποστόλων. Ἂν ἀκόμη συγχώρησε στοὺς αἱρετικοὺς αὐτοὺς νὰ ἐνεργήσουν κανένα λειτούργημα, σὰν Κληρικοί, ἂς καθαιρεῖται, ἐπειδὴ ὅποιος Κληρικὸς συλλειτουργήσει μὲ καθηρημένους (καθὼς τέτοιοι εἶναι οἱ αἱρετικοί, κατὰ τὸν β΄ καὶ δ΄ τῆς Γ΄) συγκαθαιρεῖται καὶ αὐτός, κατὰ τὸν ἴα΄ τῶν Ἀποστόλων. Γιατί πρέπει τοὺς αἱρετικοὺς νὰ μισοῦμε καὶ νὰ ἀποστρεφόμασθε, ἀλλὰ ὄχι ποτὲ καὶ νὰ συμπροσευχόμασθε μὲ αὐτοὺς ἢ νὰ συγχωροῦμε σὲ αὐτοὺς νὰ ἐνεργήσουν κάποιο Ἐκκλησιαστικὸ λειτούργημα, ἢ ὡς Κληρικοί, ἢ ὡς ἱερεῖς[30]. 
Ὁ ξὲ΄ Κανόνας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων μέγα ἁμάρτημα λογαριάζει τὸ νὰ μπεῖ κάποιος Χριστιανὸς μέσα σὲ συναγωγὴ Ἰουδαίων, ἢ αἱρετικῶν, γιὰ νὰ προσευχηθεῖ. «Τὶς γὰρ μερὶς πιστῶ μετὰ ἀπίστου»[31] κατὰ τὸν θεῖο Ἀπόστολο; Διότι, ἂν οἱ ἴδιοι Ἰουδαῖοι, μπαίνοντας στὶς συναγωγές τους καὶ κάνοντας θυσίες, παρανομοῦν, μὲ τὸ νὰ εἶναι ἐμποδισμένο νὰ προσφέρουν θυσίες ἔξω ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, κατὰ τὸν νόμο, πόσο μᾶλλον παρανομεῖ ὁ Χριστιανὸς ἐκεῖνος, ποῦ προσεύχεται μὲ τοὺς σταυρωτές του Χριστοῦ; Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἐκκλησία καὶ σύναξη τῶν αἱρετικῶν, ἐπειδὴ φρονεῖ ἐνάντια στοὺς Ὀρθοδόξους, δὲν πρέπει νὰ τιμᾶται, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ ἀποβάλλεται. Γι’αὐτὸ καὶ ὁ παρὼν Κανόνας διορίζει ὅτι ὅποιος Κληρικὸς ἢ Λαϊκὸς μπεῖ στὴν συναγωγὴ των  Ἰουδαίων καὶ αἱρετικῶν χάριν προσευχῆς, ὁ μὲν Κληρικός, ἐπειδὴ ἁμάρτησε μεγάλως, ἂς καθαιρεῖται ἀμέσως τὴν ἴδια στιγμὴ καὶ ἂς ἀφορίζεται, ὁ δὲ λαϊκός, ἂς ἀφορίζεται μόνο. Γιατί ὁ λαϊκός, ἐπειδὴ εἶναι λαϊκός, λιγότερο ἁμάρτησε ἀπὸ τὸν Κληρικό, κάνοντας αὐτό, καὶ ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ καθαιρεθεῖ, ἀφοῦ εἶναι λαϊκός. Ή, ὀρθότερα, καθὼς ἄλλοι ἑρμηνεύουν, ὁ μὲν Κληρικός, ποῦ μπῆκε στὴν συναγωγὴ τῶν Ἰουδαίων ἢ αἱρετικῶν γιὰ νὰ προσευχηθεῖ, ἂς καθαιρεῖται, ὁ δὲ λαϊκός, ἂς ἀφορίζεται[32]. 
Ὁ λγ΄ Κανόνας τῆς ἐν Λαοδικεία Συνόδου διορίζει νὰ μὴ συμπροσευχόμασθε οὔτε μὲ τοὺς αἱρετικούς, δηλαδή, αὐτοὺς ποῦ σφάλλουν περὶ τὴν πίστη, οὔτε μὲ τοὺς σχισματικούς, δηλαδή, αὐτοὺς ποῦ εἶναι ὀρθόδοξοι κατὰ τὴν πίστη, ἀλλὰ εἶναι χωρισμένοι ἀπὸ τὴν Καθολικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γιὰ κάποιες παραδόσεις καὶ ἔθιμα ἰάσιμα, σύμφωνα μὲ τὸν ἃ΄ τοῦ Μ. Βασιλείου[33].
 Τέλος, ὁ Ἀλεξανδρείας Τιμόθεος, ὅταν ρωτήθηκε, ἂν πρέπει ὁ Ἱερεὺς νὰ προσφέρει τὴν ἀναίμακτη ἱερουργία, ὅταν εἶναι παρόντες Ἀρειανοὶ καὶ ἁπλῶς αἱρετικοί, ἀποκρίνεται ὅτι κατὰ τὸν καιρὸ τῆς ἱερουργίας ὁ Διάκονος φωνάζει νὰ βγοῦν ἔξω ἀπὸ τὸν ναὸ ὅσοι εἶναι Κατηχούμενοι, λέγοντας? «Ὅσοι Κατηχούμενοι προέλθετε» (αὐτὸ σημαίνει οἱ ἀκοινώνητοι περιπατήσατε). Ἀνίσως, λοιπόν, ὅσοι εἶναι Κατηχούμενοι δὲν συγχωροῦνται νὰ σταθοῦν στὸν καιρό, ὅταν γίνεται ἡ Θεία Λειτουργία, πόσο μᾶλλον οἱ ἃ]ἰρετικοί; Ἐκτὸς μόνο, ἂν ὑπόσχονται νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ φύγουν ἀπὸ τὴν αἵρεση. Καὶ τότε, ὅμως, δὲν πρέπει νὰ ἀφήνονται μέσα στὸν ναό, ἀλλὰ νὰ στέκονται ἔξω μὲ τοὺς Κατηχουμένους. Ἂν δὲν ὑπόσχονται ἔτσι, οὔτε μὲ τοὺς Κατηχουμένους συγχωροῦνται νὰ στέκονται, ἀλλὰ νὰ ἀποδιώκονται κατὰ τὸν Βαλσαμῶνα[34]. 
Ὑπάρχουν, ἐπίσης, πάμπολλες διηγήσεις μέσα στὰ Γεροντικά, ἀπὸ τὶς ὁποῖες προκύπτει ὅτι ὅσιοι Γέροντες οὔτε νὰ συνομιλήσουν ἤθελαν μὲ αἱρετικούς, οὔτε νὰ συναντήσουν αἱρετικούς? ἂν δὲ συνέβαινε νὰ ἔλθουν αἱρετικοὶ στὰ κελλιά τους, ἀπὸ φιλάνθρωπη στάση τοὺς ἔδιναν σιωπῶντες νὰ φάγουν καὶ μετὰ τοὺς ἐδίωχναν. Ὁ ἀββὰς Θεόδωρος τῆς Φέρμης συνιστᾶ νὰ συναναστρεφόμαστε μὲ ἁμαρτωλοὺς καὶ νὰ τοὺς βοηθοῦμε? ἂν ὅμως κάποιος πέσει σὲ αἵρεση καὶ δὲν τὸν πείσουμε νὰ τὴν ἀποβάλει, πρέπει γρήγορα νὰ κόψουμε κάθε σχέση μαζί του, γιατί κινδυνεύουμε νὰ βυθισθοῦμε μαζί του στὸ βόθρο? «Ἐὰν δὲ εἰς αἵρεσιν ἐμπέση καὶ μὴ πεισθῆ σοὶ ἀποστραφῆναι, ταχέως κόψον αὐτὸν ἀπό σου· μήποτε βραδύνων, συγκατασπασθῆς αὐτῶ εἰς τὸν βόθρον». Ὁ ἀββὰς Ποιμήν, ὅταν διεπίστωσε ὅτι κάποιοι ἐπισκέπτες τοῦ κελλιοῦ τοῦ ἤσαν αἱρετικοί, οὔτε συζήτησε μαζί τους, ἀλλὰ εἶπε στὸν μοναχό, ποὺ εἶχε τὸ διακόνημα τῆς φιλοξενίας, νὰ τοὺς δώσει νὰ φᾶνε γιὰ τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης, καὶ ὕστερα νὰ τοὺς στείλει στὸ καλό? «παράθες τὴν τράπεζαν καὶ ποίησον αὐτοὺς φαγεῖν καὶ πέμψον αὐτοὺς μετ' εἰρήνης». Πολλοὶ ἐπισκέπτονταν τὸν ἀββᾶ Σισώη στὸ ὅρος τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου? κάποια περίοδο, ποὺ ἐγκαταστάθηκαν στὸ ὅρος αἱρετικοὶ Μελιτιανοί, δὲν πήγαιναν στὸν ἀββᾶ Σισώη, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ μὴ συναντήσουν τοὺς αἱρετικούς? «καὶ ἕνεκεν τοῦ μὴ συναντῆσαι τοῖς αἱρετικοῖς οὐκ ἀπῆλθον ἰδεῖν τὸν γέροντα». Τὴν ἴδια στάση κρατᾶ μέχρι σήμερα τὸ Ἅγιον Ὅρος, τὸ ὁποῖο βάζει τοὺς ἑτεροδόξους ἐπισκέπτες νὰ φᾶνε σὲ ξεχωριστὴ τράπεζα, γιὰ νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ συμπροσευχὴ μὲ αἱρετικούς, ποὺ ἀπαγορεύεται ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς κανόνες. Ἂν αὐτὸ δὲν τηρεῖται σὲ μερικὰ μοναστήρια, δὲν σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ παράδοση σημαίνει ὅτι καὶ ἐκεῖ κρούει τὴν θύρα ἢ εἰσῆλθε ἡ ἐκκοσμίκευση, ἡ κοσμικὴ νοοτροπία. 
Ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος, ἡ μεγάλη αὐτὴ ἀσκητικὴ φυσιογνωμία τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, τὰ ἔργα τοῦ ὁποίου ἀποτελοῦσαν καὶ ἀποτελοῦν προσφιλὲς ἀνάγνωσμα τῶν μοναχῶν στὶς ἀκολουθίες καὶ στὴν τράπεζα, στὸ ἔργο τοῦ «Κατὰ Πεύσιν καὶ Ἀπόκρισιν» δίνει τὴν ἑξῆς ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα πῶς συμβιβάζεται τὸ μίσος ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν πρὸς τὴν ἐντολή, «οὐ μισήσεις πάντα ἄνθρωπον». Λέγει : «Τοὺς αἱρεσιώτας, ὡς βλασφήμους καὶ τοῦ Θεοῦ ἐχθρούς, ἡ Γραφὴ οὐκ ὠνόμασεν ἀνθρώπους, ἀλλὰ κύνας καὶ λύκους καὶ χοίρους καὶ ἀντιχρίστους, καθὼς φησιν ὁ Κύριος. μη δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσί. Καὶ Ἰωάννης λέγει, ὅτι ἀντίχριστοι πολλοὶ γεγόνασι. Τούτους οὒν οὐ χρὴ ἀγαπᾶν, οὐδὲ συνδυάζειν, οὐδὲ συνεύχεσθαι, οὐδὲ συνεσθίειν, οὐδὲ λαμβάνειν εἰς οἶκον, οὐδὲ χαίρειν αὐτοῖς λέγειν. ίνα μὴ τῶν πονηρῶν αὐτῶν ἔργων κοινωνήσωμεν»[35].
Καὶ οἱ σύγχρονοι Ἁγιορεῖτες Γέροντες Πορφύριος καὶ Παΐσιος παίρνουν πολλὴ αὐστηρὴ στάση ἔναντι τῶν αἱρετικῶν, ἰδιαίτερα ἔναντί του πάπα. Ἔχει γραφὴ ὅτι ὅταν ὁ πάπας πληροφορήθηκε τὴν ὕπαρξη τῶν ἁγίων αὐτῶν Γερόντων καὶ τὴν ἐπιρροὴ ποὺ ἀσκοῦν στὸ ὀρθόδοξο πλήρωμα, θέλησε νὰ τοὺς γνωρίσει. Τοὺς βολιδοσκόπησε μὲ πρόσωπα, ποὺ ἔστειλε, ἂν ἤθελαν νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦν, Καὶ ἡ ἀπάντηση ἀμφοτέρων, χωρὶς συνεννόηση, γιατί ἦταν πνευματοκίνητη, θεοκίνητη, ἦταν ὅτι, ἐφ' ὅσον ὁ πάπας ἐξακολουθεῖ νὰ ἐκφράζει τὸν ἐγωισμό, τὴν ἔπαρση καὶ τὶς πλάνες τοῦ Παπισμοῦ, καὶ δὲν μετανοεῖ, αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο[36]. 
Ἂς παύσουμε, λοιπόν, νὰ καλύπτουμε ἄλλες σκοπιμότητες, ἐπικαλούμενοι τὴν ἀγάπη ἐκεῖ ποὺ δὲν ταιριάζει. Ὑπάρχει εὐρὺ πεδίο γιὰ νὰ ἀσκήσουμε τὴν ἀγάπη μας. Νὰ χορτάσουμε πεινασμένους, νὰ ντύσουμε γυμνούς, νὰ φιλοξενήσουμε ξένους, νὰ ἐπισκεφθοῦμε φυλακισμένους καὶ ἀσθενεῖς[37]. Δὲν θὰ ἀλλάξουμε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τοὺς ἱεροὺς κανόνες, ποὺ διδάσκουν νὰ μὴ συναναστρεφόμαστε τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τοὺς ἀπίστους. Θὰ διδάξουμε ἐμεῖς τὴν ἀγάπη στὸ Χριστὸ καὶ στοὺς Ἁγίους; Ἐκεῖνοι γνώριζαν νὰ διακρίνουν τὰ πράγματα? ἐμεῖς τὰ συγχέουμε. Καὶ μείζων πασῶν τῶν ἀρετῶν ἡ διάκρισις. Βάσει, λοιπόν, αὐτῆς τῆς ἀρετῆς ἡ Ἐκκλησία μᾶς διδάσκει ὅτι ὑπάρχει καλὸς πόλεμος, ὅταν ὀφείλεται στὸν ἀγώνα μας ἐναντίον τῶν ἀσεβῶν, τῶν αἱρετικῶν καὶ βλασφήμων, καὶ κακὴ εἰρήνη και ομόνοια, ὅταν προέρχεται ἀπὸ ἀθέτηση καὶ περιφρόνηση τῆς πίστεως καὶ τῆς εὐσεβείας. Αὐτὸν τὸν καλὸ πόλεμο γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν εὐσέβεια δίδαξε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὅταν διεκήρυξε ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο θὰ διχάσει καὶ θὰ διαιρέσει τοὺς ἀνθρώπους? ὅσοι τὸν ἀκολουθήσουν θὰ πρέπει νὰ εἶναι ἕτοιμοι νὰ ἀντιμετωπίσουν ἐχθρότητες καὶ μέσα στὸ στενὸ οἰκογενειακό τους περιβάλλον. Δὲν πρέπει νὰ ἀθετήσουν τὸν Χριστό, τὴν ἀλήθεια, τὴν θεοσέβεια μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ μὴ φυγαδευθεῖ ἡ εἰρήνη, ἡ ὁποία στὴν περίπτωση αὐτὴ εἶναι ἐπίπλαστη καὶ ψεύτικη, ἀφοῦ δὲν περιλαμβάνει τὴν συμφωνία στὰ ὑψηλά, στὰ πνευματικά. Πῶς ἀλλιῶς θὰ ἑρμηνευθοῦν αὐτὰ ποῦ λέγει ὁ Χριστός; «Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν? οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἀλλὰ μάχαιραν. Ἦλθον γὰρ διχᾶσαι ἄνθρωπον κατὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ θυγατέρα κατὰ τῆς μητρὸς αὐτῆς καὶ νύμφην κατὰ τῆς πενθερᾶς αὐτῆς καὶ ἐχθροί του ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ»[38]. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος λέγει ὅτι ἡ εἰρήνη καὶ ἡ ὁμόνοια δὲν εἶναι πάντοτε κάτι καλό, ὅταν αὐτὰ στρέφονται ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ προβάλλουν τὸ κακὸ καὶ τὴν ἁμαρτία. Γιὰ νὰ ἐπικρατήσει ἀληθινὴ εἰρήνη, πρέπει νὰ ἀποκοπεῖ τὸ ἄρρωστο κομμάτι, νὰ χωρισθεῖ αὐτὸ ποὺ στασιάζει. Ὁ Θεὸς θέλει νὰ ὁμονοοῦν ὅλοι μὲ βάση τὴν εὐσέβεια? ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἀσεβοῦν, προκαλοῦν πόλεμο? «Οὐ γὰρ πανταχοῦ ὁμόνοια καλόν. Καὶ ἐπὶ τοῦ πύργου ἐκείνου (Βαβὲλ) τὴν κακὴν εἰρήνην ἡ καλὴ διαφωνία ἔλυσε καὶ ἐποίησεν εἰρήνην»[39]. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐπαινεῖ τὸν ἀγώνα ἀκόμη καὶ ἐναντίον τῶν κληρικῶν, ὅταν πρόκειται γιὰ θέματα πίστεως. Συγκαταλέγει καὶ τὸν ἑαυτὸ τοῦ μεταξὺ τῶν ἀγωνιστῶν καὶ καταλήγει μὲ τὴν γνωστὴ ἀποφθεγματικὴ φράση του γιὰ τὸν καλὸ πόλεμο καὶ τὴν κακὴ εἰρήνη? «καὶ τούτων εἰς εἴην τῶν ὑπὲρ ἀληθείας ἀγωνιζομένων καὶ τῶν ἀπεχθανομένων? μᾶλλον δὲ καὶ εἶναι καυχήσομαι. Κρείττων γὰρ ἐπαινετὸς πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ»[40]. Ὅλη ἡ προβληματική της Ἐκκλησίας στὴν διὰ τῶν αἰώνων ἀντιμετώπιση τῶν αἱρετικῶν κατέληξε στὸ ἀξίωμα? «καλὸν τὸ εἰρηνεύειν πρὸς πάντας, ἀλλ' ὁμονοοῦντας πρὸς τὴν ἀλήθειαν». Ἡ ἀγάπη χωρὶς τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν ἀλήθεια, εἶναι κίβδηλη καὶ ψεύτικη ἀγάπη.

Χριστιανικὴ εὐθύνη 
Στὴ σύγχρονη ἐποχή, ἀντὶ νὰ ἐφαρμόζεται τὸ «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»[41] καὶ νὰ διακηρύσσεται ὅτι μόνη ὁδὸς σωτηρίας, τὸ μόνο Φῶς, εἶναι ὁ Χριστός, ἐδῶ καὶ μερικὲς δεκαετίες προωθεῖται ὁ διαθρησκειακὸς συγκρητισμός. Ἐκτιμᾶται ὅτι θὰ ἐπιτευχθεῖ ὅ,τι ἐπετεύχθει μὲ τὸν διαχριστιανικὸ συγκρητισμό, μὲ τὸν Οἰκουμενισμό, νὰ ἀμβλυνθοῦν δηλαδὴ οἱ μεταξὺ τῶν θρησκειῶν διαφορὲς καὶ νὰ προβληθοῦν οἱ δῆθεν ὁμοιότητες, τὰ κοινὰ στοιχεῖα, εἰς τρόπον ὥστε - καὶ αὐτὸ εἶναι τέχνασμα τοῦ Διαβόλου - νὰ μὴ μείνουν περιθώρια στὸ Εὐαγγέλιο νὰ διεκδικεῖ τὴν μοναδικότητα καὶ τὴν ἀποκλειστικότητα τῆς σωτηρίας, νὰ μὴ μπορέσουν οἱ ἄνθρωποι νὰ στραφοῦν πρὸς τὸ Εὐαγγέλιο καὶ νὰ σωθοῦν. Ἡ νέα ἀπάτη τοῦ Διαβόλου μὲ τὴν πανθρησκεία καὶ τὶς διαθρησκειακὲς συναντήσεις χρησιμοποιεῖ τὸ ἴδιο ψεῦδος, ποὺ χρησιμοποίησε ὁ Διάβολος στοὺς πρωτοπλάστους? διέψευσε τότε ὅσα τοὺς εἶπε ὁ Θεὸς καὶ τοὺς ἔδειξε τὸ δικό του δρόμο, ποὺ δὲν εἶναι πάντως δρόμος σωτηρίας, ἀλλὰ πτώσεως καὶ καταστροφῆς. Τώρα τοὺς λέγει : Μὴν ἀκοῦτε τί λέγει τὸ Εὐαγγέλιο ὅτι μόνον ὁ Χριστὸς σώζει. Καὶ ἄλλες θρησκεῖες σώζουν, γιατί καὶ ἄλλες θρησκεῖες πιστεύουν στὸν ἴδιο Θεὸ καὶ ἄλλες θρησκεῖες διδάσκουν ἠθικὲς ἀρχὲς καὶ ἀξίες. 
Μεγάλες καὶ ἀνυπολόγιστες εἶναι οἱ εὐθύνες ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων τοῦ ποιμαίνοντος τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Γερμανίας, Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Γερμανίας κ. Αὐγουστίνου, ὁ ὁποῖος δυστυχῶς χορεύει σὲ οἰκουμενιστικοὺς ρυθμούς. Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 2011 ὑποδέχθηκε τὸν αἱρεσιάρχη Πάπα ὡς κανονικὸ ἀρχιεπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας. Σὲ χαιρετισμὸ τοῦ τὸν χαρακτήρισε Παναγιώτατο, Ἁγιώτατο, Ἅγιο Πατέρα. Τὸ «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος...», τὸ ὁποῖο ἀκούσαμε κατὰ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα στὸ Φανάρι τὸ 2006, ἀκούσθηκε καὶ ἀπὸ τὸν Σέβ. Γερμανίας, ὁ ὁποῖος προσέθεσε: «Ὁ Κύριος νὰ εὐλογεῖ τὴν ὑπηρεσία σᾶς»[42]. Διοργάνωσε ἑορτασμοὺς γιὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ[43], κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ὁποίων δέχθηκε νὰ τὸν μυρώσει ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ Παπισμοῦ μὲ πλήρη «ἀρχιερατικὴ» ἀμφίεση καὶ περίμενε στὴ σειρὰ νὰ εὐλογηθεῖ ἀπὸ ἱέρεια[44]. Προετοιμάζει τὸν κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Παπικῶν[45] καὶ δηλώνει ὅτι ὑποχρεωτικὰ πρέπει σήμερα κανεὶς νὰ εἶναι οἰκουμενιστής, γιὰ νὰ εἶναι χριστιανὸς[46]. Εἶναι πράγματι κρίμα νὰ δηλώνεται ἐπίσημα ὅτι «τὸ Βερολίνο εἶναι μία μητρόπολη ποὺ δὲν πιστεύει, ἡ πρωτεύουσα τῶν ἀθέων καὶ τῶν ἀγνωστικιστῶν».

Ἡ ἔννοια τῆς θρησκείας
Ἂς μᾶς ἐπιτραπεῖ, ὅμως, στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ ξεκαθαρίσουμε, νὰ ξεδιαλύνουμε καὶ νὰ ὁριοθετήσουμε τὴν ἔννοια τῆς θρησκείας.  
Σύμφωνα μὲ τὸν ὁμότιμο καθηγητὴ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ κ. Γεώργιο Μαντζαρίδη θρησκεία εἶναι τὸ φαινόμενο τῆς κινήσεως τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος ἀναζητᾶ τὸν Θεό. «Ἡ Ἐκκλησία, ὅμως, δὲν προτάσσει τὴν κίνηση τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεό, ἀλλὰ τὴν κίνηση τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Δὲν οἰκοδομεῖται μὲ τὴ θρησκευτικὴ ἀναζήτηση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ποῦ προσκαλεῖ τὸν ἄνθρωπο σὲ ἀνάλογη τοποθέτηση ἀπέναντί του. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανισμὸς εἶναι ἀποκάλυψη καὶ ὄχι θρησκεία. Ἀλλά, ἤδη, μὲ τὴν τοποθέτηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ παρουσιάζεται καὶ τὸ φαινόμενο τῆς θρησκείας. Τὸ χαρακτηριστικό, ὅμως, στὴν περίπτωση αὐτὴ εἶναι ὅτι ἡ θρησκεία προβάλλει ὡς δευτερογενὲς φαινόμενο. Δὲν εἶναι, πλέον, ἡ κίνηση γιὰ τὴν εὕρεση τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἡ προσπάθεια γιὰ τὴν βίωση τῆς ἀποκαλύψεώς του»[47]. Ἄρα, ἡ Ὀρθοδοξία κατὰ πρῶτο λόγο, κατ’ ἀκρίβειαν εἶναι ἀποκάλυψη. Ἀποκαλύπτεται ὁ Ἅγιος Τριαδικὸς Θεὸς μέσω τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δὲν εἶναι θρησκεία. Κατὰ δεύτερο λόγο, κατ’ οἰκονομίαν εἶναι θρησκεία.   
Ἡ λέξη «θρησκεία» δὲν συναντᾶται πουθενὰ μέσα στὴν Ἁγία Γραφή, παρὰ μόνο στὴν Καθολικὴ ἐπιστολὴ τοῦ ἀδελφοθέου ἁγίου Ἰακώβου, ὅπου ἐκεῖ ἔχει ἐντελῶς διαφορετικὸ νόημα καὶ περιεχόμενο. Ὁ ἅγιος ἔνδοξος Ἀπόστολος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος στὸ 1ο κέφ. τῆς Καθολικῆς του ἐπιστολῆς στοὺς στίχους 26-27 ἀναφέρει: «Εἰ τὶς δοκεῖ θρῆσκος εἶναι ἐν ὑμὶν μὴ χαλιναγωγῶν γλώσσαν αὐτοῦ, ἀλλ’ ἀπατῶν καρδίαν αὐτοῦ, τούτου μάταιος ἡ θρησκεία. Θρησκεία καθαρὰ καὶ ἀμίαντος παρὰ τῷ Θεῶ καὶ πατρὶ αὔτη ἐστίν, ἐπισκέπτεσθαι ὀρφανοὺς καὶ χήρας ἐν τὴ θλίψει αὐτῶν, ἄσπιλον ἑαυτὸν τηρεῖν ἀπὸ τοῦ κόσμου». Δήλ. «ἐὰν κάποιος ἀπὸ σᾶς νομίζει ὅτι εἶναι εὐσεβὴς καὶ πιστὸς στὰ καθήκοντα ποῦ ἐπιβάλλει ἡ θρησκεία, δὲν χαλιναγωγεῖ ὅμως τὴν γλώσσα του, ἀλλὰ ἐξαπατᾶ τὴν καρδιά του μὲ τὴν πλανεμένη αὐτὴ ἀντίληψή του, μάθετε ὅτι τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ εἶναι ἀνωφελὴς καὶ μάταιη ἡ θρησκεία. Θρησκεία καθαρὴ καὶ ἀμόλυντη ἐνώπιόν του Θεοῦ καὶ Πατρὸς εἶναι αὐτή, νὰ ἐπισκέπτεται κανεὶς μὲ ἀγάπη καὶ καλοσύνη τὰ ὀρφανὰ καὶ τὶς χῆρες, γιὰ νὰ τοὺς προσφέρει τὴν προστασία καὶ τὴν παρηγοριὰ στὴ θλίψη τους καὶ συγχρόνως νὰ τηρεῖ τὸν ἑαυτὸ τοῦ καθαρὸ καὶ ἀμόλυντο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ποῦ κυριαρχεῖ στὸν κόσμο». 
Ἑρμηνεύοντας ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τὸ παραπάνω χωρίο, μᾶς δίνει τὴν σημασία τῶν λέξεων «θρῆσκος» καὶ «θρησκεία». Λέει ὅτι «θρῆσκος» στοὺς Ἰουδαίους ὀνομαζόταν ἐκεῖνος, ποῦ εἶχε μὲν κάποια νομιζόμενη πίστη, ὅμως δὲν ἦταν φανερὴ στοὺς πολλοὺς μὲ τὰ ἔργα. Ἡ λέξη «θρησκεία» φαίνεται ὅτι δηλώνει κάτι περισσότερο ἀπὸ τὴν πίστη. Γιατί, τὸ ὄνομα αὐτὸ φανερώνει ὅτι ἡ θρησκεία εἶναι μία γνώση κάποιων κρυφίων πραγμάτων καὶ μιὰ βεβαιότητα ὅσων θεωροῦνται στὴν πίστη. Γι’αὐτὸ καὶ ὁ μακάριος Ἰάκωβος μεταχειρίσθηκε ἐδῶ αὐτὴ τὴ λέξη καὶ ἀπὸ αὐτή, κατὰ παρωνυμία, εἶπε παραπάνω τὸ «θρῆσκος» σὰ νὰ λέει: «Πῶς ἐσὺ νομίζεις ὅτι εἶσαι γνώστης καὶ ἀκριβὴς φύλακας τοῦ νόμου, ὅταν δὲν ξέρεις νὰ χαλιναγωγεῖς τὴν γλώσσα σου, ἀλλὰ καταλαλεῖς τὸν ἀδελφόν σου; Πῶς ἐσύ, ζώντας ὑπερήφανα, δὲν ἐλεεῖς τοὺς ὀρφανοὺς καὶ πτωχοὺς τὴν στιγμὴ ποῦ ὁ νόμος δὲν δέχεται τὸν κατάλαλο καὶ προστάζει νὰ ἐλεοῦμε τοὺς ἐχθρούς; Ἄν, λοιπόν, θέλεις νὰ εἶσαι θρῆσκος, μὴν δείχνεις τὸ θρῆσκον σου μόνο στὴν ἀνάγνωση καὶ ἀκρόαση τοῦ νόμου, ἀλλὰ στὴν πράξη τῶν ἐντολῶν τοῦ νόμου. Ἡ πράξη δὲ αὐτὴ εἶναι τὸ νὰ ἐλεεῖς καὶ νὰ οἰκτείρεις αὐτοὺς ποῦ ἔχουν ἀνάγκη, ἐπειδὴ τὸ ἔλεος καὶ ὁ οἰκτιρμός, ποῦ κάνει κάποιος στὸν πλησίον, αὐτὸ εἶναι ὁμοιοτητης τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός». 
Ξεκαθαρίζοντας περαιτέρω ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τὴν ἔννοια τοῦ ὄρου «θρησκεία» σημειώνει ὅτι τὸ ὄνομα τῆς θρησκείας ἔλαβε τὴν ἀρχή του ἀπὸ τοὺς Θράκες, οἱ ὁποῖοι, ἐπειδὴ εἶχαν βαθύτερο σέβας καὶ περισσότερη δεισιδαιμονία στοὺς δαίμονες καὶ τὰ εἴδωλά τους, ἔδωσαν ἀφορμὴ καὶ στοὺς ἄλλους Ἕλληνες νὰ ὀνομάζουν θρησκεία τὸ σέβας πρὸς τὰ εἴδωλα, καθὼς μαρτυρεῖ ὁ Θεολόγος Γρηγόριος στὸν λόγο του στὰ Φῶτα, λέγοντας? «οὐ Θρακῶν ὄργια ταῦτα, παρ’ὧν καὶ τὸ θρησκεύειν ὡς λόγος». Στοὺς παχυμερεῖς ὅρους τοῦ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὁρίζει τὴν θρησκεία ὡς ἑξῆς? «θρησκείαν οἶδα καὶ τὸ δαιμόνων σέβας, ἡ δ’εὐσέβεια προσκύνησις Τριάδος». Ἔτσι ὁρίζει τὴν θρησκεία καὶ τὴν εὐσέβεια καὶ ὁ Βαρίνος, δανειζόμενος ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο θεολόγο. Ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια, συνεχίζει ὁ ἅγιος Νικόδημος, συμπεραίνουμε ὅτι δὲν κυριολεκτοῦν μερικοὶ διδάσκαλοι, ποῦ μεταχειρίζονται τὸ ὄνομα τῆς θρησκείας γιὰ τὴν ἁγιώτατη εὐσέβεια καὶ πίστη μας, ἐπειδὴ αὐτὸ δόθηκε ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες κατὰ κάποιο κυριώτερο τρόπο στοὺς μιαροὺς δαίμονες καὶ δὲν πρέπει νὰ εἰσάγεται στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Συνιστᾶ, τέλος, ὂ  Ὅσιος ἀντὶ τοῦ ὀνόματος τῆς θρησκείας, νὰ εἶναι σὲ χρήση τὸ ὄνομα τῆς πίστεως ἢ τῆς εὐσεβείας ἢ τῆς Ὀρθοδοξίας ἢ τῆς θεοσεβείας[48]. 
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὠφείλουμε νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι ὀργάνωση οὔτε σωματεῖο οὔτε πολιτικὸ κόμμα οὔτε φιλοσοφία, ἀλλὰ εἶναι Σῶμα Χριστοῦ, θεανθρώπινος ὀργανισμός. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ὁ λυτρωτὴς Χριστός, ἡ Μητέρα τοῦ λυτρωτοῦ Χριστοῦ καὶ οἱ φίλοι του λυτρωτοῦ Χριστοῦ. Σὲ τελικὴ ἀνάλυση ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι Βασιλεία, γεγονὸς τὸ ὁποῖο ὁμολογοῦμε ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι μὲ τὴν ἐναρκτήρια φράση τῆς Θείας Λειτουργίας, δήλ. μὲ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»[49].
Μὲ βάση, λοιπόν, τὰ ἀνωτέρω θὰ ἦταν καλύτερο νὰ μὴν ὑποβιβάζουμε τὴν Ὀρθοδοξία σὲ θρησκεία, διότι τότε τὴν μπλέκουμε στὸ ἀτελείωτο κουβάρι τῶν διαθρησκειακῶν. Ἐφόσον, ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι θρησκεία, δὲν θὰ πρέπει νὰ ἔχει καμμία θέση ἀνάμεσα στὸ συνονθύλευμα τοῦ διαθρησκειακοῦ συμφυρμοῦ. 

Εἶναι μονοθεϊστικὲς θρησκεῖες ὁ Ἰουδαϊσμὸς καὶ τὸ Ἰσλάμ;\Ἔχουν οἱ θρησκεῖες τὸν ἴδιο Θεὸ καὶ κοινὲς ἠθικὲς ἀξίες;

Ἂς δοῦμε τώρα μία ἀπὸ τὶς θεμελιακὲς θέσεις, ποὺ προβάλλουν ὅσοι ὀργανώνουν, συμμετέχουν, καὶ ὑποστηρίζουν τὶς διαθρησκειακὲς συναντήσεις καὶ τοὺς διαθρησκειακοὺς διαλόγους. Σύμφωνα μὲ αὐτή, σὲ ὅλες τὶς θρησκεῖες ὑπάρχουν θετικὰ στοιχεῖα? οἱ τρεῖς μάλιστα μεγάλες μονοθεϊστικὲς θρησκεῖες, ὁ Χριστιανισμός, ὁ Ἰουδαϊσμὸς καὶ τὸ Ἰσλὰμ πιστεύουν στὸν ἴδιο Θεό. Αὐτὸ διακηρύσσεται urbi et orbi. Ἄρχισε νὰ καλλιεργεῖται καὶ νὰ διδάσκεται ἀπὸ τὴ Β' Βατικάνειο Σύνοδο (1962-1965)[50], νὰ προωθεῖται δὲ καὶ νὰ ἐφαρμόζεται ἀπὸ τὸν πάπα Ἰωάννη Παῦλο Β', ὁ ὁποῖος τόλμησε στὴν Ἃ' ἐν Ἀσίζη πανθρησκειακὴ σύνοδο (1986), νὰ συγκαλέσει τὴν πρώτη πανθρησκειακὴ συνάντηση, ὅπου συμπροσευχήθηκαν στὸν ἴδιο ψεύτικο Θεὸ ὅλοι οἱ ἐκεῖ συμπαραστάντες ἐτερόθρησκοι καὶ ἑτερόδοξοι. Τὸ Βατικανὸ καὶ τὸν πάπα ἀκολούθησαν στὴ συνέχεια τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο «Ἐκκλησιῶν»[51] καὶ δικοί μας ἐκκλησιαστικοὶ ἡγέτες. 
Δὲν ἔχουν οἱ θρησκεῖες τὸν ἴδιο Θεό? ἢ μᾶλλον ὅλες οἱ θρησκεῖες ἔχουν ψεύτικους θεούς, ἀφοῦ δὲν πιστεύουν στὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό, στὸν ἀποκαλυφθέντα Τριαδικὸ Θεό, στὴν Ἁγία Τριάδα, στὸν Πατέρα, στὸν Υἱὸ καὶ στὸ Ἅγιον Πνεῦμα. 


Ψεύτικος ὁ Θεὸς τῶν Ἰουδαίων καὶ τῶν Μουσουλμάνων 
Δὲν εἶναι μόνον οἱ εἰδωλολάτρες ἀσεβεῖς, ἀγνοοῦντες καὶ μὴ σεβόμενοι τὸν ἀληθῆ Θεό. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τοὺς Ἰουδαίους καὶ Μουσουλμάνους, ποὺ δὲν πιστεύουν ἀμφότεροι στὴν Ἁγία Τριάδα. Ἐφ' ὅσον κατὰ τὴν ἀποκαλυφθεῖσα ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Θεὸ διὰ τοῦ Χριστοῦ ἀλήθεια ὁ Θεὸς εἶναι ἕνα καὶ τρία συγχρόνως, Μονὰς ἐν Τριάδι καὶ Τριὰς ἐν Μονάδι, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιο Πνεῦμα, οἱ μὴ δεχόμενοι τὴν Ἁγία Τριάδα, ποὺ εἶναι ὁ μόνος ὑπάρχων Θεός, πιστεύουν σὲ ἀνύπαρκτο Θεό, σὲ ψεύτικο Θεό, σὲ εἴδωλο οὐσιαστικῶς, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει μονοπρόσωπος Θεός, ἀλλὰ τρία πρόσωπα ὁ Τρισυπόστατος εἰς ἀληθινὸς Θεός. Δὲν ὑπῆρξε ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁ Πατὴρ ἦταν μόνος, χωρὶς τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα? δὲν εἶναι κτίσματα ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ὅπως ὅλα τὰ κτιστὰ ὄντα, κατὰ τὴν πίστη τοῦ Ἀρείου καὶ τοῦ Μακεδονίου, τῶν Ἰουδαίων καὶ τῶν Μουσουλμάνων. Εἶναι ἄκτιστα ὄντα, ἄναρχα, συναΐδια, συναιώνια, ὁμοούσια μὲ τὸν Πατέρα. Ἀφ' ὅτου ὑπάρχει ὁ Πατήρ, ὑπάρχει καὶ ὁ Υἱός, ὑπάρχει καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἅμα Πατήρ, ἅμα Υἱός, ἅμα Ἅγιον Πνεῦμα, σύγχρονα καὶ συνδιαιωνίζοντα. 
Εἶναι ἴδιος ὁ Θεὸς τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἁπλῶς ἐκεῖ, λόγω τοῦ κινδύνου τῆς κυριαρχούσης πολυθεΐας τῶν εἰδωλολατρῶν, δὲν κηρύσσεται ἐμφανῶς, γιὰ νὰ μὴ παρασυρθοῦν οἱ ἐπιρρεπεῖς στὴν πολυθεΐα Ἑβραῖοι καὶ καταλήξουν σὲ εἰδωλολατρεία· ἔπρεπε νὰ διαφυλαχθεῖ ἔναντί της πολυθεΐας ἡ μονοθεΐα, καὶ νὰ μὴ θεωρηθεῖ ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς διαφορετικοὶ θεοί. Γι' αὐτὸ καὶ τονίζεται πολὺ συχνὰ ἡ πίστις στὸν ἕνα Θεό? «Ἐγὼ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου... Οὐκ ἔσονται σοὶ θεοὶ ἕτεροι πλὴν ἐμοῦ»[52]. Και πάλι: «Ἄκουε Ἰσραήλ. Κύριος ὁ Θεός σου, Κύριος εἰς ἐστι»[53]. Στὸ μασοριτικὸ κείμενο διαλαμβάνει ὁ θεοπτης συγγραφεὺς πληθυντικὸ ἀριθμὸ γιὰ τὸ «Κύριος ὁ Θεός σας» καὶ τὸν ὄρο γιαχίδ, ποὺ σημαίνει σύνθετη μονάδα, ἀντὶ τοῦ ὄρου ἐχὰδ γιὰ τὸν ὄρο «εἰς ἐστι». Ὁ προφήτης Ἠσαΐας ἐπίσης κηρύσσει ἐκ προσώπου τοῦ Θεοῦ : «Ἐγὼ γὰρ Θεὸς πρῶτος καὶ ἐγὼ μετὰ ταῦτα καὶ πλὴν ἐμοῦ οὐκ ἔστι Θεός. Ἔμπροσθέν μου οὐκ ἐγένετο ἄλλος Θεὸς καὶ μετ' ἐμὲ οὐκ ἔσται καὶ πλὴν ἐμοῦ οὐκ ἔστι»[54]. 
Ἐξ αἰτίας λοιπὸν τῆς ροπῆς τῶν Ἰουδαίων πρὸς τὴν εἰδωλολατρεία καὶ τῆς ἀνωριμότητός τους δὲν ἀποκαλύφθηκε πλήρως τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος, μολονότι ὑπάρχουν σαφεῖς ὑπαινιγμοὶ περὶ αὐτοῦ. Μερικοὶ Ἰουδαῖοι δὲν κατάλαβαν τὴν πρόοδο καὶ ἐξέλιξη τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁλοκλήρωση τῆς Παλαιᾶς ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ ἀγνοοῦν τὴν Ἁγία Τριάδα, νὰ μὴ δέχονται τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νὰ μένουν στὰ παλαιὰ καὶ ἀτελῆ, καὶ ἔτσι οὐσιαστικῶς νὰ μὴ πιστεύουν στὸν ἀληθινὸ Θεό, τὸν ὁποῖο, λόγω τῶν ἱστορικῶν συνθηκῶν καὶ τῆς νηπιακῆς τους καταστάσεως, ἀπέφυγε νὰ ἐμφανίσει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ὡς Τριαδικό. Ἐπανειλημμένως ὁ Χριστὸς μὲ τὴ διδασκαλία Τοῦ προσπάθησε νὰ τοὺς διδάξει αὐτὴν τὴν ἀλήθεια καὶ ὑπῆρξαν πολλοὶ Ἰουδαῖοι, ποὺ τὴν ἀποδέχθηκαν, ἀφοῦ ἐξ Ἰουδαίων ἀποτελέσθηκε ἡ πρώτη χριστιανικὴ κοινότητα, Ἰουδαῖοι ἤσαν οἱ Ἀπόστολοι. Σκανδάλισε πολλοὺς Ἰουδαίους ὁ Χριστός, ὅταν παρουσίαζε τὸν ἑαυτό του ὡς ἴσο μὲ τὸν Πατέρα καὶ ὡς Θεό : «Ἐγὼ καὶ ὁ Πατὴρ ἐν ἐσμέν». Ἔβλεπαν ἕνα ἄνθρωπο καὶ ἀρνοῦνταν νὰ τὸν πιστεύσουν ὡς Θεάνθρωπο? γι' αὐτὸ καὶ προσπάθησαν πολλὲς φορὲς νὰ τὸν λιθοβολήσουν, διότι, ὅπως τοῦ εἶπαν, «σὺ ἄνθρωπος ὧν, ποιεῖς σεαυτὸν Θεὸν»[55]. Καὶ πρὸς τοὺς μαθητὲς Τοῦ ἀκόμη σταδιακὰ ἐμφάνισε τὴ Θεότητά του? ἐπήνεσε καὶ προέβαλε τὴν ὁμολογία τοῦ Πέτρου, ὅταν στὸ ἐρώτημά του «τίνα μὲ λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου», ἐκεῖνος ἀπήντησε : «Σὺ εἰ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος»[56]. Τὴν ἴδια καταφατικὴ θέση διετύπωσε ὁ Χριστὸς καὶ πρὸς τὸν Καϊάφα στὴν ἀπαίτησή του νὰ τοὺς πεῖ ἂν εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ : «Ἐξορκίζω σὲ κατὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ἴνα ἠμὶν εἴπης εἰ σὺ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ»[57]. Ὅλη ἡ Καινὴ Διαθήκη, ἀπὸ τὸ κήρυγμα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ποὺ μαρτύρησε περὶ τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἄκουσε ὁ ἴδιος τὸν Πατέρα νὰ μαρτυρεῖ περὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ εἶδε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα νὰ κατέρχεται ὡς περιστερά, εἶναι μία συνεχὴς διδασκαλία καὶ φανέρωση τοῦ μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος. 
Δὲν πιστεύει, λοιπόν, στὸν ἀληθινὸ Θεὸ ὅποιος ἀρνεῖται τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων, ὁ χωρὶς Χριστὸ Ἰουδαϊσμός, ἑκουσίως παρέμειναν τυφλοὶ καὶ ἐξακολουθοῦν καὶ σήμερα νὰ εἶναι τυφλοὶ μπροστὰ στὴν ἀλήθεια καὶ στὸ Φῶς τῆς Τριαδικῆς Θεότητος. Μόνο μὲ τὴν πίστη στὸν Χριστὸ ἔχει κανεὶς ἀληθῆ θεογνωσία καὶ θεοπτία? «ὁ ἐωρακῶς ἐμὲ ἐώρακε τὸν Πατέρα... ἐγὼ ἐν τῷ Πατρὶ καὶ ὁ Πατὴρ ἐν ἐμοὶ ἐστι»[58]. Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ γνωρίσει τὸν Πατέρα, παρὰ μόνο διὰ τοῦ Υἱοῦ? «Οὐδεὶς ἐπιγινώσκει τὸν Υἱὸν εἰ μὴ ὁ Πατήρ, οὐδὲ τὸν Πατέρα τὶς ἐπιγινώσκει εἰ μὴ ὁ Υἱὸς καὶ ὢ ἂν βούληται ὁ Υἱὸς ἀποκαλύψαι»[59]. Ὁ ἐκ γενετῆς τυφλός, ὁμολογήσας τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, βρῆκε συγχρόνως τὸ σωματικὸ καὶ τὸ πνευματικὸ φῶς, ἐνῶ οἱ σκληροκάρδιοι Φαρισαῖοι, σωματικὰ βλέποντες, πνευματικὰ ζοῦν στὸ σκοτάδι τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ? τὸ ἴδιο καὶ ὁ σύγχρονος Ἰουδαϊσμός? ὅπως διεπίστωσε καὶ προφήτευσε ὁ Χριστός? «Εἰς κρίμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἴνα οἱ μὴ βλέποντες βλέπωσι καὶ οἱ βλέποντες τυφλοὶ γένωνται»[60]. 
Εἶναι, λοιπόν, ποτὲ δυνατὸν νὰ ὑπάρξει ἀληθινὸς Χριστιανός, ποὺ νὰ πιστεύει καὶ νὰ γράφει ὅτι ὁ Ἰουδαϊσμός, ὅπως καὶ ὁ Μουσουλμανισμός, ποὺ ἀπορρίπτει ἐπίσης τὴν Ἁγία Τριάδα, τὴν θεότητα τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πιστεύουν στὸν ἴδιο μὲ τοὺς Χριστιανοὺς Θεό; Οἱ ἴδιοι οἱ Ἀπόστολοι, Ἰουδαῖοι ὄντες, ἀγαπῶντες καὶ συμπαθοῦντες τοὺς ὁμοφύλους τῶν, πολὺ περισσότερο ἀπὸ μερικοὺς σημερινοὺς Χριστιανούς, ποὺ ὑποκριτικά τους παραπλανοῦν, γράφουν καὶ διδάσκουν ὅτι μὲ τὴν ἄρνηση καὶ τὴ σταύρωση τοῦ Χριστοῦ, ἔγιναν θεομάχοι καὶ θεοκτόνοι, ἀπὸ ἄγνοια ἴσως, τὴν ὁποία πρέπει νὰ ἀπορρίψουν, νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ σωθοῦν. Ἔτσι ἐξαπλώθηκε καὶ κηρύχθηκε τὸ Εὐαγγέλιο σὲ ὅλο τὸν κόσμο «καὶ προσετίθεντο, πιστεύοντες τῷ Κυρίω πλήθη ἀνδρῶν καὶ γυναικὼν»[61] καὶ ὄχι μὲ πανθρησκειακοὺς ναοὺς τύπου Βερολίνου καὶ Ἀστανά, ὅπου ἀποσιωπᾶται, κρύβεται καὶ δὲν κηρύσσεται ὁ Χριστός, καὶ ἀθετεῖται τὸ Εὐαγγέλιο. Αὐστηρὸς καὶ τολμηρὸς ὁ λόγος τοῦ πρωτομάρτυρος Στεφάνου στηρίζεται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἡ ὁποία προκατήγγειλε τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἐλέγχει δριμύτατά τους τότε καὶ τοὺς σημερινοὺς Ἰουδαίους ὡς προδότες καὶ φονεῖς : «Σκληροτράχηλοι καὶ ἀπερίτμητοι τὴ καρδία καὶ τοῖς ὠσίν, ὑμεῖς ἀεὶ τῷ Πνεύματι τῷ Ἁγίω ἀντιπίπτετε, ὡς οἱ πατέρες ὑμῶν καὶ ὑμεῖς. Τίνα τῶν προφητῶν οὐκ ἐδίωξαν οἱ πατέρες ὑμῶν; Καὶ ἀπέκτειναν τοὺς προκαταγγείλαντας περὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ δικαίου, οὐ νῦν ὑμεῖς προδόται καὶ φονεῖς γεγένησθε»[62]. Δὲν εἶναι αὐτὰ παρὰ ἀκριβὴς ἐπανάληψη τῶν ὅσων ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς εἶπε ἐναντίον τῶν Γραμματέων καὶ Φαρισαίων. Τὰ ἴδια ἐπαναλαμβάνουν καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες εἰς τὰ «Κατὰ Ἰουδαίων» συγγράμματά τους, τὰ ὁποία ἐπικρίνουν οἱ τῆς πανθρησκείας, οἱ τοῦ διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ τῆς Νέας Ἐποχῆς, ὡς φονταμενταλιστικὰ καὶ φανατικά, προτείνοντες ἀκόμη νὰ ἐξαλειφθοῦν καὶ ἀπὸ τὴν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας οἱ ἀντιϊουδαϊκὲς ἀναφορές. Οἱ ἰσχυρισμοὶ ὅμως αὐτοὶ προσβάλλουν καὶ ἀθετοῦν τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴν ζωὴ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, γιατί μὲ τὴν νοοτροπία αὐτὴ πρέπει νὰ δεχθοῦμε ὅτι ὁ Χριστός, οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες ἤσαν φονταμενταλιστὲς καὶ ἀκραῖοι. Τοὺς χαρίζουμε τοὺς πανθρησκειακοὺς ναοὺς καὶ τὸν προοδευτισμό τους καὶ καυχώμεθα γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τοὺς Μάρτυρες. 
Ἀφαιρέθηκε ἀπὸ τὸν Ἰουδαϊσμό η Χαρις καὶ ἠ ευλογία του Θεού  
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος νὰ εὔχεται ὁ ἴδιος νὰ ἀπολεσθεῖ, νὰ ἀναθεματισθεῖ, προκειμένου νὰ ὁδηγήσει κάποιον Ἰουδαῖο στὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου? «ηὐχόμην γὰρ αὐτὸς ἐγὼ ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μου, τῶν συγγενῶν μου κατὰ σάρκα, οἵτινες εἰσιν Ἰσραηλίται»[63]. Κηρύττοντας τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ στοὺς Ἰουδαίους μὲ παρρησία καὶ σαφήνεια ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὑπέστη ἀπερίγραπτους διωγμούς, κακώσεις καὶ ταλαιπωρίες. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινή, ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη, καὶ ὄχι ἡ ἄλλη, ἡ ψευτοαγάπη τοῦ Σατανᾶ, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἀποκρύπτεις τὴν ἀλήθεια, ὥστε νὰ μὴ δυσαρεστεῖς καὶ νὰ καλοπερνᾶς. Αὐτὸ εἶναι τὸ νέο ἐφεύρημα τοῦ Σατανᾶ, ὁ νέος πειρασμός, ὁ διαθρησκειακὸς καὶ διαχριστιανικὸς Οἰκουμενισμός, ὅπου τὸ μόνο πράγμα ποὺ δὲν ἐνδιαφέρει κανέναν εἶναι τὸ κήρυγμα τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνο ποὺ ἐνδιαφέρει εἶναι ἡ κατ' ἄνθρωπον καὶ κατὰ κόσμον εὐγένεια, τὸ νὰ μὴ θίξουμε δῆθεν τὸν ἄλλον, ὁ κοσμοπολιτισμὸς καὶ ἡ ψευτοευγένεια τῶν σαλονιῶν, ὄχι τὸ ἀνδρεῖο φρόνημα καὶ ἡ παλληκαριὰ τοῦ Προδρόμου, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων. 
Τὴν ἐξ ἀγάπης ἀντιϊουδαϊκῆ καὶ παιδαγωγικὴ στάση τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων συνέχισαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες εἰς τὰ «Κατὰ Ἰουδαίων» συγγράμματά τους, εἰσήγαγε δὲ καὶ ἡ Ἐκκλησία στὴν ὑμνογραφία της, ἰδιαίτερά της Μ. Ἑβδομάδος, ὅπου ὑπάρχουν βαρύτατοι χαρακτηρισμοὶ εἰς βάρος τῶν Ἰουδαίων. Τὸν Πρωτομάρτυρα Στέφανο ἐπαινεῖ ἡ Ἐκκλησία, γιατί ἤλεγξε τὴν μανία τῶν Ἰουδαίων? ἐξ αἰτίας μάλιστα αὐτοῦ του ἐλέγχου ἀξιώθηκε νὰ γίνει θεοπτης? «σὺ γὰρ τὴν Ἰουδαίων ἀπελέγξας μανίαν εἶδες σου τὸν Σωτήρα τοῦ Πατρὸς δεξιόθεν». Τὰ μαρτύρια καὶ τὰ ἀθλήματα, ποὺ ὑπέμεινε, ἔγιναν «βασίλειον διάδημα», ποὺ ἔστεψαν τὸ κεφάλι του. Ἐρανιζόμενοι ἀπὸ μερικοὺς μόνον ὕμνους τῆς Μ. Ἑβδομάδος, βλέπουμε νὰ χαρακτηρίζονται οἱ Ἰουδαῖοι ὡς «ἀλαζὼν καὶ μιαιφόνος λαός», ὡς «φθονερὸς ἀλάστωρ, φόνου πλήρης λαός», «ἀραβιανόν, σκολιώτατον γένος Ἑβραίων», «ὀλέθριος σπείρα θεοστυγῶν, πονηρευομένων, «θεοκτόνων συναγωγή», «τῶν δικαίων φονευταί», «θεομάχοι», «θεοκτόνοι», «παράνομοι», «πονηρὸν συνέδριον», «ἄνομοι καὶ ἄπιστοι», «γενεὰ ἄπιστος καὶ μοιχαλίς», «κατακριτος συναγωγή». Ἐπὶ αἰῶνες τὰ διδάσκει καὶ τὰ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία μάλιστα ἔχει τὴν συνείδηση ὅτι ἀποτελεῖ τὸν νέο ἐκλεκτὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, τὸ νέο ἔθνος, στὸ ὁποῖο ἔχει ἐπιδαψιλεύσει πλέον ὁ Θεὸς τὴν εὐλογία του, ἀφοῦ τὴν ἀφήρεσε ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι, ἀπορρίψαντες καὶ σταυρώσαντες τὸν Χριστό, ἀποδείχθηκαν ἀνάξιοι αὐτῆς τῆς εὐλογίας, ὅπως ἄλλωστε εἶχε προειδοποιήσει ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἐλέγχοντας τὴν σκληροκαρδία καὶ ἀπιστία τους. Ἐνθυμούμεθα τὴν βαριὰ ἀγανάκτησή του, ὅταν εἶπε τοὺς σκληροὺς λόγους, «ὢ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ' ὑμῶν; Ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν»;[64], ὅπως ἐπίσης καὶ τὴν ἐπαληθευθεῖσα σχεδὸν ἀμέσως προφητεία, τὴν ὁποία εἶπε μετὰ τὴν παραβολὴ τοῦ ἀμπελῶνος γιὰ τὴν θανάτωση ὑπὸ τῶν γεωργῶν του υἱοῦ τοῦ οἰκοδεσπότου : «Διὰ τοῦτο λέγω ὑμὶν ὅτι ἀρθήσεται ἀφ' ὑμῶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ δοθήσεται ἔθνει ποιούντι τοὺς καρποὺς αὐτῆς»[65]. Ἡ ξηρανθεῖσα ἀπὸ τὸ Χριστὸ συκῆ, τὴν ὁποία ἐπίσης μνημονεύει ἡ Ἐκκλησία στὸν ὄρθρο τῆς Μ. Δευτέρας, συμβολίζει τὴν ἄκαρπη ἰουδαϊκὴ Συναγωγή : «Τὴν Συναγωγὴν συκῆν Χριστός, Ἑβραίων, καρπῶν ἄμοιρον πνευματικῶν εἰκάζων, ἄρα ξηραίνει, ἢς φύγωμεν τὸ πάθος». Ποιὸς ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους πιστοὺς δὲν ἔχει διὰ τῶν αἰώνων στὰ αὐτιὰ τοῦ ζωντανούς τους λόγους τοῦ Κυρίου πρὸς τοὺς Ἰουδαίους, ὅπως τοὺς διατυπώνει τὸ θαυμάσιο ἀντίφωνο τῆς ἀκολουθίας τῶν Ἁγίων Παθῶν, ποὺ ἀναφέρεται στὴν ἀγνωμοσύνη τῶν Ἰουδαίων καὶ στὴν ἀφαίρεση τῆς Χάριτος καὶ τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ; «Τάδε λέγει Κύριος τοῖς Ἰουδαίοις. Λαός μου τί ἐποίησα σοί, ἢ τί σοὶ παρηνώχλησα; Τοὺς τυφλούς σου ἐφώτισα, τοὺς λεπρούς σου ἐκαθάρισα, ἄνδρα ὄντα ἐπὶ κλίνης ἠνωρθωσάμην. Λαός μου, τί ἐποίησα σοί, καὶ τί μοὶ ἀνταπέδωκας; Ἀντὶ τοῦ μάννα χολήν. αντὶ τοῦ ὕδατος ὄξος. αντὶ τοῦ ἀγαπᾶν μέ, σταυρῶ μὲ προσηλώσατε. Οὐκέτι στέγω λοιπόν. καλέσω μου τὰ ἔθνη, κακείνα μὲ δοξάσουσι, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Πνεύματι. καγῶ αὐτοῖς δωρήσομαι ζωὴν τὴν αἰώνιον». Σὲ ἄλλο ὕμνο, τῶν αἴνων τῆς ἴδιας ἀκολουθίας, ποὺ ἀρχίζει μὲ τὶς λέξεις «Σταυρωθέντος σου Χριστὲ» ὑπάρχει ἡ ἐκτίμηση ὅτι μὲ τὴν σταύρωση τοῦ Χριστοῦ οἱ Ἰουδαῖοι ἔχασαν τὴν σωτηρία τους : «Σοὺ γὰρ ὑψωθέντος σήμερον, γένος Ἑβραίων ἀπώλετο». 
Ποιὰ σχέση ἔχουν ὅλα αὐτά, τὰ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, ποὺ σταθερά, ἀπαρασάλευτα καὶ μὲ θαυμαστὴ ἑνότητα πιστεύει καὶ διδάσκει ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν αἰώνων, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Ἀποστόλων (semper, ubique, ab omnibus credita) πρὸς ὅσα καινοφανῆ, ἀντιευαγγελικὰ καὶ ἀντιπατερικὰ προβάλλουν οἱ διαστροφεῖς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων ὀπαδοὶ τοῦ διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ; Δὲν εἶναι, λοιπόν, ὁ ἀρνούμενος τὸν Χριστὸ Ἰουδαϊσμὸς «σκολιὰ καὶ διεστραμμένη ὁδός»; Ἐξακολουθοῦν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ μετὰ τὴν σταύρωση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν μὴ ἀποκήρυξη ἐν μετανοία τῶν σταυρωτῶν νὰ εἶναι εὐλογημένος λαός; Δὲν ἔχει ἀρθεῖ ἀπὸ αὐτοὺς ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ; Δὲν εἶναι ἄκαρπος καὶ ἐξηραμμένη συκῆ; Μὰ τότε, πρέπει νὰ καταργήσουμε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τοὺς Ἁγίους Πατέρες, τοὺς ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι δὲν λέγουν τίποτε περισσότερο ἀπὸ ὅσα λέγει τὸ Εὐαγγέλιο. Ἂς τὸ μάθουν καὶ ἂς τὸ προσέξουν αὐτὸ καλὰ ὅσοι στὰ πλαίσια τῆς προσεγγίσεως τῶν θρησκειῶν, τῶν συναντήσεων καὶ τῶν διαλόγων, ἔχουν ἤδη προτείνει νὰ ἀπαλειφθοῦν ἀπὸ τὰ λειτουργικὰ κείμενα, ἀπὸ τὰ πολιτιστικὰ μνημεῖα ὅπως λέγουν, καὶ ἀπὸ τὰ σχολικὰ ἐγχειρίδια ὅσες φράσεις καὶ διατυπώσεις ἐνοχλοῦν τοὺς ὀπαδοὺς τῶν ἄλλων θρησκειῶν. Αὐτὸ σημαίνει νὰ καταργήσουμε τὸν Χριστὸ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο, νὰ σβήσουμε τὸ φῶς καὶ νὰ ἀφήσουμε τὸ σκοτάδι. Δὲν θέλουν οἱ τῆς νέας «Γαλιλαίας τῶν ἐθνῶν», τῆς συγκρητιστικῆς καὶ πανθρησκειακὴς Νέας Ἐποχῆς, νὰ περάσει στὸν ἀπαιδαγώγητο λαὸ κάποια ἀκτίνα φωτός, θέλουν νὰ τοῦ ἀποκρύπτεται ἡ ἀλήθεια, γιατί, ἂν τὴ μάθει, θὰ ξυπνήσει καὶ θὰ τοὺς ἐγκαταλείψει. Γι' αὐτὸ σχεδιάζουν «κάθαρση τῶν λειτουργικῶν κειμένων» ἢ καὶ σύνταξη νέων κειμένων, γιὰ νὰ μὴ προσβάλλονται δῆθεν οἱ ἐτερόθρησκοι καὶ οἱ αἱρετικοί. Μὰ μπορεῖ νὰ γίνει «κάθαρση» τοῦ Εὐαγγελίου, τὸ ὁποῖο ἁπλῶς ἐπαναλαμβάνουν οἱ ὕμνοι; Καὶ τί εὐαγγέλιο εἶναι αὐτὸ ποὺ ἀποκρύπτει τὸ φῶς καὶ τὴ σωτηρία ἀπὸ τοὺς εὐρισκομένους στὸ σκότος τῆς πλάνης;

Κρυπτοϊουδαϊσμὸς τὸ Ἰσλάμ 
Ὅσα γιὰ τὸν χωρὶς Χριστὸ Ἰουδαϊσμὸ γράψαμε ἰσχύουν πολὺ περισσότερο γιὰ τὸ Ἰσλάμ. Στὸ κάτω-κάτω ὁ Ἰουδαϊσμὸς προϋπῆρχε τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ ἀπὸ ἐγωισμὸ καὶ πεῖσμα ἔμεινε στὴν παλαιά του πίστη, δὲν διέκρινε τὸ φῶς, γιατί εἶχε συνηθίσει στὸ σκοτάδι. Τὸ νὰ ἐπιλέγεις ὅμως τὸ σκοτάδι, ἐνῶ ὑπάρχει τὸ φῶς, αὐτὸ εἶναι πολὺ χειρότερο, διότι σημαίνει ὅτι δὲν βλέπεις καθόλου, δὲν διακρίνεις τὴν διαφορὰ μεταξὺ φωτὸς καὶ σκότους. Τὸ ἀντιλαμβάνεται κανεὶς αὐτὸ καλύτερα, ὅταν σκεφθεῖ πῶς ἐνήργησαν οἱ Ρῶσοι, ὅταν ἀποφάσισαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν εἰδωλολατρεία καὶ νὰ ὁδηγηθοῦν πρὸς τὸν ἀληθινὸ Θεό. Ἔψαξαν καὶ ἐρεύνησαν καὶ ἐρώτησαν καὶ πρὸς τὸν Ἰουδαϊσμὸ καὶ πρὸς τὸ Ἰσλάμ, ἀλλὰ τελικῶς διαπιστώσαντες τὶς ἴδιες περίπου ἀδυναμίες καὶ στὶς δύο θρησκεῖες, προσῆλθαν στὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου, ἔγιναν μέλη τοῦ νέου λαοῦ τῆς Χάριτος, τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Τὸ Ἰσλὰμ οὐσιαστικῶς εἶναι ἡ ἐκδίκηση τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ ἐναντίον τοῦ Χριστιανισμοῦ, εἶναι κρυπτοϊουδαϊκῆ αἵρεση, ποὺ συγκαλύπτει ἁπλῶς τὴν πραγματικότητα μὲ μερικὰ στοιχεῖα, ὄχι βασικά, ποὺ ἔχει πάρει ἀπὸ τὸν Χριστιανισμό. Μὲ τὸ Ἰσλὰμ ἐπανερχόμαστε εἰς τὰ παλαιά, καταργεῖται ἡ «καινὴ κτίσις», δὲν γονιμοποιεῖται ἡ ἀνθρωπότης ἀπὸ τὰ χαρίσματα καὶ τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, παραμένει ὄχι ἁπλῶς στείρα καὶ ἄκαρπος, ἀλλὰ κακότεχνος καὶ κακοκαρπός, καὶ ἂς ψάχνουν οἱ τῆς πανθρησκείας νὰ βροῦν καρποὺς καὶ θετικὰ στοιχεῖα σὲ ὅλες τὶς θρησκεῖες. Ὅταν ἀστοχεῖ κανεὶς στὴν πίστη, στὴ θεογνωσία, τότε μωραίνεται καὶ ὁδηγεῖται εἰς πάθη ἀτιμίας, ὅπως θεόπνευστα καὶ ἀλάθητα διδάσκει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὸ πρῶτο κεφάλαιό της Πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολῆς, ἀστοχεῖ καὶ στὸ ἦθος, γιατί ὑπάρχει ἀλληλεξάρτηση τῆς πίστεως καὶ τῶν ἔργων, τοῦ δόγματος καὶ τοῦ ἤθους. Θὰ μπορούσαμε, λοιπόν, νὰ ἀρκεσθοῦμε σὲ ὅσα εἴπαμε γιὰ τοὺς Ἰουδαίους ὡς ἰσχύοντα καὶ γιὰ τοὺς Μουσουλμάνους. Γιὰ νὰ μὴ θεωρηθεῖ ὅμως αὐτὸ ὡς αὐθαίρετος ἰσχυρισμός, ἂς διαβάσουν οἱ οἰκουμενιστὲς καὶ οἱ ὑπέρμαχοι τῶν διαθρησκειακῶν ἐνδεικτικῶς τί διδάσκουν γιὰ τὸ Ἰσλὰμ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες, μὲ ἁγιότητα βίου καὶ φωτισμένοι ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διότι σὲ ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀφωτίστους μπορεῖ νὰ ὑπεισέλθει καὶ κάποιος ἐμπαθὴς λογισμός. Ἡ ἀναφορὰ στοὺς Ἁγίους Πατέρες κρίνεται ἀναγκαία καὶ γιὰ ἕνα πρόσθετο λόγο. ισχυρίζονται πολλοὶ Οἰκουμενιστὲς πὼς δῆθεν οἱ διαθρησκειακὲς συναντήσεις καὶ οἱ διαθρησκειακοὶ διάλογοι δὲν εἶναι κάτι καινούργιο στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, διότι ὑπάρχουν παραδείγματα Ἁγίων ποὺ συζήτησαν μὲ ἐκπροσώπους τοῦ Ἰσλάμ, καὶ αὐτοὺς ἀκολουθοῦν οἱ νέοι πατέρες τῆς πανθρησκείας καὶ τῆς συγκρητιστικῆς ἰσοπέδωσης. Εἶναι πάντως πολὺ καλύτερο τὸ ψέμμα ἀπὸ τὴν μισὴ ἀλήθεια. γιατὶ τὸ ψέμμα γίνεται εὔκολα ἀντιληπτό, ἐνῶ ἡ παραποιημένη, ἡ κουτσουρεμένη ἀλήθεια παρασύρει καὶ ἐξαπατᾶ. Ὄντως μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Ἁγίους συναντήθηκαν καὶ συζήτησαν μὲ Μουσουλμάνους. Οἱ συναντήσεις ὅμως αὐτὲς καὶ οἱ διάλογοι δὲν ἔχουν καμμία σχέση, οὔτε μακρινή, πρὸς ὅσα γίνονται σήμερα. Γίνονται ὑπὸ τελείως διαφορετικὲς συνθῆκες καὶ προοπτικές, γίνονται συνήθως κατ' ἀνάγκην, κατ' ἀπαίτησιν τῶν Μουσουλμάνων κατακτητῶν, ὑπὸ συνθῆκες εἴτε ἐξορίας, εἴτε αἰχμαλωσίας, καὶ παρὰ ταῦτα ἔχουν ὡς στόχο ὄχι τὴν κοσμικὴ προσέγγιση καὶ εἰρήνη, ἀλλὰ τὴν μαρτυρία τοῦ Εὐαγγελίου, γι' αὐτὸ καὶ ὁδηγοῦν πολλὲς φορὲς στὸ μαρτύριο, παράγουν νεομάρτυρες καὶ κήρυκες Χριστοῦ, καὶ ὄχι περιφερόμενους ἀπὸ συνεδρίου σὲ συνέδριο ἐπαγγελματίες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ συντάκτες συγκρητιστικῶν κειμένων. 
Θὰ χρειαζόταν νὰ γραφτεῖ ἕνας ἢ καὶ περισσότεροι ὁλόκληροι τόμοι, γιὰ νὰ παρουσιασθεῖ ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ Ἰσλὰμ ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες. Ἀπὸ τὴν χορεία τῶν Ἁγίων Πατέρων, ποὺ ἔχουν γράψει γιὰ τὸ Ἰσλὰμ (Ἅγιος Μάξιμος Ὁμολογητής, Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός, Θεόδωρος Ἀβουκάρας, Βαρθολομαῖος ὁ Ἐδεσσηνός, Νικήτας ὁ Βυζάντιος, Ἅγιος Κύριλλος Θεσσαλονικεύς, Ἅγιος Ἀνδρέας ὁ διὰ Χριστὸν σαλός, Ἅγιος Γρηγόριος Δεκαπολίτης, Σαμωνᾶς, Λέων ὁ ΣΤ΄, Ἀρέθας Καισαρείας, Εὐθύμιος Ζυγαβηνός, Ἅγιος Εὐστάθιος Θεσσαλονίκης, Νικήτας Χωνιάτης, Μακάριος Κύπρου, Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, Ἰωάννης Καντακουζηνός, Μανουὴλ Β΄ ὁ Παλαιολόγος, Ἰωσὴφ Βρυέννιος, Γεννάδιος Σχολάριος, Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης, νεομάρτυς Κῶν/νὸς ὁ Ὑδραῖος, ὁσιομάρτυς Νικόδημος ὁ Ἁγιαννανίτης, Ἁγία Νεομάρτυς Ἀκυλίνα[66]), θὰ ἀρκεσθοῦμε μόνο στὴ μαρτυρία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ. Ο  εἰκονόφιλος πατὴρ μᾶς δίνει τὴν γνώμη του γιὰ τὸ Ἰσλάμ. Θεωρεῖ ὅτι εἶναι θρησκεία, ἀλλὰ λαοπλάνος καὶ πρόδρομος τοῦ Ἀντιχρίστου. «Ἔστι δὲ καὶ ἡ μέχρι τοῦ νῦν κρατοῦσα λαοπλάνος θρησκεία τῶν Ἰσμαηλιτῶν, πρόδρομος οὖσα τοῦ Ἀντιχρίστου»[67]. Ἐν συνέχεια, ὁ ἱερὸς πατὴρ μᾶς δίνει πολὺ συστηματικὰ καὶ συνοπτικὰ τὸ πιστεύω, τὴν διδασκαλία τοῦ Ἰσλὰμ[68] καὶ μᾶς παρουσιάζει θαυμάσια τὰ βασικὰ σημεῖα τῆς πίστεώς του. Ὁ Μουσουλμανισμὸς «λέγει ἕναν Θεὸν εἶναι ποιητὴν τῶν ὅλων, μήτε γεννηθέντα, μήτε γεγεννηκότα? λέγει τὸν Χριστὸν Λόγον εἶναι τοῦ Θεοῦ, καὶ πνεῦμα αὐτοῦ, κτιστὸν δὲ καὶ δοῦλον, καὶ ὅτι ἐκ Μαρίας τῆς ἀδελφῆς Μωϋσέως καὶ Ἀαρῶν ἄνευ σπορᾶς ἐτέχθη. Ὁ γὰρ Λόγος, φησί, τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸ Πνεῦμα εἰσῆλθεν εἰς τὴν Μαρίαν, καὶ ἐγέννησε τόν  Ἰησοῦν προφήτην ὄντα, καὶ δοῦλον τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι παρανομήσαντες ἐθέλησαν αὐτὸν σταυρῶσαι, καὶ κρατήσαντες ἐσταύρωσαν τὴν σκιὰν αὐτοῦ. Αὐτὸς δὲ ὁ Χριστὸς οὐκ ἐσταυρώθη, φησίν, οὔτε ἀπέθανεν. Ὁ γὰρ Θεὸς ἔλαβεν αὐτὸν πρὸς ἑαυτὸν εἰς τὸν οὐρανὸν διὰ τὸ φιλεῖν αὐτόν. Καὶ τοῦτο λέγει, ὅτι, τοῦ Χριστοῦ ἀνελθόντος εἰς τοὺς οὐρανούς, ἐπηρώτησεν αὐτὸν ὁ Θεὸς λέγων? Ὢ Ἰησοῦ, σὺ εἴπας ὅτι Υἱὸς εἰμὶ τοῦ Θεοῦ, καὶ Θεός; Καὶ ἀπεκρίθη, φησίν, ὁ Ἰησοῦς? ‘ Ἴλεως μοί, Κύριε? σὺ οἶδας ὅτι οὐκ εἶπον, οὐδὲ ὑπερηφανῶ εἶναι δοῦλος σου? ἀλλ’ ἄνθρωποι οἱ παραβᾶται ἔγραψαν, ὅτι εἶπον τὸν λόγον τοῦτον, καὶ ἐψεύσαντο κατ’ ἐμοῦ, καὶ εἰσὶ πεπλανημένοι’. Καὶ ἀπεκρίθη, καὶ φησὶν αὐτῶ ὁ Θεός? ‘Οἶδα ὅτι σὺ οὐκ ἔλεγες τὸν λόγον τούτον’[69]». 
Ὅπως εἶναι φανερὸ «τὸ Ἰσλὰμ ἀντλεῖ τὴν διδασκαλία περὶ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν ἀντιχριστιανικὴ ἰουδαϊκὴ καὶ τὴν αἱρετικὴ χριστιανικὴ (ἀρειανικὴ-νεστοριανὴ) γραμματεία. Τὸν δέχεται ὡς μέγα προφήτη, ὡς τὴν σφραγίδα τῆς ἁγιότητος, ὡς τὸν μέλλοντα νὰ κρίνει τὸν κόσμο κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία. Τὸν θεωρεῖ, ἐπίσης, Λόγο καὶ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, γεννηθέντα ἀσπόρως ἀπὸ τὴν παρθένο Μαρία (ὄχι τὴν Κυρία Θεοτόκο, ἀλλὰ τὴν ἀδελφή του προφήτου Μωϋσέως), διδάσκαλο τοῦ μονοθεϊσμοῦ, καί, τέλος, ἀναληφθέντα στοὺς οὐρανοὺς μέχρι τῆς δευτέρας ἀποστολῆς του γιὰ τὴν κρίσι. Ἀρνεῖται τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, τὸν Σταυρικό του θάνατο καὶ τὴν Ἀνάσταση, διότι τὰ θεωρεῖ ἀνοίκεια καὶ βλάσφημα γιὰ ἕνα προφήτη τοῦ Θεοῦ. Γι’αὐτὸ καὶ βδελύσσεται τὸν Τίμιο Σταυρό. Γιὰ νὰ στηρίξη ὅλη αὐτὴ τὴν διδασκαλία περὶ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸ Ἰσλὰμ ὑποστηρίζει ὅτι οἱ Χριστιανοὶ διαστρέβλωσαν μὲ προσθαφαιρέσεις καὶ παραποιήσεις τὸ ἀρχικὸ Εὐαγγέλιο ποῦ κήρυξε ὂ  Ἰησοῦς[70]». Ὑπάρχουν, τέλος, λέει ὁ Ἅγιος κι ἄλλα τερατολογήματα στὴ διδασκαλία τοῦ Ἰσλὰμ «γέλωτος ἄξια», γιὰ τὰ ὁποία, ὅμως, ὁ Μωάμεθ καυχιέται ὅτι τὰ παρέλαβε ἐκ Θεοῦ.


Ἐπιλογος 
Μὲ θλίψη καὶ πόνο ψυχῆς διαπιστώνουμε ὅτι στὴν σύγχρονη ἐποχή, ἡ ὁποία, κάλλιστα, μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ ἐποχὴ τοῦ διαθρησκειακοῦ συγκρητισμοῦ, οἱ πάγιες καὶ θεόπνευστες θέσεις τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας περὶ τῶν θρησκειῶν καὶ συγκεκριμένα περὶ τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ καὶ τοῦ Ἰσλαμισμοῦ περιθωριοποιοῦνται καὶ προδίδονται ὑπὸ ἀρκετῶν ἡγετικῶν στελεχῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ Ὀρθόδοξων θεολόγων, οἱ ὁποῖοι φθάνουν στὸ ἔσχατο σημεῖο νὰ λένε καὶ νὰ πράττουν ἐπισήμως ἀντίθετα ἀπὸ αὐτὰ ποῦ εἶπαν ὁ Χριστὸς καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες, πράγμα ποῦ ἀποτελεῖ ἐσχάτη κατάπτωση καὶ de facto ἐφαρμογὴ τῆς μεταπατερικῆς αἱρέσεως. Ὅλοι αὐτοὶ πορεύονται τὴν ἰδιωτικὴ ὁδὸ τοῦ ἐπαράτου διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς ἀντιχρίστου Πανθρησκείας, Νέας Ἐποχῆς καὶ Νέας Τάξεως Πραγμάτων, ἐρχόμενη σὲ πλήρη ἀντίθεση καὶ σφοδρὴ σύγκρουση μὲ τὴν ἁγιοπατερικὴ καὶ ἁγιοπνευματικὴ ὁδό. Μποροῦμε ποτὲ νὰ φαντασθοῦμε τὸν Χριστό, τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους, τοὺς Ἁγίους Μάρτυρες, τοὺς Ἁγίους Πατέρες καὶ τοὺς Ἁγίους ἐνδόξους Νεομάρτυρες, νὰ συναγελάζονται, νὰ κτίζουν πανθρησκειακοὺς ναούς, νὰ συμπροσεύχονται, νὰ ὑπογράφουν κοινὰ κείμενα, νὰ ἐπαινοῦν καὶ νὰ ἐκθειάζουν τὸν Ἰουδαϊσμὸ καὶ τὸ Ἰσλάμ; Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος νουθετεῖ:«Μὴ γίνεσθε ἐτεροζυγοῦντες ἀπίστοις.Τὶς γὰρ μετοχὴ δικαιοσύνη καὶ ἀνομία; τὶς δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος; τὶς δὲ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαλ; Ἢ τὶς μερὶς πιστῶ μετὰ ἀπίστου; Τὶς δὲ συγκατάθεσις ναῶ Θεοῦ μετὰ εἰδώλων»[71];
Ἀνακεφαλαιώνοντας, ἂς μᾶς ἐπιτραπεῖ νὰ καταθέσουμε καὶ τὰ ἑξῆς :
1. Οἱ διαθρησκειακὲς ἐξυπηρετοῦν τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία ἐπιδιώκει, μέσω τοῦ συγκρητισμοῦ, τὴν δημιουργία μίας νέας θρησκείας μὲ στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα θὰ ἔχουν ἀφαιρεθεῖ ἀπ’ὅλες τὶς θρησκεῖες, ἀλλὰ καὶ τὴν χριστιανικὴ διδασκαλία. Ἡ χριστιανικὴ διδασκαλία κηρύσσει τὴν ἀγάπη καὶ δὲν καλλιεργεῖ τὸ μίσος, ὅπως ἄλλες θρησκεῖες, καὶ ὁποιαδήποτε ἀφαίρεση στοιχείων ἀπὸ τὴν θεόπνευστη Ἁγία Γραφὴ καὶ τὰ Ἱερὰ Κείμενα τῶν Ἁγίων Πατέρων εἶναι ἀπαράδεκτος καὶ συνιστᾶ αἵρεση.
2. Δὲν διδάσκουν ὅλες οἱ θρησκεῖες τὴν δικαιοσύνη καὶ τὴν εἰρήνη. Τὸ Ἰσλὰμ διδάσκει τὴν βία γιὰ τὴν ἐπικράτησή του καὶ ἡ Ἰουδαϊκὴ θρησκεία ἔχει ὡς δόγμα τὸ «ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος». Μόνο ἡ Ὀρθόδοξος Χριστιανικὴ Ἐκκλησία διδάσκει τὴν ἀγάπη, τὴν συμφιλίωση, τὴν συγχώρηση, τὴν δικαιοσύνη, τὴν εἰρήνη, τὴν ταπείνωση. Αὐτὰ τὴν κάνουν νὰ ξεχωρίζει ὄχι μόνο ἀπὸ τὶς δύο προηγούμενες θρησκεῖες, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ. Ὁ τελευταῖος συνεκρότησε Ἱερὲς Ἐξετάσεις, ἔκαψε βιβλία, συμμετεῖχε σὲ βασανιστήρια, ταλαιπώρησε πληθυσμούς, πρωταγωνίστησε σὲ πολέμους καὶ προέβη σὲ γενοκτονίες στὴν Κροατία. Μόνο ἡ Ὀρθόδοξος Χριστιανικὴ  Ἐκκλησία δὲν χρησιμοποίησε τέτοιες μεθοδεύσεις. Ἡ συμμετοχὴ στὶς διαθρησκειακὲς προκαλοῦν τὸν πιστὸ Ὀρθόδοξο λαό, γιατί τὸν παρουσιάζουν ὡς ἔνοχο καὶ τὴν χριστιανικὴ διδασκαλία ὡς συνένοχο στὶς ἐγκληματικὲς πράξεις, οἱ ὁποῖες γίνονται εἴτε στὸ ὄνομα τοῦ Ἰσλὰμ εἴτε κατόπιν ἐντολῆς κέντρων, τὰ ὁποία ἔχουν καταστήσει καὶ τὸν λαὸ τοῦ Ἰσραὴλ θύμα τους. Γιατί νὰ διαλέγεται ἡ Ὀρθοδοξία μαζί τους καὶ νὰ ἐκδίδει κοινὲς ἀνακοινώσεις περὶ εἰρήνης ἢ νὰ συμμετέχει σὲ ἐκδηλώσεις γιὰ τὶς προοπτικές του Ἰσλάμ, ὅταν αὐτὸ πρωταγωνιστεῖ σὲ ἐκνόμους ἐνέργειες καὶ μεθοδεύει τὴν ἅλωση τῶν χριστιανικῶν κρατῶν μέσω τῆς λαθρομεταναστεύσεως τῶν Μουσουλμάνων; Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν χρειάζεται νὰ συμμετέχει σὲ διαθρησκειακές.
3. Ἡ ἄποψη, ποῦ κυριαρχεῖ, περὶ εἰρηνικῆς συνυπάρξεως τῶν θρησκειῶν εἶναι ἐσφαλμένη. Εἰρηνικὴ συνύπαρξη τῶν θρησκειῶν σημαίνει παύση τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου καὶ κατάργηση τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς τῆς μόνης ἀληθινῆς Ἐκκλησίας. Εἰρηνικὴ συνύπαρξη τῶν θρησκειῶν σημαίνει συνεργασία τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας πρὸς ἀποφυγὴ τῆς διασαλπίσεως τοῦ μόνου ἀληθοῦς σωτηριώδους μηνύματος. Εἰρηνικὴ συνύπαρξη τῶν θρησκειῶν σημαίνει ἁρμονικὴ συνύπαρξη τῆς ἀληθείας μὲ τὴν πλάνη, τὴν ἀπάτη καὶ τὸ ψεῦδος? τοῦ φωτὸς μὲ τὸ σκότος, τὸν ζόφο μὲ τὸ ἔρεβος? τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι τὸ Φῶς τὸ ἀληθινό, μὲ τὸν Διάβολο, ποὺ εἶναι τοῦ σκότους ὁ προστάτης. Τέτοια, ὅμως, συνύπαρξη δὲν εἶναι νοητή, ἀλλὰ ἑωσφορικὴ εἰσήγηση.
Ὁ Χριστὸς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ κηρυχθεῖ στὸν κόσμο ἡ Ἐκκλησία Του ὡς ἡ μόνη ἀληθινὴ καὶ τέλεια Ἐκκλησία. Ἐπίσης, εἶπε καὶ τὸ ἑξῆς: «Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν? οὐκ ἦλθον βαλειν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν»[72]. Μ’αὐτὸν τὸν λόγο ὁ Χριστὸς δὲν τάσσεται, βέβαια, ἐναντίον τῆς εἰρήνης καὶ ὑπὲρ τοῦ πολέμου, ἀλλὰ ἐννοεῖ ὅτι ἡ Ἐκκλησία Του θὰ διχάσει τοὺς ἀνθρώπους, ἀφοῦ ἄλλοι θὰ πιστεύσουν καὶ ἄλλοι δὲν θὰ πιστεύσουν καὶ οἱ ἄπιστοι θὰ πολεμοῦν τοὺς πιστούς. Τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου ἀναγκαίως ἐπιφέρει σύγκρουση μεταξὺ τῶν θρησκειῶν, τῆς ἀληθινῆς ἀπὸ τὴ μιὰ καὶ τῶν ψευδῶν ἀπὸ τὴν ἄλλη. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει: «Εἰ δυνατὸν τὸ ἐξ ὑμῶν μετὰ πάντων ἀνθρώπων εἰρηνεύοντες»[73]. Γιατί λέει «εἰ δυνατόν»; Γιατί ὑπάρχουν περιπτώσεις κατὰ τὶς ὁποῖες εἶναι ἀδύνατο τὸ εἰρηνεύειν. Τέτοια εἶναι ἡ περίπτωση τῆς κηρύξεως τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Σὲ τέτοιες περιπτώσεις ἰσχύει αὐτό, ποὺ εἶπε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὅτι εἶναι προτιμότερος ἀπὸ τὴν εἰρήνη ὁ πόλεμος. Γιατί μιὰ τέτοια εἰρήνη χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεό.
4. Ἡ ἄποψη ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι ἴδιες, εἶναι ὄχι μόνο ἐσφαλμένη, ἀλλὰ ἐπικίνδυνη, τρομακτική, προδοτική, παγίδα θανάτου. Δὲν εἶναι ὅλες οἱ θρησκεῖες ἴδιες. Ναὶ μὲν ὅτι ὑπάρχουν ὁμοιότητες στὴν ὅλη δομὴ τῶν θρησκειῶν, ἀλλὰ ὄχι ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι ἴδιες. Οἱ κάποιες γενικὲς θρησκειολογικὲς ἀρχὲς δὲν ἐξουδετερώνουν τὶς τεράστιες θεολογικὲς καὶ δογματικὲς διαφορές. Ποιὰ ἄλλη πίστη – ἐκτός της Ὀρθοδοξίας – κατέχει τὴ θεολογία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως; Ποιὰ πίστη διδάσκει Τριαδολογία, Χριστολογία, Πνευματολογία, Ἐκκλησιολογία, Ἱερὰ Μυστήρια, Ἀνάσταση νεκρῶν καὶ Ἀνάληψη; Ποιὰ πίστη ἔχει Ἱδρυτὴ καὶ Θεμελιωτὴ τὸν ἀναμάρτητο Θεάνθρωπο Λυτρωτὴ καὶ Σωτήρα τοῦ κόσμου, Σταυρωθέντα καὶ Ἀναστάντα καὶ πάλιν ἐρχόμενον κρίναι ζώντας καὶ νεκρούς; Ποιὰ πίστη ἔχει τὴν ἀσύγκριτη, τὴ μοναδικὴ καὶ ἀνεπανάληπτη ἠθικὴ διδασκαλία τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανισμοῦ;
5. Στοὺς διαθρησκειακοὺς διαλόγους δὲν μπορύμε νὰ ἔχουμε κοινὴ βάση. Ἀγάπη, ἡ ὁποία δὲν προκύπτει ἀπὸ τὸ μυστηριακὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ δὲν τροφοδοτεῖται ἀπ’αὐτὸ – γιατί μόνο στὸ ἴδιο Σῶμα μποροῦμε νὰ ἔχουμε αὐτὴ τὴν ἀγάπη – δὲν εἶναι ἀγάπη. Ὅταν λέμε σ’ἕνα Μουσουλμάνο ἢ σ’ἕνα Ἰουδαῖο ὅτι πιστεύουμε στὸν ἴδιο Θεό, δὲν τὸν ἀγαπᾶμε. Γιατί, ἀφοῦ λέμε ψέμματα, δὲν μποροῦμε νὰ τὸν ἀγαπᾶμε. Ἡ ἀγάπη πρέπει ν’ἀληθεύει. Νὰ μιλᾶμε μαζί τους ἐν ἀγάπη, ναί. Νὰ τοὺς ποῦμε, ὅμως, ὅτι δὲν γνωρίζουν. Ὄχι νὰ τοὺς λέμε ἐκ τῶν προτέρων «ξέρετε, στὸν ἴδιο Θεὸ πιστεύουμε». Ἀφοῦ εἶναι ἐχθροί του Θεοῦ. Αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ τοὺς Μουσουλμάνους, ποὺ λένε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἕνας προφήτης, δηλαδὴ κτίσμα. Τὸ ἴδιο ποὺ ἔλεγε καὶ ὁ Ἄρειος.
6. Ἡ ἄποψη ὅτι τὸ Ἰσλάμ, ὁ Ἰουδαϊσμὸς καὶ ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι μονοθεϊστικὲς καὶ ἀποκαλυφθεῖσες θρησκεῖες εἶναι κι αὐτὴ ἐσφαλμένη. Δηλαδή, ὁ Θεὸς μᾶς κοροϊδεύει. Σ’ἄλλους λέει ποιὸς εἶναι καὶ σ’ἄλλους δὲν λέει, ἁπλῶς, κάτι διαφορετικό, ἀλλὰ λέει ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο. Δηλαδή, ἀποκαλύπτεται ὁ Θεὸς στὴν Π.Δ. καὶ μᾶς λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, οἱ ὁποῖοι βιώνουν αὐτὴ τὴν παρουσία, ὅτι εἶναι ὁ ἄκτιστος, ἄσαρκος Λόγος. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς εἶπε ὅτι ἂν διαβάσετε τὸν προφήτη Μωϋσῆ καὶ δέχεσθε αὐτά, ποὺ λέει ὁ Μωϋσῆς, πρέπει νὰ Μὲ δεχθεῖτε. «Περὶ γὰρ ἐμοῦ ἐκεῖνος ἔγραψε». Οἱ Ἰουδαῖοι, ὅμως, δὲν Τὸν δέχονται. Δέχονται τὸ Ταλμοὺδ καὶ τὴν ἑωσφορικὴ Καμπαλά, ὅπως καὶ οἱ Μουσουλμάνοι. Ὄχι, δὲν εἶναι ἐξ ἀποκαλύψεως θρησκεῖες τὸ Ἰσλὰμ καὶ ὁ Ἰουδαϊσμός. Διότι, ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ νὰ ψεύδεται, οὔτε νὰ μᾶς κοροϊδεύει. Ὅταν ἀποκαλύπτεται, ἔχουμε ἐμπειρία αὐτοῦ του γεγονότος.  
7. Ὁ Οἰκουμενισμὸς ἐπιδιώκει τὴν διαθρησκειακὴ ἑνότητα, μὲ τὴν προβολὴ τῆς ὄντως δαιμονικῆς θέσεως ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι ἡ μόνη ὁδὸς σωτηρίας, ἡ ζωή, τὸ φῶς καὶ ἡ ἀλήθεια? κι ἄλλες θρησκεῖες εἶναι ὁδοὶ σωτηρίας, ὥστε στὸ τέλος νὰ ἐπιβληθεῖ ἡ πανθρησκεία τοῦ Ἀντιχρίστου στὰ πλαίσια τῆς Παγκοσμιοποιήσεως καὶ τῆς Νέας Τάξεως Πραγμάτων. Οἱ πυκνούμενες καὶ ἐνισχυόμενες ἀπὸ Χριστιανοὺς ἡγέτες καὶ μερικοὺς οἰκουμενιστὲς Ὀρθοδόξους, διαθρησκειακὲς συναντήσεις καὶ οἱ διαθρησκειακοὶ διάλογοι ἔχουν ὁδηγήσει σὲ ἀνεπίτρεπτο συγκρητισμό, ἀποτελοῦν ἄρνηση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ προσβολὴ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, Νεομαρτύρων καὶ Ὁμολογητῶν τῆς πίστεως, τῶν ὁποίων τὸ μαρτύριο καὶ ἡ ὁμολογία ὑπὲρ τῆς μοναδικῆς ἀληθείας χάνουν πλέον κάθε νόημα, μεταβάλλονται δὲ καὶ αὐτοὶ σὲ ἀνοήτους «φουνταμενταλιστᾶς»»[74].
8. Μὲ κάθε εἰλικρίνεια, ἀνιδιοτέλεια καὶ μετριοπάθεια ὑποστηρίζουμε ὅτι δὲν εἴμασθε κατὰ τῶν διαλόγων μεταξὺ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ αἱρετικῶν, ἑτεροδόξων ἢ ἐτεροθρήσκων, ἀρκεῖ οἱ διάλογοι αὐτοὶ νὰ στηρίζονται σὲ σωστὲς ἐκκλησιολογικές, θεολογικές, ποιμαντικὲς ἀρχὲς καὶ δόγματα, δηλαδὴ στὶς ὀρθόδοξες νηπτικές, ἡσυχαστικές, φιλοκαλικές, παραδοσιακές, χριστοκεντρικές, ἀποστολικὲς καὶ πατερικὲς ἀρχὲς καὶ δόγματα.
Λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὅτι ἡ θεολογία μπορεῖ νὰ ἀσκεῖται ὀρθοδόξως, πατερικῶς καὶ ἀποστολικῶς, πρῶτον, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν φθάσει στὴ νηπτικὴ θεωρία-θεοπτία τοῦ ἀκτίστου Θείου Φωτός, δεύτερον, ἀπὸ τοὺς ἔχοντας τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί, τρίτον, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται στὸ στάδιο τῆς καθάρσεως τῆς καρδίας τὸ μετριώτατον. Ὁ θεολόγος πρέπει νὰ ἀκολουθεῖ τὰ στάδια τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ, τῆς ἐλλάμψεως-θεωρίας-θεοπτίας. Διαφορετικὰ ἡ θεολογία γίνεται δαιμονική, σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο.
Ταπεινῶς φρονοῦμε ὅτι στὸν Ὀρθόδοξο-ἰσλαμικὸ-ἰουδαϊκὸ διάλογο θὰ πρέπει νὰ στέλνονται θεολόγοι (κληρικοί, μοναχοὶ καὶ λαϊκοί), οἱ ὁποῖοι νὰ ἐκφράζουν τὴν εὐσέβεια τῆς λατρευούσης Ἐκκλησίας, τὴν εὐαγγελικὴ καὶ πατερικὴ ἀλήθεια. Νὰ ἐκλείψει μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων ἡ τείνουσα νὰ ἐπικρατήσει ἀρχὴ τῆς περιεκτικότητος, δήλ. ἡ συνύπαρξη στὴν ἴδια  Ἐκκλησία μελῶν της ποῦ πιστεύουν διαφορετικὰ ἢ καὶ ἀντίθετα δόγματα. Νὰ ἐξοβελισθεῖ τὸ οὐμανιστικὸ πνεῦμα, ποῦ ἐπικρατεῖ καὶ θυμίζει τὸν δυτικὸ Βαρλαάμ. Ὀφείλει ὁ διάλογος νὰ ὁδηγεῖ τοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς Μουσουλμάνους στὴ μετάνοια καὶ τὴν ἀποκήρυξη τῆς πλάνης τους κι ἔπειτα στὴν «ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τὴν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», δήλ. τὴν «ἐν Χριστῷ» ἀνακαίνισή τους. Τέλος, ὀφείλουμε νὰ διαλεγόμασθε οἱ Ὀρθόδοξοι μὲ εἰλικρίνεια ὡς αὐθεντικὰ Ὀρθόδοξοι, ἐπειδὴ αὐτὸ ἀπαιτεῖ ἡ εὐθύνη μας ἀπέναντι στὸν Θεό, τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν κόσμο. 
9. Ταπεινῶς φρονοῦμε ὅτι στὴν ἐποχή μας δὲν χρειαζόμαστε πανθρησκειακοὺς ναούς, ἀλλὰ Ὀρθοδόξους Χριστιανικοὺς ναούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τόσο πλούσια θεολογικὴ νοηματοδότηση. Δὲν εἶναι ἀναγκαῖο τὸ ἄνοιγμα πρὸς τὴν πανθρησκεία, ἀλλὰ ἡ παγκόσμια μετάνοια πρὸς τὴν ἁγία Ὀρθοδοξία.
10.  Ὅλα τὰ παραπάνω τὰ γράφουμε μὲ πόνο καρδίας καὶ ὄχι ἀπὸ κάποια προσωπικὴ ἐμπάθεια καὶ μίσος πρὸς ὁποιοδήποτε πρόσωπο. Τὸ κίνητρό μας εἶναι ἀνιδιοτελές. Ἐνδιαφερόμασθε μόνον γιὰ τὴν Ἁγία Ὀρθοδοξία μας, μόνο μέσα στὴν ὁποία ἔχει ὁ ἄνθρωπος σωτηρία, καὶ δὲν ἀντέχουμε κι ἄλλο νὰ τὴν βλέπουμε προδομένη καὶ διασυρμένη ἀκόμη καὶ ἀπὸ Ὀρθοδόξους ἐκκλησιαστικοὺς ἡγέτες καὶ θεολόγους. Ὁποιοσδήποτε μπορεῖ νὰ ἔχει τὴν ἄποψη καὶ τὴ γνώμη του καὶ νὰ τὴν κρατᾶ γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ὄχι, ὅμως, ἀντιχριστες καὶ ἀντορθόδοξες θέσεις νὰ προβάλλονται ἐπισήμως ὡς θέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Προσευχόμασθε νὰ φωτίσει ὁ Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς τοὺς μὲν Ὀρθοδόξους, ποὺ εἶναι μπλεγμένοι στὰ δίχτυα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τοῦ διαθρησκειακοῦ συγκρητισμοῦ, νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ ἐγκαταλείψουν αὐτὴν τὴν παγίδα τοῦ Διαβόλου, τοὺς δὲ πεπλανημένους αἱρετικούς, ἑτεροδόξους καὶ ἐτεροθρήσκους νὰ ἐπισυναγάγει διὰ τῆς μετανοίας καὶ ἀποκηρύξεως τῆς πλάνης εἰς τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολική, Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Γιὰ νὰ πετύχει ὁ μέχρι τώρα ἀποτυχῶν θεολογικὸς διάλογος μεταξὺ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἰουδαϊσμοῦ καὶ Ἰσλὰμ πρέπει καὶ ἀλλάξουν ἐκ θεμελίων οἱ θεολογικὲς προϋποθέσεις καὶ τὰ κριτήρια τοῦ διαλόγου αὐτοῦ καὶ νὰ τεθοῦν νέα κριτήρια, τὰ ὁποῖα νὰ βασίζονται στὴν πλούσια δογματική, λειτουργική, ἀσκητική, ἡσυχαστική, νηπτική, πατερικὴ καὶ ἱεροκανονικὴ θεολογία καὶ παράδοση καὶ Ἐκκλησίας. Σημασία ἔχει νὰ ἀκολουθοῦμε ὅλοι ταπεινῶς τοὺς ἁγίους θεοπτες Πατέρες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τῆς Μιᾶς καὶ μόνης ἀληθινῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι Πατέρες εἶναι οἱ μόνοι ἀπλανεῖς καὶ διαχρονικοὶ διδάσκαλοι τῆς οἰκουμένης καὶ οἱ παγκόσμιοι πνευματικοὶ ἄνθρωποι.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως



[1] Ἐφημερίδες ΤΑ ΝΕΑ (28-12-2012) 36, ΤΟ ΒΗΜΑ (22-10-2012), http://aktines.blogspot.gr/2012/10/blog-post_1143.html, http://aktines.blogspot.gr/2012/12/blog- 
   post_4276.html, http://aktines.blogspot.gr/2011/10/blog-post_5254.html. 

[2] ΑΡΧΙΜ. ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Ὀρθοδοξος  Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενισμός, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 224.
[3] ΑΡΧΙΜ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ὁ Οἰκουμενισμὸς χωρὶς μάσκα, ἔκδ. Ὀρθόδοξος Τύπος,  Ἀθήνα 1988, σσ. 23, 25.
[4] ΑΡΧΙΜ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ, 5η ὁμιλία στὸν προφήτη Δανιὴλ τῆς 15-11-1981.  Σχ. βλ.  Χριστιανική Σπίθα  (Μάιος  2011) 1.
[5] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, «Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος περὶ Οἰκουμενισμοῦ ἐπὶ τὴ Κυριακή της Ὀρθοδοξίας», Θεοδρομία ΙΔ1 (Ἰανουάριος-Μάρτιος 2012) 128-130.
[6] httpHYPERLINK "http://thriskeftika.blogspot.com/2012/04/blog-post_6527.html"://HYPERLINK "http://thriskeftika.blogspot.com/2012/04/blog-post_6527.html"thriskeftikaHYPERLINK "http://thriskeftika.blogspot.com/2012/04/blog-post_6527.html".HYPERLINK "http://thriskeftika.blogspot.com/2012/04/blog-post_6527.html"blogspotHYPERLINK "http://thriskeftika.blogspot.com/2012/04/blog-post_6527.html".HYPERLINK "http://thriskeftika.blogspot.com/2012/04/blog-post_6527.html"comHYPERLINK "http://thriskeftika.blogspot.com/2012/04/blog-post_6527.html"/2012/04/HYPERLINK "http://thriskeftika.blogspot.com/2012/04/blog-post_6527.html"blogHYPERLINK "http://thriskeftika.blogspot.com/2012/04/blog-post_6527.html"-HYPERLINK "http://thriskeftika.blogspot.com/2012/04/blog-post_6527.html"postHYPERLINK "http://thriskeftika.blogspot.com/2012/04/blog-post_6527.html"_6527.HYPERLINK "http://thriskeftika.blogspot.com/2012/04/blog-post_6527.html"html, Γεγονότα καὶ σχόλια, «Εἰς τὰ «ἀχνάρια» τοῦ Βατικανοῦ!», Ὀρθόδοξος Τύπος (13-4-2012) 2, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΖΕΡΒΟΣ, «Πρὸς τὸν Ἀρχιεπ. Κύπρου κ. Χρυσόστομον», Ὀρθόδοξος Τύπος (27-4-2012) 1,6.
[7]www.patriarchate.org/multimedia/video καὶ www.augoustinos-kantiotis.gr, entoytwnika.blogspotcom/2010/08/blog-post_9969.html, entoytwnika.blogspotcom/2010/08/blog-post_9969.html, aktines.blogspot.com/2012/04/blog-post_28html, www.amen.gr/index.php?mod=news, www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=9217, aktines.blogspotcom/2012/03/tuzlu-senad-masovic.html.
[8] Ἰω. 1, 5, 11. ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Διαθρησκειακὲς συναντήσεις? ἄρνηση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ προσβολὴ τῶν ἁγίων Μαρτύρων, ἔκδ. Βρυέννιος, Θὲσ/κὴ 2003, σσ. 35-36.
[9] Μτθ. 4, 15-16.
[10] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον Α΄, ΕΠΕ 9, ἔκδ. Γρηγόριος Παλαμᾶς, σσ. 440-441.
[11] Β΄ Κόρ. 6, 14-18.
[12] Λευϊτ. 19, 19.
[13]  Ἐξ. 3, 6 καὶ  Μάτθ. 22, 32.
[14] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ἑρμηνεία εἰς τὰς ΙΔ΄ἐπιστολᾶς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τ. Β΄, ἔκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη 1990, σσ. 110-114.
[15] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Διαθρησκειακὲς συναντήσεις? ἄρνηση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ προσβολὴ τῶν ἁγίων Μαρτύρων, ἔκδ. Βρυέννιος, Θὲσ/κὴ 2003, σσ. 11-51.
[16] Ἰω. 8, 12.
[17] Ἰω. 1, 9.
[18] Πράξ. 4, 12.
[19] Μτθ. 4, 12-17.
[20] Μτθ. 3, 2 καὶ 4, 17.
[21] Μτθ. 23, 13ε.
[22] Μτθ. 18, 17.
[23] Μτθ. 3, 7-11.
[24] Τίτ. 3, 10.
[25] Β΄ Πέτρ. 2, 1.
[26] Β΄ Πέτρ. 3, 11.
[27] Β΄ Ἰω. 10-11.
[28] ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ, Κατὰ αἱρέσεων 3, 3, 4.
[29] Πράξ. 13, 8-11.
[30] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, σσ. 50-51.
[31] Β΄ Κόρ. 6, 15.
[32] Ό. π., σσ. 84-85.
[33] Ό. π., σ. 433.
[34] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, σ. 670.  Σχ. βλ. ΠΡΕΣΒ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΓΚΟΤΣΟΠΟΥΛΟΣ,  Ἡ συμπροσευχὴ μὲ αἱρετικούς? προσεγγίζοντας τὴν κανονικὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας, ἔκδ. Θεοδρομία, Θὲσ/κὴ 2009 καὶ ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Γνωμάτευση τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς ἀπαγορευτικὴ τῶν συμπροσευχῶν», Θεοδρομία ΙΔ3 (Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2012) 325-336. 
[35] ΟΣΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ Ο ΣΥΡΟΣ, Ἔργα, τ. ΣΤ΄, ἔκδ. Τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας, Θὲσ/κῆ 1995, σσ. 234-235.
[36] Μ. ΜΙΧΑΗΛ, Τὸ μεγάλο μυστικό του Γέροντα Παϊσίου, Κύπρος 1997, σ. 115.
[37] Μτθ. 25, 34-36.
[38] Μτθ. 10, 34-36.
[39] Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ, Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, Ἀθῆναι 1989, σ. 204.
[40] ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Ἀπολογητικός της εἰς Πόντον φυγῆς 82, ΕΠΕ 1, 176.
[41] Μτθ. 28, 19.
[42] Ὀρθόδοξος Τύπος (14-10-2011) 7.
[43] http://aktines.blogspot.gr/2012/08/2012_20.html, http://aktines.blogspot.gr/2012/09/2012_13.html#more.
[44]httpHYPERLINK "http://aktines.blogspot.com/2012/05/blog-post_5513.html"://HYPERLINK "http://aktines.blogspot.com/2012/05/blog-post_5513.html"aktinesHYPERLINK "http://aktines.blogspot.com/2012/05/blog-post_5513.html".HYPERLINK "http://aktines.blogspot.com/2012/05/blog-post_5513.html"blogspotHYPERLINK "http://aktines.blogspot.com/2012/05/blog-post_5513.html".HYPERLINK "http://aktines.blogspot.com/2012/05/blog-post_5513.html"comHYPERLINK "http://aktines.blogspot.com/2012/05/blog-post_5513.html"/2012/05/HYPERLINK "http://aktines.blogspot.com/2012/05/blog-post_5513.html"blogHYPERLINK "http://aktines.blogspot.com/2012/05/blog-post_5513.html"-HYPERLINK "http://aktines.blogspot.com/2012/05/blog-post_5513.html"postHYPERLINK "http://aktines.blogspot.com/2012/05/blog-post_5513.html"_5513.HYPERLINK "http://aktines.blogspot.com/2012/05/blog-post_5513.html"html, httpHYPERLINK "http://aktines.blogspot.com/2012/05/blog-post_1361.html"://HYPERLINK "http://aktines.blogspot.com/2012/05/blog-post_1361.html"aktinesHYPERLINK "http://aktines.blogspot.com/2012/05/blog-post_1361.html".HYPERLINK "http://aktines.blogspot.com/2012/05/blog-post_1361.html"blogspotHYPERLINK "http://aktines.blogspot.com/2012/05/blog-post_1361.html".HYPERLINK "http://aktines.blogspot.com/2012/05/blog-post_1361.html"comHYPERLINK "http://aktines.blogspot.com/2012/05/blog-post_1361.html"/2012/05/HYPERLINK "http://aktines.blogspot.com/2012/05/blog-post_1361.html"blogHYPERLINK "http://aktines.blogspot.com/2012/05/blog-post_1361.html"-HYPERLINK "http://aktines.blogspot.com/2012/05/blog-post_1361.html"postHYPERLINK "http://aktines.blogspot.com/2012/05/blog-post_1361.html"_1361.HYPERLINK "http://aktines.blogspot.com/2012/05/blog-post_1361.html"html, http://thriskeftika.blogspot.com/ 2012/05/blog-post_5421.html, httpHYPERLINK "http://aktines.blogspot.com/2012/05/blog-post_1984.html"://HYPERLINK "http://aktines.blogspot.com/2012/05/blog-post_1984.html"aktinesHYPERLINK "http://aktines.blogspot.com/2012/05/blog-post_1984.html".HYPERLINK "http://aktines.blogspot.com/2012/05/blog-post_1984.html"blogspotHYPERLINK "http://aktines.blogspot.com/2012/05/blog-post_1984.html".HYPERLINK "http://aktines.blogspot.com/2012/05/blog-post_1984.html"comHYPERLINK "http://aktines.blogspot.com/2012/05/blog-post_1984.html"/2012/05/HYPERLINK "http://aktines.blogspot.com/2012/05/blog-post_1984.html"blogHYPERLINK "http://aktines.blogspot.com/2012/05/blog-post_1984.html"-HYPERLINK "http://aktines.blogspot.com/2012/05/blog-post_1984.html"postHYPERLINK "http://aktines.blogspot.com/2012/05/blog-post_1984.html"_1984.HYPERLINK "http://aktines.blogspot.com/2012/05/blog-post_1984.html"html, «Θλιβερὸς κατήφορος οἰκουμενιστοὺ ἀρχιερέως», Ὀρθόδοξος Τύπος (25-5-2012) 1, 7.
[45] Ὀρθόδοξος Τύπος (26-10-2012) 1, 7.
[46] http://aktines.blogspot.gr/2012/11/blog-post_20.html.
[47] Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, Κοινωνιολογία τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἔκδ. Π. Πουρναρᾶς, Θὲσ/κὴ 1999, σ. 165.
[48] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ἑρμηνεία εἰς τὰς ἑπτὰ Καθολκᾶς Ἐπιστολᾶς τῶν ἁγίων Ἀποστόλων Ἰακώβου, Πέτρου, Ἰωάννου καὶ Ἰούδα, ἔκδ. Ὀρθοδοξος 
  Κυψέλη, Θὲσ/κὴ 1986, σσ. 72-75. 
[49] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Διάταξις τῆς θείας Λειτουργίας, PG. 63, 907.
[50] Διακήρυξη Nostra Aetate, Διατάγματα Β΄ Συνόδου Βατικανοῦ, τ. 7, ἔκδ. Γραφεῖο Καλοῦ Τύπου, Ἀθήνα, σσ. 43-44.
[51] Γ. ΛΑΙΜΟΠΟΥΛΟΣ, «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν καὶ διαθρησκειακὸς διάλογος. Ἐνημερωτικὸ σημείωμα μὲ ἰδιαίτερη ἀναφορὰ στὶς σχέσεις μὲ τὸ Ἰσλάμ»,  
  ΚΑΘ’ΟΔΟΝ 3 (Σεπτέμβριος-Δεκλεμβριος 1992) 43-57.
[52] Ἕξ. 20, 2-3.
[53] Δεύτ. 6, 4.
[54] Ἤσ. 43, 10.
[55] Ἰω. 10, 30-33.
[56] Μτθ. 16, 16.
[57] Μτθ. 26, 63.
[58] Ἰω. 14, 9-10.
[59] Μτθ. 11, 27.
[60] Ἰω. 9, 39.
[61] Πράξ. 5, 15.
[62] Πράξ. 7, 51-52.
[63] Ρώμ. 9, 3.
[64] Μτθ. 17, 17.
[65] Μτθ. 21, 43.
[66] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Διαθρησκειακὲς συναντήσεις? ἄρνηση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ προσβολὴ τῶν ἁγίων Μαρτύρων, ἔκδ. Βρυέννιος, Θὲσ/κὴ 2003, σσ. 64 – 68, 91 – 103 καὶ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΣΔΡΑΚΑΣ,  Ἡ κατὰ τοὺ  Ἰσλὰμ πολεμικὴ τῶν βυζαντινῶν θεολόγων Θεσσαλονίκη 1961, σσ. 44 – 58, 64 – 66.
[67] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Περὶ αἱρέσεων  ρὰ΄ 1 – 2, PG 94.
[68] Ό.π., ρὰ΄ 18 – 37.
[69] Περὶ αἱρέσεων ρᾶ΄, PG 94, 765 ΑΒ καὶ ΗΛ. ΝΙΚΟΛΑΚΑΚΗΣ, «Τὸ Ἰσλὰμ κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό», ΕΕΘΣΘ τμήματος Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας 1 (1990) 267-268.
[70] Ἀποψεις  περὶ τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ διαλόγου Ὀρθοδοξίας καὶ Ἰσλὰμ (ἀνάτυπο ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Κοινωνία, ἔτος Μ΄ (1997) τεύχη 1, 2, σσ. 1-11 καὶ 145-146) ἔκδ. Ι.Μ. Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους, Ἀθήνα 1997, σ. 17.
[71] Β΄ Κόρ. 6, 16.
[72] Μάτθ. 10, 34.
[73] Ρώμ. 12, 18.
[74] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Διαθρησκειακές… 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου