ΠΡΩΤ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΟΦΑΓΟΥ
Ματθαίου στ' 14-21.
ΤΑ ΟΠΛΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ
«Τὸ στάδιον τῶν ἀρετῶν ἠνέωκται»
1. Ευρισκόμεθα στὸ τέλος τοῦ πρώτου μέρους τοῦ Τριωδίου καὶ ἀπὸ αὔριο εἰσερχόμεθα στὸ δεύτερο μέρος του, τὴν Μ. Τεσσαρακοστή. Μᾶς δίδαξε ἤδη ἢ Ἐκκλησία μας τὴν ἀρετὴ τῆς ταπεινοφροσύνης, ὡς βασικὴ προϋπόθεση τῆς μετανοίας, κατὰ τὴν Κυριακή του Τελώνου καὶ Φαρισαίου. Μᾶς βεβαίωσε τὴν πραγματικότητα τῆς σωτηρίας, ὅταν ὑπάρχει εἰλικρινὴς μετάνοια, κατὰ τὴν Κυριακή του Ἀσώτου. Καὶ τέλος μᾶς προέβαλε ἀνάγλυφο τὸν λόγο, γιὰ τὸν ὅποιο ἔχουμε ἀνάγκη μετανοίας καὶ ἐπιστροφῆς, τὸ γεγονὸς δηλαδὴ τῆς παγκοσμίου Κρίσεως, κατὰ τὴν Κυριακή της Ἀπόκρεω. Ἐπειδὴ δὲ ἡ Μ. Τεσσαρακοστὴ εἶναι περίοδος πνευματικοσωματικὴς προετοιμασίας καὶ εἰσαγωγῆς στὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ μας, μᾶς ὑπενθυμίζει ἢ Ἐκκλησία σήμερα ἕνα σοβαρὸ καὶ θλιβερὸ γεγονός, ποῦ ἔγινε αἰτία νὰ ἔλθει ὃ Χριστὸς στὸν κόσμο καὶ νὰ πάθει. Μᾶς ὑπενθυμίζει τὴν ἔξωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Παράδεισο.
2. Όταν ὃ σημερινὸς ἄνθρωπος ἀκούει ἔξωση ἀπὸ τὸν Παράδεισο, τὸ θεωρεῖ ἀστεῖο. Τοῦ φαίνεται «ὠσεί ληρος» ὃ λόγος αὐτός. Ἐὰν μάλιστα εἶναι κάποιος «φιλελεύθερος» καὶ προοδευτικὸς θεολόγος, θὰ δεχθεῖ τὸ πράγμα μὲ ἔννοια ἀλληγορική, μεταφορική.
Εἶναι παρατηρημένο, πῶς, ὅσον ἀφορᾶ στὴν Ἅγια Γραφή, ὅσα μᾶς συμφέρουν τὰ παίρνουμε κατὰ γράμμα. Σ' ὅσα ὅμως (νομίζουμε πῶς) δὲν μᾶς συμφέρουν, δίνουμε ἄληγορικη...
ἑρμηνεία. Παρ' ὂλ' αὐτὰ εἶναι καὶ ἡ ἔξωση ἐκ τοῦ Παραδείσου ἕνα ἀπὸ τὰ γεγονότα ἐκεῖνα, ποῦ δὲν ἐπιδέχονται ἀλληγορικὴ ἑρμηνεία, γιατί εἶναι ἀλήθειες. Ἢ ἔξωση ἀπ' τὸν Παράδεισο εἶναι τὸ γεγονὸς τοῦ πνευματικοῦ θανάτου τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ χωρισμοῦ του ἀπὸ τὸν Θεὸ διὰ τῆς ἁμαρτίας. Τὸ τραγικότερο δὲ σημεῖο τῆς γνωστῆς ἁγιογραφικῆς διηγήσεως (Γέν. κέφ. γ') εἶναι ὅτι, ἐνῶ ἐδόθη ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸν ἄνθρωπο ἡ δυνατότητα τῆς μετανοίας μέσα στὸν Παράδεισο, ἀκόμη, ὁ ἄνθρωπος δὲν θέλησε νὰ παραδεχθεῖ τὴν πτώση του. Ἁπλῶς μεταβίβασαν τὴν εὐθύνη ὁ Ἀδὰμ στὴν γυναίκα καὶ ἡ γυναίκα στὸ φίδι. Ἢ πτώση τοῦ ἀνθρώπου, λοιπόν, ὑπῆρξε φυσική, γεγονὸς τῆς φύσεώς του, πτώση καθαρὰ δική του καὶ ὄχι ἀποτέλεσμα δῆθεν τῆς θείας αὐστηρότητας. Ἔπεσε δὲ ὃ ἄνθρωπος ὄχι μόνο γιατί ἔσφαλε, ἁμάρτησε, ἀλλὰ κυρίως γιατί δὲν μετανόησε. Δὲν παραδέχθηκε τὴν ἁμαρτία του. Ναί, ἀδελφοί μου! Κραυγάζει ἀπεγνωσμένα ἢ λεγομένη ἐπιστήμη, καὶ ὠρύεται, γιὰ νὰ μᾶς πείσει ὅτι ὃ ἄνθρωπος προέρχεται ἀπὸ τὸν πίθηκο, μὲ ἀπώτερο βέβαια σκοπὸ νὰ ἀμφισβητηθεῖ ἡ θεϊκὴ δημιουργία μας. Δὲν χρειαζόμεθα ὅμως ἄλλην ἀπόδειξη, γιὰ ν' ἀποδειχτεῖ ἢ πτώση μας. Ρωτῆστε ἕνα παιδάκι: γιατί τὸ ἔκαμες αὐτό; Καὶ θὰ πάρετε τὴν ἀπάντηση: Δὲν τὸ ἔκαμα ἐγώ, ὃ (τάδε) τὸ ἔκαμε... Αὐτὴ ἡ μεταβίβαση τῆς εὐθύνης δὲν ἀποδεικνύει τὴν καταγωγή μας ἀπὸ τοὺς Πρωτοπλάστους καὶ τὴν ἀλήθεια τῆς ἁγιογραφικῆς διηγήσεως;
3. Ή πτώση, λοιπόν, τοῦ πρώτου ἀνθρώπου -καὶ μέσω αὐτοῦ ὁλοκλήρου της ἀνθρωπότητας- ὑπῆρξε ἢ αἴτια τῆς ἐλεύσεως τοῦ Χρίστου μας στὸν κόσμο. Γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει καὶ πάλι «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν». Ὃ Χριστὸς ὅμως χειραγωγεῖ τὸν ἄνθρωπο διὰ τῆς ὁδοῦ τῆς μετανοίας καὶ τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφοσιώσεως στὸν Θεό. Γι' αὐτὸ εἶναι τόσον ἔντονος ὃ λόγος περὶ μετανοίας τὴν Μ. Τεσσαρακοστή. Γιατί χωρὶς ἀναγνώριση τῆς πτώσεως καὶ εἰλικρινῆ ἐπιστροφὴ δὲν ἐπιτυγχάνει ὃ ἄνθρωπος τὸν ἐξαγιασμό του, τὴν ἕνωσή του μὲ τὸν Θεὸ στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χρίστου, τοῦ ἀληθινοῦ Υἱοῦ Του.
Πόσοι ὅμως βλέπουν ἔτσι τὴν Μ. Τεσσαρακοστὴ σήμερα; Γιὰ τοὺς περισσοτέρους μας ἔχει ἰσοπεδωθεῖ κάθε διάθεση πνευματικῆς ἀνατάσεως. Καὶ τὸ χειρότερο εἶναι ὅτι δὲν ἀρκεῖται ὁ κατ' ὄνομα χριστιανισμὸς τῆς ἐποχῆς μας στὰ ἔργα τῆς ἀσωτίας του, ἀλλὰ ἔχει τὸ θράσος ν' ἀπαιτεῖ νὰ τὰ ἀναγνωρίσει καὶ ἢ Ἐκκλησία, ὁ Χριστός, νὰ προσαρμοσθεῖ τὸ Εὐαγγέλιο στὶς διαθέσεις καὶ τὰ μέτρα του... Γι' αὐτὸ ἀπὸ τὸν ἀποπροσανατολισμένο χριστιανικὰ κόσμο ποιμένας θεωρεῖται ὅποιος θὰ παραδεχθεῖ, ἔστω καὶ «φιλοσοφικά», τὸν Καρνάβαλο καὶ τὴν ἀσωτία του, καὶ ὄχι ὅποιος εὐαγγελικὰ θὰ ὑποδείξει τὶς ἀνυπολόγιστες ἠθικὲς συνέπειες τῶν ρωμαϊκῶν ὀργίων, ποῦ μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς ψυχαγωγίας ἐπιζοῦν καὶ στὴν ἐποχή μας.
Ἡ μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ τὴν ὁποία θὰ εἶναι ἀπὸ σήμερα βασικὰ ὃ λόγος, δὲν εἶναι μία στιγμιαία ἀλλαγὴ καταστάσεως. Μία ἁπλὴ μετάβαση ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ σκότους στὰ ἔργα τοῦ φωτός. Μετάνοια εἶναι μία συνεχὴς διαδικασία, ποῦ παρασταίνεται σχηματικὰ μὲ μία σειρὰ αὐξομειουμένων καμπυλῶν. Εἶναι ἕνα πεδίο μάχης ἐναντίον ἐχθροῦ, ποῦ ἀπὸ τὴν στιγμή της
πτώσεως διεκδικεῖ στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἀδιάκοπη προσπάθεια γιὰ τὸ ξερίζωμα τῆς κακῆς ἐπιθυμίας, ποῦ ἀποτελεῖ καὶ τὴν ρίζα τῆς ἁμαρτίας. Δὲν ἁμαρτάνει τὸ σῶμα. Δὲν νηστεύουμε, γιὰ νὰ τὸ ἐξουθενώσουμε. Τὸ σῶμα ἐπλάσθη καλὸ καὶ ἅγιο. Ἡ ψυχὴ φταίει. Γιατί σ' αὐτὴν ριζώθηκε ἡ κακὴ ἐπιθυμία. Ἐγκρατευόμεθα, λοιπόν, γιὰ νὰ ἐξουθενωθεῖ ἡ ἐπιθυμία.
4. Ὅπως ὅμως σὲ κάθε ἀγώνα, ἔτσι καὶ στὸν πνευματικό, ποῦ εἶναι ὃ ταχύτερος καὶ ἀποφασιστικότερος, γιατί ἔχει διαστάσεις αἰώνιες, χρειάζονται τὰ κατάλληλα ὄπλα. Αὐτὰ τὰ ὄπλα μᾶς ὑποδεικνύουν σήμερα καὶ ἡ ἀποστολικὴ (Ρώμ. ἰγ' 13 ἔ.) καὶ ἢ εὐαγγελικὴ περικοπή. «Ὄπλα τοῦ φωτὸς» τὰ ὀνομάζει ὃ Ἄπ. Παῦλος. Καὶ τὰ παρουσιάζει. Τὰ ὄπλα ποῦ ὑποδεικνύει ὁ Ἀπόστολος εἶναι κυρίως τὰ ἀμυντικά. Ἡ ἐκρίζωση τῶν παθῶν. Ἡ θανάτωση τῶν σκοτεινῶν ἐκείνων ἀντιπάλων, ποῦ συντελοῦν στὴν ἀποξένωσή μας ἀπὸ τὸν Θεό. Τὰ ἐπιθετικά μας ὄπλα τὰ παρουσιάζει ἐντονότερα ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή. Εἶναι ἡ συγχωρητικότητα πρὸς τοὺς συνανθρώπους μας. Ἡ ἀληθινὴ νηστεία, ὄχι δηλαδὴ ἁπλὴ ἀποχὴ ἀπὸ τροφές, ἀλλὰ καὶ πνευματική, ἀποχὴ ἀπὸ πάθη. Καὶ τέλος ἡ προσκόλλησή μας στὸν Θεό, ὡς τὸν μοναδικὸ θησαυρό μας. Χωρὶς τὰ ὄπλα αὐτὰ ἡ διεξαγωγὴ τοῦ πνευματικοῦ μας ἀγῶνος εἶναι ἀδύνατη. Εἶναι ἀκατόρθωτη καὶ ἡ βίωση τοῦ μηνύματος τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς. Καὶ ἡ Ἐκκλησία ἐπιμένει νὰ ἀπευθύνει τὸ προσκλητήριο αὐτὸ καὶ σήμερα, ὅπως κάνει ἀδιάκοπα δύο χιλιάδες χρόνια. Γιατί τὰ ἔργα τοῦ σκότους ἡ τοῦ φωτὸς δὲν προσδιορίζονται ἀπὸ τὶς ἐποχές, ἀλλ’ ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ποῦ μένει σὲ κάθε ἐποχὴ ἡ ἴδια. Θέλετε ἕνα παράδειγμα τῆς ἀλήθειας αὐτῆς;
Ἕνας νέος, σοφὸς καὶ κοσμικὸς μὲ ὅλη τὴ σημασία τῆς λέξεως, ἕνας «σύγχρονος» νέος, μολονότι μᾶς χωρίζουν 1500 χρόνια ἀπὸ τὴν ἐποχή του, ἦταν ὁ Αὐγουστίνος. Ὅλα του τὰ πολύτιμα προσόντα τὰ δαπανοῦσε στὰ ἔργα τοῦ σκότους. Καὶ μία μέρα ἔντονης ἐσωτερικῆς πάλης ἄκουσε μία παιδικὴ φωνή, ποῦ τοῦ ‘λέγε. «Πάρε καὶ διάβασε». Γεμάτος ἀπορία μπῆκε στὸ γραφεῖο του καὶ εἶδε στὸ ἔδαφος μερικὰ χειρόγραφα. Τὰ πῆρε στὰ χέρια του καὶ οἱ πρῶτες φράσεις, ποῦ διάβασε, ἦταν οἱ λόγοι τοῦ Ἄπ. Παύλου, ποῦ ἀκούσαμε σήμερα: «ἀποθώμεθα οὒν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ἔργα τοῦ φωτός... μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἄσελγειαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλω...». Κι' αὐτὸ ἦταν τὸ ἔναυσμα τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ Αὐγουστίνου.
Ἀδελφοί μου!
Μὲ τοὺς ἴδιους λόγους, ποῦ ὃ Θεὸς κάλεσε τὸν ἱερὸ Αὐγουστίνο, γιὰ νὰ τὸν μεταβάλει ἀπὸ ἄνθρωπο τοῦ σκότους σὲ τέκνο φωτός, καλεῖ καὶ μᾶς ἡ Ἐκκλησία μας σήμερα σὲ μετάνοια καὶ ἐπιστροφή, ἐνῶ ἔξω ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες στολίζεται ἡ ἐπίφαση τῆς χαρᾶς καὶ τὸ προσωπεῖο τῆς εὐφροσύνης, ὁ Καρνάβαλος. «Τὸ στάδιον τῶν ἀρετῶν ἠνέωκται οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι, εἰσέλθετε...».
ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ
ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
ΦΩΣ ΕΚ ΦΩΤΟΣ
"Κηρυγματικὲς σκέψεις στὰ εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα"
ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
ΤΗΛ. 2310 212659
Πηγή:Ι.Μ.Παντοκράτορος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου