
Βρισκόμαστε σὲ κάποιο γραφικὸ χωριουδάκι τοῦ Ζαΐρ (σημερινὸ Κογκό).
Ἡ τροπικὴ βλάστηση γύρω βρίσκεται σὲ ἔξαρση. Οἱ μπανανιὲς πιὸ κεῖ, κατάμεστες ἀπὸ καρπούς, γέρνουν τὰ κλαδιά τους κι ὁ φοίνικας δίπλα στὴν χορταρένια καλύβα καμαρώνει περήφανος γιὰ τὴν λεβεντιά του!
Συλλογισμένος καὶ πικραμένος ἕνας γέροντας Ζαϊρινὸς κάθετε ἔξω ἀπὸ τὸ ἀρχοντικό του (καλύβα), μασουλώντας ζαχαροκάλαμο.
Μὰ γιατί δὲν μὲ θέλει ἐμένα ὁ Χριστός; ψελλίζει μὲ παράπονο. Τί κι’ ἂν ἔχω δύο γυναῖκες καὶ εἴκοσι παιδιὰ μαζί τους; Ἐγὼ θέλω νὰ γίνω Χριστιανός! Νὰ βαφτιστῶ Ὀρθόδοξος! «Ὄχι!», εἶπε ὅμως ὁ Ἱεραπόστολος, ὁ πατὴρ Κοσμᾶς. «Ὄχι! Ὁ Χριστὸς αὐτὸ δὲν τὸ θέλει!».
Τὰ δάκρυα κυλοῦν στὸ μελαψό, χαρακωμένο ἀπὸ ρυτίδες, πρόσωπό του. Φοβερὸ τὸ δίλημμα!
Πάλη καὶ ἀγώνας μεγάλος μέσα του. Ὁπωσδήποτε θέλει νὰ ἀσπαστεῖ τὸν Χριστιανισμό, τὴν Ὀρθοδοξία. Διακαὴς ὁ πόθος τοῦ ὕστερα ἀπ’ ὅσα εἶδε καὶ ἄκουσε γιὰ τούτη τὴν ἀληθινὴ θρησκεία. Ἀπ’ τὴν ἄλλη μεριά, ὅμως, ἀγαπᾶ καὶ τὶς δύο γυναῖκες τοῦ πολὺ καὶ τοῦ εἶναι ἀδύνατο ν’ ἀποφασίσει ποιὰ ἀπ’ τὶς δύο ν’ ἀπαρνηθεῖ.
Στὸ μυαλὸ τοῦ τριγυρίζει ἡ κατηγορηματικὴ ἄρνηση τοῦ Ἱεραποστόλου, ποὺ ἀποτελεῖ καὶ...
ἀπαράβατο νόμο τῆς Ὀρθοδοξίας μας. Καὶ τώρα κλαίει μὲ λυγμοὺς ἀπαρηγόρητος. Τὰ χείλη τοῦ ἀσυναίσθητα ψιθύρισαν γιὰ πρώτη φορὰ μία προσευχὴ στὸν γλυκύ μας Ἰησοῦ, ποὺ ὅπως ἔδειξαν τὰ πράγματα, ἔσκυψε πλάι του, ἀφουγκράστηκε τὶς ἐπιθυμίες του καὶ ἔσπευσε νὰ τὸν βοηθήσει.Ξαφνικὰ ξαλάφρωσε ἡ καρδιά του, λὲς καὶ ἔπαψε ἡ τρικυμία, κι’ ὁ ἀνεμοστρόβιλος ἄρχισε νὰ κοπάζει. Τὸ βράδυ, γύρω ἀπὸ τὴν φωτιά, κάλεσε σὲ οἰκογενειακὸ συμβούλιο τὶς δύο γυναῖκες κι’ ὅλα του τὰ παιδιά. Τοὺς μίλησε γιὰ τὶς σκέψεις του, τὸν ἱερὸ πόθο του, τὴν ἐπιθυμία του νὰ βαφτιστεῖ Χριστιανὸς Ὀρθόδοξος καὶ τὸ φοβερὸ κώλυμα ποὺ τὸν ἐμπόδιζε νὰ φτάσει στὴν πραγματοποίηση αὐτοῦ του σκοποῦ.
Συγκρατώντας μὲ κόπο τὰ δάκρυά του, ἔλεγε:
-Ποιὰ ν’ ἀπαρνηθῶ; Μοῦ εἶναι ἀδύνατο ν’ ἀποφασίσω.
Ἄφωνα τὰ παιδιὰ μαζεύτηκαν στὴν γωνιά τους κι’ ἔγειραν τούτη τὴ νύχτα νὰ κοιμηθοῦν, ὄχι μόνο νηστικὰ ὡς συνήθως, ἀλλὰ καὶ πικραμένα. Ποιὰ τύχη θὰ εἶχε ἄραγε αὐτὴ ἡ ἱστορία; Ὁ γερὸ – Ζαϊρινὸς στριφογύριζε ὅλη νύχτα στὰ χορτάρινα στρωσίδια του. Οἱ συντρόφισσές του ξαγρυπνοῦσαν ἔξω ἀπὸ τὴν καλύβα, κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ, χωρὶς νὰ παίρνουν τὴν μεγάλη ἀπόφαση ποιὰ ἀπὸ τὶς δύο νὰ φύγει.
Ἡ νεότερη, γερμένη κάτω ἀπὸ τὸν φοίνικα, ἀπελπισμένη καὶ δακρυσμένη, ἀποκοιμήθηκε ἐλαφρὰ καὶ ἀνάμεσα σὲ ὄνειρο καὶ ὀπτασία, εἶδε τὴν ἀπαστράπτουσα μορφὴ τοῦ Ἐσταυρωμένου, Αὐτοῦ του Ἄγνωστου γι’ αὐτὴν μέχρι τότε Ἰησοῦ, ποὺ τῆς εἶπε γλυκὰ καὶ ἀποφασιστικά:
Μάθε στὴν ζωή σου ὅτι ἀγάπη θὰ πεῖ θυσία. Γι’ αὐτὸ βλέπεις καὶ μένα πάνω στὸν Σταυρό. Ὁ Χριστιανισμὸς καὶ ἡ Ὀρθοδοξία μᾶς ζητοῦν νὰ σταυρώσουμε τὰ πάθη μας, τὶς λανθασμένες ἐπιθυμίες μας. Τὸ «ἐγὼ» καὶ τὸ «θέλω» πρέπει νὰ ὑποτάσσονται στὸ «πρέπει». Φύγε! Ἐσὺ ποὺ τὸν ἀγαπᾶς πιὸ πολύ, φύγε! Ἐγὼ θὰ ‘μαὶ κοντά σου! Θὰ εὐλογήσω τὰ βήματά σου! Θὰ σὲ προστατέψω! Μέγιστη θὰ ‘ναὶ ἡ ἀνταμοιβή σου γι’ αὐτὴ τὴν θυσία, κι ἂς μὴ μὲ γνωρίζεις! Θὰ ‘σαὶ κι ἐσὺ κάποτε κοντά μου… ἐν τῷ Παραδείσω…
Ξύπνησε ἀναστατωμένη ἡ Ζερμέν. Πετάχτηκε πάνω ἀποφασισμένη. Εἶχε ἀρχίσει νὰ ἀχνοφέγγει. Μπῆκε μέσα στὴν καλύβα, σκούπισε βιαστικὰ τὰ δάκρυά της μὲ τὶς μαῦρες, ροζιασμένες παλάμες της καὶ σκούντησε ἁπαλὰ τὸν μέχρι τότε σύντροφό της ποὺ μισοκοιμόταν.
-Φεύγω, τοῦ εἶπε, γιατί πρέπει. Δὲν μπορῶ ν’ ἀντισταθῶ σ΄ ἐκείνη τὴν φοβερὴ δύναμη ποὺ ἐκπέμπει ὁ Χριστὸς π’ ἀγαπᾶς καὶ θέλεις νὰ γίνεις ἀκόλουθός του… Φεύγω ὁριστικά! Γενηθήτω τὸ θέλημά Του, ψιθύρισε ἡ ἁγνή, ὁλόλευκη ψυχή της.
Δάκρυα χαρᾶς καὶ λύπης συνόδευσαν τὸ ἀποχωρισμό. Πῆρε τὰ παιδιά της καὶ χάθηκε μέσα στὰ δάση. Ἐξαφανίστηκε. Τί δύναμη ἀποφάσεως! Τί μεγαλεῖο! Τί πανάκριβο δῶρο κατέθεσε στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ μᾶς ἐκείνη τὴν ὥρα , χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει, αὐτὴ ἡ γυναίκα, ποὺ ἕσφιξε τὴν καρδιά της κι’ ἔφυγε στὸ ἄγνωστο, ἀπαρνούμενη τὴν ἥσυχη οἰκογενειακὴ ἑστία.
Χαρούμενος ὁ γέροντας Ζαϊρινός, μὲ ἀλαφρωμένη τὴν καρδιά, ἔτρεξε στὸν Ἱεραπόστολό μας καὶ τοῦ ἀνακοίνωσε τὰ συμβάντα. Ὕστερα ἀπὸ μετάνοια καὶ ἐξομολόγηση, δέχτηκε τὸ Θεῖο Βάπτισμα κι’ ὕστερα μετέλαβε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Ἡ μεγάλη του ἐπιθυμία εἶχε πραγματοποιηθεῖ. Ἀναγεννημένος πνευματικά, ἀποφάσισε νὰ ζήσει μὲ τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ.
Τὴν ἑπομένη τῆς βαπτίσεως, ἔγινε καὶ ὁ Ὀρθόδοξος Γάμος. Χαρὲς καὶ ξεφαντώματα οἱ ἰθαγενεῖς στὸ χωριουδάκι τοῦ Ζαΐρ!
Ὅμως, οἱ βουλὲς τοῦ Κυρίου εἶναι ἀνεξιχνίαστες! Τρεῖς ἡμέρες μετὰ τὴν βάπτισή του, ξαφνικὰ ὁ Χριστός μας τὸν κάλεσε κοντά Του στοὺς οὐρανούς. Κοιμήθηκε ἐν Κυρίω! «Μακάριοι οἱ ἐν Κυρίω ἀποθνήσκοντες…»
Σὰν βόμβα ἔσκασε σὲ ὅλο τὸ ἀφρικανικὸ χωριὸ ἡ εἴδηση. Ἔφυγε τόσο ξαφνικά… ἐντελῶς ἀπροσδόκητα… Ἀπίστευτο. Ἐντύπωση ἔκανε σὲ ὅλους ἐκείνη ἡ γλυκιά, ἤρεμη, γελαστὴ μορφὴ τοῦ νεκροῦ νεοφωτίστου. Ἄγγελοι πῆραν στὰ χέρια τους, πρὸς καταισχύνη τῶν δαιμόνων, ἐκείνη τὴν ὡραία ψυχούλα καὶ τὴν ὁδήγησαν στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ζήσει αἰώνια στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Μαθαίνοντας τὸ περιστατικό, ἐπέστρεψε ἡ δεύτερη σύζυγος μὲ τὰ παιδιά της. Κι’ ἔτσι, ὅλοι μαζὶ πιά, βαπτίστηκαν Χριστιανοὶ κι’ ἔζησαν εὐτυχισμένοι, ἀκολουθώντας τὸν δρόμο ποὺ τοὺς χάραξε ὁ Χριστός μας. Τὸ Ἅγιο Φῶς ποὺ ἄναψε ἐκείνη τὴν μεγάλη νύχτα τῆς ἀποφάσεως πάνω ἀπ’ τὴν καλύβα τους, δὲν ἔσβησε ποτέ. Ἔγινε ὁ φάρος τῆς ἐλπίδας καὶ τῆς σωτηρίας τους.
Πηγή: Ἱεραποστολικὸς Σύνδεσμος “Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλος”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου