Menu

25 Μαρ 2012

Ὁ Ἰάκωβος κι ὁ πασάς

"Κάλλιο γνώση, παρά γρόσι"
Τότε πού οἱ Τοῦρκοι ἦταν ἐδῶ, καί ζοῦσαν ἀπό τό πλιάτσικο, ἅρπαξε καί φάει δηλαδή, ἔβαλαν στό μάτι ἕνα μοναστήρι τοῦ Αἵ-Γιάννη καί ἀποφάσισαν νά πᾶνε νά τό πάρουν. Εἶπαν μερικοί:
-Θά πᾶμε τή νύχτα νά τούς νά τούς πιάσουμε στόν ὕπνο, νά σκοτώσουμε τούς καλογέρους.
-Σταθεῖτε, τούς λέει ὁ πασάς. Θά τούς κάνω ἐγώ νά τό παραδώσουν μέρα-καταμεσήμερο, καί ἀπό μοναχοί τους.
Οἱ ἄλλοι παραξενεύτηκαν, ἀλλά αὐτός εἶχε τό σχέδιό του. Μία καί δυό λοιπόν κίνησε νά πάει νά βρεῖ τόν ἡγούμενο. Τόν βρῆκε πού διάβαζε στό ἡγουμενεῖο.
-Πέτα τό βιβλίο πέρα, τοῦ λέει ὁ πασάς, ἄκουσε προσεκτικά καί κᾶνε ὅπως θά σού πῶ. Ἀλλιῶς, ἦρθε ἡ ὥρα σας.
-Στίς διαταγές σου, εἶπε ὁ ἡγούμενος.
-Ἄκου. Σέ εἰσκοσιτέσσερες ὧρες θά 'χεις ἀδειάσει στό μοναστήρι καί θά 'χετε φύγει ὅλοι. Μᾶς χρειάζεται καί θά τό πάρουμε. Ἄν δέν ἀκούσετε τό λόγο μου, θά δεῖτε τή χαντζιάρα μου, καί τίναξε τό μαχαίρι ἀπό τό ζωνάρι του, νά σκιάξει τόν....

 καλόγερο.
-Δέν εἶναι δικό μας, λέει ὁ ἡγούμενος.
-Τίνος εἶναι;
-Νά, τό ἀφεντικό εἶπε, κι ἔδειξε τήν εἰκόνα τοῦ Αἵ-Γιάννη. Ἄν σ'ἀφήσει αὐτός, πάρ' τό.
-Ἔχεις ὄρεξη γιά χωρατά, λέει ὁ πασάς, ἀλλά δέ χωρατεύω. Ὅπως εἴπαμε καί γρήγορα, ἐκτός ἄν.
-Ἐκτός ἄν., λέει κι ὁ ἡγούμενος.
-Ἐκτός ἄν., παλιοκαλόγερε, μοῦ λύσεις τέσσερα προβλήματα, πού θά σού βάλω. Ἄν τά καταφέρεις, χάρισμά σας.
-Γιά πές τά, νά τ' ἀκούσω.
-Λοιπόν. Θά μοῦ βρεῖς πόσο ἀπέχει ὁ οὐρανός ἀπό τή γῆ. Πόσο κοστίζω ἐγώ. Τί βάζω μέ τό νοῦ μου, καί θά μοῦ μάθετε καί τό σκύλο γράμματα.
-Θέλω μία διορία 10 μέρες, λέει ὁ ἡγούμενος.
-Τήν ἔχεις, ἀπαντάει ὁ πασάς.
Ὁ Τοῦρκος ἔφυγε κι ὁ ἡγούμενος ἔπεσε σέ βαριά συλλογή. Τά σκεφτόταν ἀπό δῶ, τά 'φερνε ἀπό κεῖ, δέν ἔβγαζε ἄκρη. Γύρισε κατά τόν ἅγιο καί εἶπε:
-Ἀφέντη, βγάλτα πέρα. Δικό σου εἶναι τό μοναστήρι.
Τό μεσημέρι στήν τράπεζα ἦταν πολύ βασανισμένος. Οὔτε ἔφαγε, οὔτε τίποτα.
-Τί ἔχεις, ἅγιε ἡγούμενε, τοῦ εἶπαν οἱ καλόγεροι.
-Τό καί τό, τούς εἶπε. Τί θά κάνουμε; Σέ δέκα μέρες ξανάρχεται καί δέ χωρατεύει.
Κανένας δέν εἶπε τίποτα. Μόνο ὁ Ἰάκωβος, ὁ μάγειρας, τόν πῆρε παράμερα καί τοῦ λέει:
-Ἅγιε ἡγούμενε, μή φοβᾶσαι τίποτα. Μοῦ δίνεις ἐμένα τή στολή σου, παραγγέλνεις νά μᾶς φέρει τό σκύλο καί τά ὑπόλοιπα ἄσ' τά ὅλα πάνω μου.
Τί νά 'κανε κι ὁ ἡγούμενος, μπλοκαρισμένος ὅπως ἦταν ἀπ'ὅλες τίς μεριές, παράγγειλε νά φέρει τό σκύλο. Τόν πῆρε ὁ Ἰάκωβος καί τόν ἔδεσε σ' ἕνα μέρος, χωρίς νά τοῦ δίνει τίποτα νά φάει.
-Τί ἔχεις κατά νού1, τοῦ ἔλεγαν οἱ ἄλλοι. Θά ψοφήσει τό σκυλί κι ἀλίμονό μας. Θά μᾶς κρεμάσει ὅλους.
-Δέν εἶναι δική σας δουλειά, ἀπάνταγε ὁ Ἰάκωβος.
Στίς δέκα μέρες, ἦρθε κι ὁ πασάς. Ζήτησε κατευθείαν νά δεῖ τό σκύλο του.
Μόλις τόν εἶδε ἐκεῖνος, ἔκαμε τό χαμό. Ἤθελε νά κόψει τό λουρί, νά πάει κοντά του.
-Γιατί ἀδυνάτισε τόσο τό σκυλί μου; Θά τό πληρώσετε, παλιογκιαούρηδες. Νηστικό τ' ἀφήνατε;
-Πασά μου, λέει ὁ Ἰάκωβος. Τόσα γράμματα ἔμαθε καί δύσκολα γράμματα, πῶς νά μήν ἀδυνατίσει; Δέν διάβασες ἐσύ ποτέ πασά μου;
-Ἔμαθε νά διαβάζει;
-Θά τό δεῖς καί μόνος σου, πασά μου.
Τότε ὁ Ἰάκωβος πῆρε ἕνα βιβλίο, πού ἀνάμεσά του εἶχε βάλει ψίχουλα, καί τό ἄφησε μπροστά στό σκύλο. Τό ζῶο, ὅπως ἦταν κατανηστικό, μύρισε τό ψωμί καί ὅρμησε στό βιβλίο. Μέ τή γλώσσα τοῦ γύριζε τίς σελίδες καί ἄου-ἄου-ἄου κάνοντας, μάζευε τά ψίχουλα καί πήγαινε παρακάτω. Ἄου-ἄου-ἄου καί δώσ' του νά γυρίζει ἄλλη σελίδα, ὥσπου τό 'φτασε τό βιβλίο στό τέλος.
-Τί γλώσσα τό μάθατε; ρώτησε ὁ πασάς. Δέν καταλαβαίνω.
-Ἀρχαία ἑλληνικά, πασά μου, ἐγώ τούρκικα δέν ἤξερα. Ξέρεις ἐσύ ἀρχαία ἑλληνικά;
Ὁ πασάς δέν ἤξερε, οὔτε ἀρχαία, οὔτε καθόλου γράμματα. Δέν εἶχε τί νά εἰπεῖ, καί τό 'χαψε.
-Τά ὑπόλοιπα προβλήματα τά 'λυσες, λέει στόν ἡγούμενο.
-Λέω πώς τά 'λυσα πασά μου.
-Ἐμπρός, πόσο ἀπέχει ὁ οὐρανός ἄπ΄ τή γῆ;
Ὁ Ἰάκωβος εἶχε γεμίσει ἕνα τσουβάλι κουβάρια καί τοῦ λέει:
-Πασά μου, ὅσο εἶναι αὐτά τά κουβάρια.
-Καί ποῦ τό ξέρεις; Τό μέτρησες;
-Ἐγώ τό μέτρησα. Ἄν ἐσύ δέν τό πιστεύεις, φέρε τό δικό σου μέτρο, ἤ πιάσε τήν ἄκρη ἀπό αὐτά καί πήγαινε μπροστά κι ὅπου μας βγάλει.
-Καλά, καλά, λέει θυμωμένος. Πές μου πόσο ἀξίζω ἐγώ;
-Βέβαια, ἐσύ εἶσαι πασάς ἄνθρωπος κι ἔχεις ἀξία, δέν εἶσαι σάν ἐμᾶς τούς μαγκούφηδες. Ἀξίζεις πολλά βέβαια, ἀλλά πόσο νά σέ βάλω, ἔλεγε ὁ Ἰάκωβος κι ἔξυνε τό κεφάλι του, μέ τό χέρι του. Σέ . βάζω γύρω στά εἰκοσιέξι, μπά λίγο παραπάνω., γύρω στά εἰκοσιεπτά ἀργύρια.
-Τί, ἐγώ, πασάς ἄνθρωπος, μόνο εἰκοσιεπτά ἀργύρια; Θά σέ κρεμάσω παλιογκιαούρη.
-Πασά μου, τριάντα πουλήθηκε ὁ Χριστός μας. Ἀκριβότερα θά σέ βάλουμε ἐσένα; Παραπάνω ἀπ' τό Χριστό δέν σέ κάνω. Κόψε μου τό κεφάλι.
Ὁ πασάς ἀφοῦ τόν ἔβαλε λίγο πιό κάτω ἀπό τό Χριστό, σάν καλά του ἦρθε. Κατάλαβε ὅτι τόν ὑπολογίζει.
-Λέγε, τί βάζω μέ τό νοῦ μου, εἶπε πεισματωμένος.
-Πότε, τώρα ποῦ κουβεντιάζουμε;
-Ἔμ πότε, χτές;
-Πασά μου, ἐσύ τώρα πού κουβεντιάζουμε, λές ὅτι μιλᾶς μέ τόν ἡγούμενο. Ἐγώ ὅμως εἶμαι ὁ Ἰάκωβος, ὁ μάγειρας.
Τότε ὁ πασάς ντροπιασμένος εἶπε:
-Χάρισμά σας τό μοναστήρι, παλιοκαλόγεροι, γιατί εἶμαι μπεσαλής2. Μά ἄλλη φορᾶ κουβέντα μέ γκιαούρη δέν πιάνω.

1 σχόλιο: