Menu

23 Νοε 2012

Γέροντας Ἰωσὴφ Βατοπαιδινός, περὶ μετανοίας.

Ἡ ὁμιλία αὔτη ἐκφωνήθηκε ἀπὸ τὸν Γέροντα σὲ φοιτητές, στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γερασίμου, Ἄνω Ἰλισίων Ἀθηνῶν.
Θέλω καὶ πάλιν νὰ ἐκφράσω τὴν συγκίνηση καὶ τὴν εὐχαριστία μου, ὅπου πάλι εὑρέθηκα εἰς τὸ μέσον σας μὲ τὴν ἴδαιτεραν πρόνοια τοῦ π. Γεωργίου, ὁ ὅποιος εἶναι τόσο ἀγαπητὸς καὶ σέ μας καὶ σὲ σᾶς.
Στὴν ἐδῶ σύναξή σας, μᾶς δίδεται ἡ εὐκαιρία νὰ ἀνακαινίσωμε μέσα μας, ὑπὸ μορφὴν ἐπαναλήψεως, τοὺς στόχους καὶ τοὺς σκοποὺς αὐτοὺς ἀκριβῶς ποῦ μᾶς ἀπασχολοῦν καὶ πρὸς τοὺς ὁποίους ἐπειγόμεθα οἱ πάντες. Ἕνας εἶναι ὁ σκοπός, ἕνας εἶναι ὁ στόχος. Ἡ ἐπαναφορά μας, ἡ ἐπιστροφή μας ἐκεῖ, ὅπου ὁ Ἰησοῦς μας μὲ τὴν κένωση καὶ τὴν παρουσία Τοῦ μᾶς παρεχώρησε κληρονομικά. Τὸ θέμα φυσικά της πίστεώς μας καὶ τῆς ἔμμονής μας εἰς τὴν ἀλήθεια τὴν ὁποία κατέχομε εἶναι ἤδη γνωστὸ καὶ δὲν χρειάζεται νὰ τὸ σχολιάσωμε. Χάριτι Χριστοῦ εὑρίσκομαι σ’ ἕνα πλήρωμα πιστῶν ποῦ προσπαθοῦν καὶ ἀγωνίζονται σωστά, κατὰ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐκεῖνο τὸ ὅποιον ἤθελα ἰδιαιτέρως νὰ σᾶς ὑπενθυμίσω, εἶναι κάτι ποῦ καὶ σὲ μᾶς τοὺς μοναχούς, καὶ σὲ σᾶς τοὺς λαϊκοὺς εἶναι ἀπαραίτητο- σὲ μᾶς δὲ εἶναι περισσότερο γνωστὸ καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ θέμα τῆς....
μετανοίας.
Κανεὶς ἀπὸ ἐμᾶς ποῦ εὑρίσκεται εἷς τὴν ζωὴν αὐτὴ καὶ ἀγωνίζεται, κατὰ τὸ προφητικὸ λόγιο «καν μία ἥμερα ἐστὶν ἡ ζωὴ αὐτοῦ», δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ εἶναι ἀναμάρτητος, δηλαδὴ νὰ πλήρωση τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἀπ’ ἐδῶ ἀποδεικνύεται ὅτι ὑποκείμεθα ὅλοι εἷς τὸν ὄρο τῆς μετανοίας. Παρ’ ὅλο ποῦ μᾶς κάλεσε ὁ Θεὸς μὲ τὴν Χάρι Του, ἓν τούτοις, δὲν κατορθώνομε νὰ σταθοῦμε εἷς τὰ περιθώρια τῶν ὑποσχέσεών μας καὶ τῶν καθηκόντων μας, τὰ ὅποια μᾶς ἁρμόζουν. Ἄρα, ἡ μετάνοια εἶναι πλέον ἐπιβεβλημένο καθῆκον καὶ ὄχι ἐλευθέρα ἐπιλογή. Σὲ ‘κεῖνον μόνο δὲν χρειάζεται ἡ μετάνοια, ποῦ κατόρθωσε νὰ φυλάξη τὶς ὑποσχέσεις τοῦ βαπτίσματος ἀπαραχάρακτες. Τέτοιος ἄνθρωπος εἶναι δυνατὸν νὰ ὕπαρξη; Ἑπομένως, σὰν τρόφιμοι τῆς μετανοίας, οἱ πάντες ἠμεῖς, ὀφείλομε περισσότερο νὰ καλλιεργήσωμε τὴν γνώση τῆς μετανοίας καὶ τοὺς πρακτικούς της τρόπους. Νὰ ἔντεινωμε ἐπίσης τὶς προσπάθειές μας, οὕτως ὥστε, μέσω αὐτῆς, ὅπου ἡ παναγαθότης τοῦ Κυρίου μᾶς ἐχάρισε, γνωρίζοντας τὸ τρεπτὸν τῆς φύσεώς μας, νὰ ἐπιτύχωμε τὶς ἐπαγγελίες.
Τώρα τί σημαίνει μετάνοια; Φυσικὰ οὔτε καὶ τοῦτο χρειάζεται νὰ ἀναλύσωμε. Ἄλλα μίαν μικρὴ ὑπόμνηση πάλι κάνομε. Μετάνοια, στὴν κυριολεξία, σημαίνει ἀνάκληση τοῦ νοῦ στὴν βάση του, ἀπ’ ὅπου παρετράπη. Ὁ νοῦς ὅπως ξέρετε, εἶναι τὸ μέσον μὲ τὸ ὅποιον κοινω¬νοῦμε σὰν λογικὰ ὄντα μὲ τὸν ἔξω ἀπὸ μᾶς κόσμο καί, πέραν τούτου, μέχρι αὐτῆς τῆς θεογνωσίας καὶ τῆς ἐπιτυχίας τῶν ἐπαγγελιῶν. Ὅλα αὐτὰ ξεκινοῦν ἀπὸ τὴν σύλληψη τῶν νοημάτων. Διὰ νοημάτων γίνεται ὅλη αὐτὴ ἡ ἐργασία. Ἐὰν λοιπὸν ὁ νοῦς στέκεται καλὰ στὴ βάση του καὶ κάνη σωστὴ χρήση τῶν νοημάτων, τότε κατ’ ἀνάγκη, γίνεται καὶ σωστὴ χρήση τῶν πραγμάτων. Ἐὰν ὅμως δὲν γίνεται σωστὴ χρήση τῶν νοημάτων, διότι ὁ νοῦς δὲν στέκεται καλά, κάνει παράχρηση τῶν πραγμάτων, ποῦ εἶναι ἡ παρὰ φύσιν ζωή, Ἀρχίζει πλέον ἡ ἐνοχὴ καὶ ἡ πτώση. Ἄρα μετανοεῖ σωστὰ ἐκεῖνος ποῦ ἀντιλαμβάνεται ὅτι δὲν πάει καλὰ καὶ ἀνακαλεῖ τὸ νοῦ στὴν βάση του, ὥστε νὰ στέκεται σωστά, νὰ συλλαμβάνει ὀρθῶς τὰ νοήματά του, νὰ τὰ κρίνη καὶ νὰ τὰ τοποθετῆ καλά. Ὡς πρὸς μὲν τὸν Θεό, νὰ πιστεύη σωστά, ὡς πρὸς τοὺς ἀνθρώπους του δέ, νὰ διάκειται μὲ συμπάθεια καὶ ΑΓΑΠΗ καὶ ὡς πρὸς τὸν ἑαυτό του, νὰ φρονῆ πάντοτε ταπεινά. Τότε ἀκριβῶς μπαίνει μέσα στὴν μετάνοια. Αὐτὸς ὁ τρόπος εἶναι ἀπαραίτητος γιὰ ὅλους μας, γιατί ἀφηρημένη ἔννοια μετανοίας δὲν ὑπάρχει. Πιστεύομε φυσικὰ στὸ Θεό, ἀλλὰ ὁ τρόπος ποῦ πιστεύομε εἶναι πολύπλοκος. Ἡ πίστη δὲν στέκεται μόνο στὸ νὰ πιστέψωμε πῶς ὑπάρχει ὁ Θεὸς καὶ ὅτι εἶναι αὐτὸς ποῦ περιγράφεται στὴν Γραφή. Αὐτὸ δὲν λέει πολλά. Αὐτὸ εἶναι μὲν ἔτσι, ἀλλὰ καὶ νὰ καταργήσωμεν αὐτοῦ του εἴδους τὴν πίστη, ὁ Θεὸς μένει πιστός, δὲν καταργεῖται. Ἐκεῖνο ποῦ μᾶς ἐνδιαφέρει περισσότερο εἶναι ἀπὸ τὴν πίστη μᾶς αὐτὴ πρὸς τὸν Θεὸ τί μποροῦμε νὰ πάρωμε. Ἀπὸ τὴν ἀποκάλυψη μάθαμε τὴν καταγωγή μας. Ὅτι ἔκτισθημεν, ἓξ ἀρχῆς, «κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ. Μετά, ἡ πτώση μᾶς ἔφερε σ’ αὐτὴ τὴν ἀθλιότητα ποῦ εὐρισκόμεθα τώρα, ἔγλειστοι, ἐγκλωβισμένοι σ’ αὐτὴ τὴν φυλακή, στὴν κοιλάδα τοῦ κλαθμῶνος· καὶ τώρα μᾶς παρεχώρησε ὁ Θεὸς δύναμη καὶ τρόπους καὶ χάριν ἐπιστροφῆς ἐκεῖ ἀπ’ ὅπου ξεπέσαμε.
Τώρα ἀκριβῶς ἡ προσπάθεια μᾶς εἶναι στὸ πῶς νὰ ἐπιτύχωμε νὰ ἀνακαλέσωμε τὸν ἑαυτό μας στὴν σωστὴ βάση καὶ νὰ πείσωμε πρῶτα τὸν Θεὸ ὅτι μετανοοῦμε γιὰ τὸ ἁμαρτωλὸ παρελθὸν τῆς ἀγνωσίας μας. Μαζὶ δὲ μ’ αὐτὴ τὴν ἀπόφαση, νὰ ἀρχισωμὲ πρακτικὴ ἐφαρμογὴ τῶν ἀντιθέτων ἀκριβῶς θέσεων, νὰ κάνωμε πλέον ἀπ’ ἐδῶ καὶ στὸ ἕξης αὐτὰ ποῦ μόνο ὁ Θεὸς θέλει καὶ ἀγαπᾶ.
Ἡ παρὰ φύσιν ζωή, στὴν ὁποία εὑρίσκονται ὅσοι ἀκόμα δὲν ἄρχισαν νὰ μετανοοῦν, εἶναι ὁ νόμος τῆς ἐπιθυμίας. Μετὰ τὴν πτώση, ὁ ἄνθρωπος ἀπώλεσε τὸ ἁπλοῦν, ἔχασε τὴν προσωπικότητά του καὶ ἐκεῖ ποῦ ὑπῆρχε τὸ ἁπλοῦν, τώρα ἦλθε ἡ πονηρία καὶ ἡ διὰ-στροφή. Τώρα χρειάζεται τιτανικὸς ἀγώνας οὕτως ὥστε νὰ κρατοῦμε τὴν θέση μας- ὄχι ἐκεῖ ποῦ μᾶς σπρώχνουν οἱ ἐσφαλμένες αἰσθήσεις καὶ τὰ πάθη καὶ ὁ νόμος τῆς ἐπιθυμίας, ἀλλὰ ἐκεῖ ποῦ εἶναι μόνο ὁ νόμος τῆς χρείας, περισσότερον ἐκεῖ ποῦ ἀρέσκεται ὁ Θεός.
Ὁ Προφήτης Δαυΐδ, μέσα στοὺς ψαλμοὺς περιγράφει τὴν ἀθλιότητα τῆς παρὰ φύσιν ζωῆς, τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου, ποῦ ἄλλοτε τὸν ἀποκαλεῖ «παλαιὸν ἄνθρωπο» καὶ ὁ Παῦλος συμπληρώνει, «σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις». Ἄλλοτε πάλι ὁ ἴδιος Ἀπόστολος τὸν ὀνομάζει «σῶμα τῆς ἁμαρτίας». Αὐτὴ ἡ θέση εἶναι καὶ λέγεται παρὰ φύσιν. Δὲν ἔχει ἀπαιτήσεις φυσιολογικές, αὐτὲς ποῦ χρειάζονται στοὺς φυσικοὺς νόμους τῆς ζωῆς μας, ἀλλὰ ἀπαιτεῖ ἐκπληρώσεις παθῶν παραλόγων, ποῦ δὲν εἶναι ὄροι φυσιολογικοί, ἀλλὰ ὄροι τῆς ἐπιθυμίας. Ὅπως τὸ ζῶο δὲν ἔχει λογικὴ νά. κρίνη αὐτὸ ποῦ τοῦ χρειάζεται, ἀλλὰ ἔχει ὅρμη, ἔτσι καταλήγει καὶ ὁ παλαιός, ὁ ἐφθαρμένος ἄνθρωπος· βαδίζει μὲ τοὺς λόγους τῆς ὁρμῆς.
Ἀρχίζει λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος νὰ μετανοῆ. Σταματάει νὰ ἁμαρτάνη, νὰ ἐπαναλαμβάνη τὰ κακὰ αὐτὰ ἀπὸ τὰ ὅποια οἰστρηλατεῖτο εὐρισκόμενος στοὺς ὅρους τῆς ἐπιθυμίας καὶ στὰ πάθη ποῦ κατεργάζετο μέχρι σήμερα ζώντας μακράν του Θεοῦ· τὰ παύει αὐτὰ καὶ δὲν τὰ ἐπαναλαμβάνει. Αὖτο εἶναι τὸ πρῶτο στάδιο μετανοίας. Ἕις ἐκεῖνον ποῦ μετανοεῖ, ἐπιβάλλεται ἀπολύτως ἡ κα¬τάπαυση τῆς παρὰ φύσιν ζωῆς, ἄνευ ὅρων. Δὲν μπορεῖ νὰ λέη κανεὶς ὅτι μετανοεῖ καὶ νὰ ἐπαναλαμβάνη πάλι τοὺς νόμους τῆς παρὰ φύσιν ζωῆς. Γιατί ἂν αὐτὸ κάνει, τότε δὲν θὰ σύμπραξη μαζί του ἡ θεία Χάρις, χωρὶς τὴν ὁποία δὲν μποροῦμε τίποτε νὰ κάνωμε. Γιατί «ἓν σώματι καταχρέω ἁμαρτίας Θεὸς οὐκ εἴσελευσεται, ἐὰν γὰρ εἴσελευσεται, λέει ὁ Προφήτης, καὶ ταχέως ἔξελευσε-ταί». Ἑπομένως, τὸ πρῶτο στοιχεῖο γιὰ κάθε μετανοοῦντα εἶναι νὰ παύση νὰ ἁμαρτάνη. Αὐτὸ εἶναι ἐπιβεβλημένο καθῆκον. Διότι, ἐὰν ἀπὸ ἐδῶ δὲν ξεκινήση, εἶναι μάταιη ἡ μετάνοιά του. Διότι ἡ κατ’ ἐνέργειαν ἁμαρτία, εἶναι ἡ πρακτικὴ ἄρνηση. Πῶς ἕνας λέει ὅτι πιστεύει στὸν Θεό, τὸν ὅποιο παραδέχεται σὰν Κύριό του καὶ ἀρχηγό, ἐνῶ αὐτὴ τὴν ὥρα ἁμαρτάνει; Ποῦ τοῦτο εἶναι πρακτικὴ ἄρνηση. Ἄλλα ἄρνηση στὸν Θεὸ εἶναι καὶ αὐτὴ ποῦ προκάλεσε τὴν πτώση. Πρέπει νὰ προσεχθῆ ὅτι στὴν πτώση καὶ οἱ δύο λογικὲς φύσεις, ἀγγελικὴ καὶ ἀνθρώπινη, δὲν ἀρνήθηκαν τὸν Θεό, ἀρνήθηκαν τὴν ἐντολή, παρέβησαν αὐτὸ ποῦ ἤθελε ὁ Θεὸς καὶ ἔγινε ἡ πτώση. Ἐὰν λοιπὸν ἕνας ἄνθρωπος συνεχίζη νὰ κάνη αὐτό, νὰ ζῆ τὴν παρὰ φύσιν ζωή, νομίζοντας ὅτι μετανοεῖ, πλανᾶται.
Ἀφοῦ παύση νὰ ἁμαρτάνη πρακτικὰ ὁ ἄνθρωπος, τότε ἀρχίζει τὸ δεύτερο στάδιον. Ἀρχίζει νὰ λυπᾶται γιὰ τὸ ἄθλιο παρελθόν του. Μέσω αὐτοῦ του τρόπου κατεργάζεται δύο πράγματα. Πρῶτον, πείθει τὸν ἑαυτό του νὰ ἀνακάλυψη τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους θὰ ἀποδείξη τὴν πραγματική του ἐπιστροφὴ πρὸς τὸν Θεὸ καί, δεύτερον, μὲ τὴν στάση τοῦ αὐτὴ ἐξευμενίζει τὸν Θεόν, οὕτως ὥστε νὰ τὸν λυπηθῆ, νὰ ἀπόσβεση τὴν ἔνοχη καὶ νὰ τὸν συγχώρεση γιὰ τὸ ἄθλιόν του παρελθόν. Ἀρχίζει νὰ πενθῆ καὶ νὰ θλίβεται διότι ἔλυπησε τὸν Θεόν, καὶ ἔτσι, μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἐφαρμόζεται ἡ διπλὴ ἐνέργεια τῆς μετανοίας. Ὁ ἄνθρωπος ἀποτελούμενος ἀπὸ σῶμα καὶ ψυχή, σὲ ὅ,τι ἀποφασίζει, συνεργοῦν καὶ τὰ δύο μέρη. Συλλαμβάνει διὰ τῆς διανοίας τὴν ἀπόφαση, τὴν κατεργάζεται καὶ διὰ τῶν μελῶν καὶ τῶν αἰσθήσεων τὴν ἐφαρμόζει πρακτικά. Ἔτσι καὶ στὸ θέμα τῆς μετανοίας. Διὰ τῆς λύπης καὶ τῆς μεταμέλειας καὶ τῆς συγνώμης μπαίνει μέσα στὴ μετάνοια διὰ τοῦ ψυχικοῦ του κόσμου. Διὰ τῆς πρακτικῆς ἐνεργείας τοῦ πένθους καὶ τοῦ πόνου συμμετέχει καὶ τὸ ὑπόλοιπο σῶμα, ἀμφότερα τὰ μέρη, σῶμα καὶ ψυχή, ὅπως ἁμάρτησαν, πάλι μετανοοῦν. Αὐτὸς εἶναι ὁ πρακτικὸς τρόπος.
Ὅταν λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος ἄρχιση κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ παύη νὰ ἁμαρτάνη καὶ κλαίη γιὰ τὶς προηγούμενες τοῦ ἁμαρτίες, ἄρχισε νὰ μπαίνει λογικὰ καὶ νόμιμα στὴν πραγματικὴ μετάνοια. Ἐὰν αὐτὸ τὸ συνέχιση κατὰ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, μετέχοντας σὲ ὅλα τὰ μυστήρια τὰ ὅποια ἡ Ἐκκλησία μᾶς παρέχει, τότε τὸν πλησιάζει ἡ θεία Χάρις, ὡς συνεπῆ καὶ πραγματικὰ μετανοοῦντα, καὶ ἀμέσως τὸν ἐνισχύει. Νὰ πῶς τοῦ μειώνει τὴν λνοσα καὶ τὴν δύναμη τῶν παθῶν, ὡς καὶ τῆς κακῆς συνήθειας τὴν ὁποίαν ἀπέκτησε ἁμαρτάνοντας. Ἀρχίζει ἔτσι νὰ γίνεται κύριος τῶν αἰσθήσεων, οὕτως ὥστε οἱ ἀποφάσεις του νὰ εἶναι πλέον εὔκολα ἐφαρμόσιμες. Διὰ τοῦ πένθους καὶ τῆς συνεχοῦς ἐξομολογήσεως πρὸς τὸν Θεόν, ὁλοκληρώνεται ἡ μετάνοιά του, ὅποτε ἡ θεία Χάρις ἡ ὁποία ἔφυγε διὰ τῆς ἁμαρτίας, ἐπανέρχεται. Ἀρχίζει τότε μαζὶ μὲ τὴν θείαν Χάριν καὶ τὴν καλὴ προαίρεση, νὰ ἀνακτᾶ τὴν προσωπικότητα τοῦ τὴν ὁποία κατέστρεψε ἡ ἁμαρτία. Ἐὰν συνέχιση κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, σιγὰ – σιγὰ ὁ νοῦς, διὰ τῆς Χάριτος, φωτίζεται περισσότερο- ἀποκτᾶ εὐχέρεια στὸ νὰ γινώσκη, νὰ κρίνη καὶ νὰ μὴν πλανᾶται, οἱ δὲ αἰσθήσεις ἀρχίζουν νὰ ὑποτάσσονται στὸν νοῦ. Ἐκεῖ ποῦ ἄλλοτε τοῦ ἐπεβάλλοντο μὲ τὴν λύσσα καὶ τὴν ὅρμή της ἕλξεως καὶ τοῦ πάθους καὶ ἀνάγκαζαν τὸν νοῦ νὰ ὑποχωρῆ στὶς παράλογες ἀπαιτήσεις, τώρα ὁ νοῦς γίνεται κύριος τῶν αἰσθήσεων, τὶς δαμάζει καὶ τὶς πείθει νὰ κινοῦνται στοὺς νόμους τῆς χρείας καὶ ὄχι τῆς ἐπιθυμίας. Ἄλλοτε τὰ πάθη, οἱ προσβολές, τὰ αἴτια, οἱ ἀφορμές, τὰ μέρη τὰ ὅποια τὸν αἰχμαλώτιζαν καὶ τὸν ἀνάγκαζαν νὰ προδώση τὴν πρὸς τὸν Χριστὸ πίστη του, τώρα μὲ μεγαλύτερη εὐχέρεια τὰ ἐλέγχει καὶ γίνεται κύριος τους. Ἐὰν ἔτσι συνέχιση μέσω τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μᾶς αὐτὸν τὸν τρόπο τῆς πραγματικῆς μετανοίας, τότε ἀναβαίνει ἀπὸ τὴν παρὰ φύσιν πλέον κατάσταση τῶν ὁρμῶν καὶ τῶν ἐπιθυμιῶν στὰ φυσιολογικὰ ἐπίπεδα. Αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο ποῦ ἀπαιτεῖ ὁ Θεὸς ἀπὸ .τὸν ἄνθρωπο. Ἐὰν ἀγωνιζόμενος φθάση σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο, ἤδη αἰσίως ἐπέρασε τὸ πρῶτο στάδιο, τὸ λεγόμενο κατὰ τὴν γλώσσα τῶν Πατέρων καθαρτικό. Ἔκαθαρισε τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία τῆς παρὰ φύσιν ζωῆς καὶ ἔπαυσε νὰ λειτουργῆ ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος «σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις», τὸ δὲ σῶμα τοῦ θανάτου ἐνεκρώθη καὶ ὑποτάσσεται πλέον στὶς σωστὲς κρίσεις τοῦ νοῦ. Ἀπὸ ἐδῶ ἀρχίζει τὸ δεύτερο στάδιο τῆς μετανοίας.
Ἔρχεται ἡ θεία Χάρις ἡ ὁποία τὸν βοηθοῦσε κατὰ τρόπον ἀντιληπτικό, παρηγορητικὸ καὶ παραμένει τώρα μαζί του ὡς ἐνδημοῦσα κατάσταση, ἀνασύροντας τὸν ἀπὸ τὴν φυσιολογικὴ κατάσταση στὸ ὑπὲρ φύσιν. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πάνω ἀρχίζει ἡ ἐνέργεια τῆς Χάριτος νὰ δημιουργῆ μέσα τοῦ μορφὲς τῆς εἰκόνος τοῦ «κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν». Ἀρχίζει νὰ ἀποκτᾶ Χριστὸ-νοῦ, Χριστὸ-θέληση, Χριστὸ-ἐνέργεια. Ἀρχίζει νὰ ἀφομοιώνεται μὲ τὸ πρωτότυπο.
Ἐὰν συνέχιση, ὅπως εἶπα, μὲ προσοχὴ καὶ φυσικὰ μὲ καθοδήγηση πεπειραμένων πνευματικῶν, μιέσω πάντοτε τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν μυστηρίων, χωρὶς τῶν ὁποίων οὐδέποτε ἐπιτυγχάνεται κανένας παράγων πνευματικός, τότε ἀρχίζει μέσα του ἡ ἓν Θεῶ αἴσθηση. Ἐκεῖ ποῦ πηγάζουν οἱ ὄροι τῆς ἐπιθυμίας, ἀρχίζει μέσα του νὰ λειτουργῆ ἡ μόνη πρὸς τὸν Θεὸν στροφή· ἀρχίζει νὰ ἀνακτᾶ τὴν πρώτη θέση, τὴν ὁποία εἶχε ὅταν τὸν ἐδημιούργησε ὁ Θεὸς καὶ ἐντρυφοῦσε συνεχῶς στὴν θεία θεωρία. Τότε, ἀπὸ τὴν μία πλευρὰ ὁ νοῦς στέκεται μὲ ἀκρίβεια στὸν ἔλεγχο τῶν αἰσθήσεων, μήπως πλανηθοῦν, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ στέκεται στὴν προσοχὴ τῶν προλήψεων τῶν προσβολῶν ποῦ ἔρχονται ἀπ’ ἔξω, διὰ νὰ μὴν τὸν παρασύρη ὁ σατανᾶς σὲ κάποια πλάνη καὶ ἀρχίζει νὰ ἀποδίδη στὸν Θεὸ τὴν πραγματικὴ λατρεία «ἓν πνεύματι καὶ ἀλήθεια». Ἐὰν συνέχιση κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀπρόσκοπτα, τότε, στὸ στάδιο αὐτὸ τῆς μετανοίας, ἀρχίζει ὁ νοῦς νὰ δέχεται φωτισμὸ καὶ στὸ τέρμα νὰ δέχεται ἔλλαμψεις. Αὐτὴ ἡ κατάσταση, τὸ δεύτερο δηλαδὴ στάδιο, λέγεται φωτιστική. Χρειάζεται πολλὴ προσοχὴ ἐδῶ, διότι δύο τινὰ κρούουν ἀκριβῶς αὐτὸν τὸν κίνδυνο. Μόλις ἀρχίσει ὁ ἄνθρωπος νὰ βαδίζη ἔτσι, τότε δύο ἄσπονδοι ἐχθροί, μὲ πολλὴ ὑπουλότητα παρακολουθοῦν τὸν ἤδη φωτιζόμενο νοῦ. Τὸ ἕνα χειρότερό του ἄλλου. Τὸ ἕνα εἶναι ἡ οἴηση καὶ ἡ κενοδοξία, καὶ τὸ ἄλλο ἡ ἀκηδία, ἡ ἀμέλεια. Τρομερὸ-τερον ὅμως εἶναι ἡ ἀμέλεια. Διότι, ἐὰν τότε ἄρχιση, γνωρίζοντας τὸν τρόπο καὶ ἔχοντας ἐμπειρία νὰ κατὰ-πίπτη, νὰ αἰχμαλωτίζεται ἀπὸ τὴν ἀμέλεια, τότε φυσικὰ ὁ κίνδυνος εἶναι τρομερός. Ἐὰν «οἱ γευσάμενοι καλῶς Θεοῦ ρῆμα καὶ δυνάμεις τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» γυρίσουν καὶ ἀνασταυρώσουν τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἀπροσεξία καὶ τὴν ἁμαρτωλότητα, τότε φυσικὰ ἀφίσταται ἡ Χάρις, καὶ ἡ πτώση εἶναι πολὺ μεγάλη καὶ δεινή. «Ἐὰν ἡ ἥμερα, λέγει, ἐπιστρέψει ὁ ἁμαρτωλὸς ἐκ πλάνης ὅδου αὐτοῦ, οὗ μὴ μνησθῶ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτοῦ, ἓν ἡ ἥμερα πλανηθῆ ὁ δίκαιος οὗ μὴ μνησθῶ τῆς δικαιοσύνης αὐτοῦ, ἀλλὰ θύσω πρόσκομμα ἔμπροσθεν αὐτοῦ». Ἐδῶ ἀρχίζει ὁ κίνδυνος· ὄχι γιὰ νὰ φοβηθοῦμε, ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνωμε προσεκτικοί. Ἐὰν συνέχιση ἔτσι μὲ προσοχή, μεταφέρεται στὸ στάδιο τὸ ἁγιαστικό, ὁπόταν πλέον ἀρχίζουν νὰ φαίνωνται πάνω του οἱ θεῖες ἐπαγγελίες. Αὐτὸ ἂς εὐχηθοῦμε νὰ μᾶς ἀξίωση ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ὁ πρακτικὸς τρόπος τῆς μετανοίας, ὅπως εἶπα, εἶναι περισσότερο χρήσιμος, εὔχρηστος καὶ ἀναγκαῖος γιά ‘μας, τὰ ὅσα δηλαδὴ ἀναφέρονται στὸ πρῶτο στάδιο τῆς καθάρσεως. Ἐπειδὴ μέσα στὴν κοινωνία ποῦ ζοῦμε τὰ αἴτια εἶναι τόσα πολλά, οἱ ἀντιθέσεις πολλαπλάσιες καὶ οἱ ἀδυναμίες μας ὄχι ὀλίγες, χρειάζεται πολλὴ προσοχὴ καὶ ἐντατικὴ προ¬σπάθεια ὥστε νὰ μὴν ὑποχωροῦμε, ἀλλὰ πάντοτε νὰ ἔχωμε τὴν ἐλπίδα καὶ πίστη μας στὸν Θεόν, ὅτι, ἒφ’ ὅσον μᾶς ἔκαλεσε νὰ μποῦμε μέσα στὴν μετάνοια, ποῦ αὐτὸ σημαίνει ὅτι μᾶς ἔκαλεσε μᾶλλον στὴν ἐπίγνωσή Του, εἶναι ἀδύνατο πλέον νὰ μᾶς ἐγκατάλειψη. Εἶναι ἄμετα-μέλητα τὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ.
Καθὼς μᾶς πείθει ἡ πατερικὴ παράδοση, μέσα στὸν δαιδαλώδη πνευματικὸ ἀγώνα, πέραν τῶν καλῶν μας ἀποφάσεων, συμβαίνουν μερικὰ μυστηριώδη πράγματα ποῦ πρέπει νὰ γνωρίζωμε. Παρ’ ὅλο ποῦ ἀπὸ ἀπόψεως προθέσεως μένομεν οἱ ἴδιοι καὶ δὲν ἀλλάζομε τὴν ἀπόφαση καὶ τὴν πρόθεσή μας, ἓν τούτοις, ὑπάρχουν ἄλλοι παράγοντες ποῦ βρίσκονται μαζί μας σὰν κακοὶ σύντροφοι καὶ μᾶς ἐπηρεάζουν. Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς εἶναι ἡ τροπὴ καὶ ἡ ἀλλοίωση, οἱ λεγόμενες κατὰ τὴν γλώσσα τῶν Πατέρων «ἀλλοιώσεις». Αὐτὰ εἶναι ἐπίκτητα κακὰ ποῦ ἔγιναν μετὰ τὴν πτώση. Οὐδέποτε ὁ ἄνθρωπος μένει στὴν ἴδια κατάσταση. Σήμερα ἔχω μέσα μου εὐλάβεια καὶ ζῆλο καὶ θέρμη καὶ ἀποφασιστικότητα- τὴν ἑπομένη μέρα ὅλα αὐτὰ χάνονται. Καὶ ὅταν ἐξετάσω λεπτομερῶς νὰ βρῶ τὴν αἰτία, δὲν τὴν βρίσκω, παρ’ ὅλο ποῦ δὲν παρέλειψα τὸ καθῆκον μου, οὔτε μετέβαλα τὴν πρόθεσή μου- ὅμως, οἱ ἀλλοιώσεις αὐτὲς δυστυχῶς εἶναι φυσιολογικές. Σὲ αὐτὲς τὶς δύσκολες ἀλλοιώσεις ὑπο¬χωρεῖ πολλὲς φορὲς ὁ ἄνθρωπος, πλανώμενος ἀπὸ τὴν πρόθεση δῆθεν τοῦ καλοῦ, χωρὶς ὅμως νὰ εἶναι καλὸ καὶ ἔτσι ἁμαρτάνει. Τότε ἀκριβῶς χρειάζεται ὁπωσδήποτε ἡ ἄμεσος μετάνοια, γιὰ νὰ πείσωμε τὸν Θεὸ ἀλλὰ καὶ τὸν ἑαυτόν μας ὅτι πρόκειται ν’ ἄλλαξωμε κατεύθυνση. Χρειάζεται πολλὴ προσοχὴ νὰ μὴν χάνετε τὸ θάρρος σας. Καὶ ἄλλοτε τὸ τόνισα αὐτό, τὸ λέγω ὅμως πάλιν, ἐπειδὴ διαπιστώνω κάθε μέρα, ἀπὸ τὶς τόσες συναντήσεις μου, ὅτι τὸ πλεῖστον τῶν μετανοούντων ἀδελφῶν χάνουν τὸ θάρρος τους. Ἐπειδὴ κατ’ ἐπανάληψιν ἐπεχείρησαν στὸ ἴδιο δῆθεν θέμα καὶ δὲν τὰ κατάφεραν, ἀρχίζουν νὰ ἀποθαρρύνωνται, πράγμα ποῦ δὲν εἶναι οὔτε λογικό, οὔτε φυσικό. Χρειάζεται πολλὴ προσοχή. Εἶναι γεγονὸς ὅτι, πιεζόμενος ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὶς ἀλλοιώσεις, πιεζόμενος; ἀπὸ τὰ αἴτια καὶ τὶς ἀφορμές, καθίσταται ἔτσι ὁ πόλεμος δυσχερὴς καὶ βαρύς. Ἐν τούτοις ὅμως, ἔχοντες σὰν ἄγκυρα ἐλπίδος τὴν θείαν εὐσπλαχνία, δὲν ὑποχωροῦμε. Τὸ ὅτι ἔκληθημεν στὴν εὐσέβεια, εἶναι καθαρῶς δωρεὰ ἐλεημοσύνης καὶ εὐσπλαχνίας τοῦ Θεοῦ. Ἀκριβῶς ἐδῶ ἐφαρμόζεται τὸ Παύλιο ρῆμα, «οὖς ὁ Θεὸς προώρισε, τούτους καὶ ἔκαλεσε καὶ οὖς ἔκαλεσε τούτους καὶ ἔδικαιωσε καὶ οὖς ἔδικαιωσε τούτους καὶ ἔδοξασε- καὶ πρὸς ταῦτα τὶς ἱκανός;» Καὶ συνεχίζει, «εἰ ὁ Θεὸς μεΟ’ ἠμῶν, τὶς καθ’ ἠμῶν; εἰ ὁ Θεὸς ὁ δίκαιων, τὶς ὁ κατακρίνων;» Ὅλα αὐτὰ γιὰ μᾶς εἶναι ἕνας τερο:στιος παράγων ἀσφαλείας, γιατί ἡ ἀνακάλυψη ἑνὸς σημείου διὰ τοῦ ὁποίου φαίνεται καθαρὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιὰ μᾶς αὐτὸ εἶναι ἀποτέλεσμα πλέον διότι ὁ Θεὸς δὲν μεταμελεῖται, δὲν φοβᾶται, δὲν ἀλλάζει, δὲν μεταβάλλεται, δὲν κινεῖται, καὶ ὅ,τι κάνει εἶναι τέλειο καὶ θεοπρεπές. Ἐφ’ ὅσον λοιπὸν σήμερα εὐρισκόμεθα κεκλημένοι, ἄρα εἴμεθα καὶ πρὸ-ὁρισμένοι. Ἐφ’ ὅσον εἴμεθα προορισμένοι καὶ κεκλημένοι, εἴμεθα καὶ δεδικαιωμένοι. Καὶ ἐξηγῶ τί σημαίνει δεδικαιωμένοι. Ἀπὸ τὴν ἥμερα ποῦ ἔκληθημεν στὴν ἐπίγνωση τοῦ Θεοῦ μέχρι σήμερα, δὲν φυλάξαμε αὐτὸ ποῦ θέλει ὁ Θεός. Τὸ ὁμολογοῦμε. Ἐν τούτοις ὅμως, παρ’ ὅλη τὴν προδοσία τὴν ὁποία συνεχίζομε, ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ἐγκατέλειψε. Ἐὰν λοιπὸν ὁ Θεὸς τώρα πρακτικὰ ἀποδεικνύεται ὅτι εἶναι μαζί μας, καὶ «προορί-σας καὶ καλέσας καὶ δικαιώσας», τότε δὲν τίθεται θέμα καμμιᾶς ἀμφιβολίας. Τὸ θέμα τῆς ἐπιτυχίας εἶναι ἀπόλυτο καὶ θετικὸ ἀπὸ μέρους τῆς εὐσπλαχνίας τοῦ Θεοῦ. Τώρα μένει μόνο τὸ ἐὰν ἐμεῖς προδώσωμε καὶ γυρίσωμε πίσω καὶ φύγωμε. Πράγμα ποῦ δὲν θὰ τὸ κάνωμε ποτὲ Χάριτι Χριστοῦ. Αὐτὸ εἶναι μία ἄγκυρα ἐλπίδος, τὴν ὁποία κατέχομεν ἀποδεικτικά, δὲν εἶναι θεωρία ἀφηρημένη. Ὁ Ἰησοῦς μᾶς παραμένει συγκεκριμένα μαζί μας· διότι «οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς μέ, λέγει ὁ Ἰησοῦς, εἰ μὴ ὁ Πατήρ μου ἑλκύσει αὐτόν»· ὄχι «καλέσει», ἀλλὰ νὰ ἕλκυση διὰ τῆς βίας, νὰ τὸν σύρη καὶ νὰ τὸν φέρη κοντά μου. Ἐὰν ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα καὶ «οὐδεὶς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν, εἰ μὴ ἓν πνεύματι Ἁγίω» καὶ ἡ Χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος εἶναι αὐτὴ ποῦ μᾶς ἐνισχύει ἕως αὐτὴ τὴν ὥρα νὰ περιστρέφωμε μέσα μας τὸ Πανάγιό Του ὄνομα, νὰ ἔχωμε τὴν πίστη καὶ ἐλπίδα μας πρὸς Αὐτὸν καὶ νὰ τὸν ἐπικαλούμεθα συνεχῶς.
Ὅλα αὐτὰ εἶναι πλέον ἀποδείξεις περίτρανες, ὅτι μαζί μας παραμένει ὁ Θεός. Ὁ σήμερον Θεὸς καὶ χθὲς καὶ πρὶν καὶ αὔριο εἶναι ὁ Ἴδιος. Μήπως ὁ Θεὸς ἀγνοοῦσε ὅταν μᾶς καλοῦσε καὶ σήμερα ἐμεῖς εἴμεθα ψεῦστες στὴν ὑπόσχεσή μας; Τὸ ὅτι εἴμεθα ἀδύνατοι καὶ προδόται τὸ ὁμολογοῦμε. Γι’ αὐτὸ εὐρισκόμεθα συνεχῶς μέσα στοὺς ὅρους τῆς μετανοίας. Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν τὸ ἤξερε αὐτό, ὅτι εἴμεθα ἁμαρτωλοὶ καὶ ἀδύνατοι; Γιατί μᾶς ἔκαλεσε; Εἶναι δυνατὸν νὰ κάνη λάθος; Ἕνας λόγος ἀποδείξεως σαφέστατης ὅτι ἐγνώριζε ὁ Θεὸς ποῖοι εἴμεθα καὶ ὅμως παραμένει μαζί μας. Ἑπομένως τώρα, νὰ θερμάνωμε τὸν ζῆλο μας, νὰ συνεχίζωμε νὰ ἔχωμε ἐλπίδα στὴν ζωὴ τῆς συνεχοῦς μετανοίας καί, ὁπωσδήποτε, θὰ ἐπιτύχωμε τὶς ἐπαγγελίες, διότι εἶναι ἀμεταμέλητα τὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ἤθελα νὰ σᾶς ἐνθυμήσω στὴν συνάντηση μᾶς αὐτή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου