

Νατσιὸς Δημήτρης
δάσκαλος-Κιλκίς
"Ρεσάλτο"
Λέγεται μεταξὺ σοβαροῦ καὶ ἀστείου ὅτι «πατέρας» τῆς νεοελληνικῆς ἱστοριογραφίας θεωρεῖται ὁ περιβόητος Γερμανὸς ἱστορικὸς Ἰάκωβος – Φίλιππος Φαλμεράϋερ (1790-1861).
Ο Τ ἔγινε γνωστὸς διότι ἀμφισβήτησε τὴν συνέχεια τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους.Ὑποστήριζε ὅτι κατὰ τὸ τέλος τοῦ 6ου μ.Χ. αἰώνα οἱ Ἕλληνες ἐξαφανίστηκαν λόγω τῶν σλαβικῶν ἐπιδρομῶν. Πολλοὶ ξένοι ἀλλὰ καὶ ἡμέτεροι ἱστορικοί, ἰδιαιτέρως ὁ Κωνσταντῖνος Παπαρρηγόπουλος, ἀντέκρουσαν τὶς ὑποβολιμαῖες καὶ ἐμπαθεῖς συγγραφές του καὶ ἔκτοτε κανεὶς δὲν ἀποδέχεται τὴν θεωρία του, πλὴν βεβαίως των νεογραικύλων τῆς σήμερον.
Ἰσχύει, ὅμως, πάντοτε ὁ ἀείχλωρος λόγος τῶν προγόνων: «Οὐδὲν κακὸν ἀμιγὲς καλοῦ». Ὁ Φαλμεράϋερ μᾶς «γέννησε» τὸν Παπαρρηγόπουλο. Ὅμως καὶ οἱ τωρινοὶ «Φαλμεράϋερ» ἀφυπνίζουν τὸν λαὸ καὶ ἀναγκάζουν πολλοὺς ἔγκριτους ἐπιστήμονες νὰ στρέψουν τὴν προσοχή τους στὴν ἔνδοξη ἐποχὴ τῆς Παλιγγενεσίας καὶ στὴνπροηγηθεῖσα Ὀθωμανοκρατία.
Ἐπιπλέον στὴν ἐποχὴ τῆς ἐθνικῆς κατήφειας καὶ τῆς τρομοκρατίας ἀπὸ τὶς ἄπληστες συμμορίες τῶν πολυεθνικῶν ἀπατεώνων καὶ τῶν ἡμετέρων, γονατισμένων λακέδων ποὺ τοὺς δορυφοροῦν, ἡ ἐνασχόληση μὲ τοὺς ἀθάνατους ἥρωες τοῦ ’21, προσδίδει στὸν...
λαὸ κάποιον ἀνασασμό, ψήγματα ἐθνικῆς ὑπερηφάνειας.Ἀρχὴ ἔγινε μὲ τὴν κ. Ρεπούση, οἱ νῦν τηλεϊστορικοὶ συνεχίζουν τὸ ἔργο της, τοὺς εἴμαστε εὐγνώμονες.
Τὰ ψεύδη καὶ οἱ ἐπιστημονικοφανεῖς σαχλαμάρες τοὺς «γεννοῦν» τὴν «καλὴ ἀνησυχία», ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ γέροντας Παΐσιος.
Ὁ λαὸς κατανοεῖ τὸ μέγεθος τῆς πνευματικῆς «ἀποπλάνησης», θυμᾶται ὅτι ὑπάρχει καὶ ἡ εὐλογημένη μελέτη, ὄχι μόνο τὰ τηλεκοπρίσματα, διότι «ἀταλαίπωρος γὰρ τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας καὶ ἐπὶ τὰ ἑτοῖμα μᾶλλον τρέπονται». (Θουκυδίδης). Εἶναι σίγουρο ὅτι μία νέα γενιὰ ἐθνικῶν ἱστορικῶν ἐκκολάπτεται.
Τώρα. Στὸ πρῶτο ἐπεισόδιο τῆς τηλεϊστορίας ἀκούστηκε ἀπὸ τὸν «ξεναγὸ» τῆς Τατσόπουλο ὅτι τὰ τρία δεινά της Ὀθωμανοκρατίας ἦταν οἱ Τοῦρκοι, οἱ παπάδες καὶ οἱ κοτζαμπάσηδες.
Γιὰ τοὺς παπάδες, τὴν ἑλληνοσώτειρα Ἐκκλησία, τὴν κιβωτὸ τοῦ Γένους ...ἔχουν γραφτεῖ καὶ θὰ γραφοῦν πολλά.Ἑτοιμάζει ἐγκύκλιο καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος. (Εἶναι σατανικὸ τὸ μίσος τοὺς κατὰ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Συγκρίνουν, ἐξισώνουν μᾶλλον, τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλὸ μὲ τοὺς αἱμοσταγεῖς μπέηδες τῆς Τουρκίας. Εἴπαμε «πᾶς ἄφρων μαίνεται…»).
Γιὰ τοὺς κοτζαμπάσηδες, τοὺς πρόκριτους, τοὺς Δημογέροντες, τοὺς εὔπορους Ἕλληνες τῆς ἐποχῆς δὲν ἀκούγεται ὅμως οὔτε ἕνας λόγος ὑπεράσπισης. Γιὰ νὰ μὴν παρεξηγηθῶ. Σίγουρα τὴν περίοδο τῆς σκλαβιᾶς πολλοὶ ἐξ αὐτῶν ἔδειξαν χειρίστη διαγωγή, κατάντησαν τσιράκια καὶ συνεργάτες τῶν Τούρκων, καταπίεζαν καὶ λήστευαν τοὺς ὁμοεθνεῖς τους. Ὅμως, ἂν δὲν πρόσφεραν οἱ πρόκριτοι καὶ κυρίως οἱ «οἰκοκυραῖοι» τῶν τριῶν ναυτικῶν νήσων, Ὕδρας, Σπετσῶν καὶ Ψαρῶν, ὅλο «τὸ εἶναι» τους γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ Ἀγώνα, ἡ Ἐπανάσταση δύσκολα θὰ πετύχαινε. Νομίζω πὼς καὶ οἱ Ὑψηλάντες πρόκριτοι, Φαναριῶτες ἦταν, ἀλλὰ «θυσίασαν πρῶτα ζωή, πλούτη? καὶ θυμῶνται Θεόν, πατρίδα καὶ θρησκεία» γράφει ὁ Μακρυγιάννης. Πρόκριτος ἦταν καὶ ὁ Χρῆστος Καψάλης, ποὺ ἀνατίναξε τὴν πυριτιδαποθήκη στὴν Ἔξοδο.
Γιὰ τὴν συνέχεια χρησιμοποιώ ενα ἐξαιρετικὸ ἄρθρο τοῦ ἀείμνηστου Τάσου Λιγνάδη, ποὺ περιέχεται στὸ βιβλίο τοῦ«Καταρρέω», ἐκδόσεις «Ἀκρίτας», σέλ. 197, μὲ τίτλο: «Οἱ πρώην τρισόλβιοι (=πάμπλουτοι) πρόκριτοι ποὺ μεταβλήθησαν σὲ ἐπαῖτες».
Ὁ Λιγνάδης καταφευγει σ’ ἱστορικὸ λόγο ποὺ ἐκφώνησε στὴν Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων ὁ βουλευτὴς Φθιώτιδος Μιλτιάδης Χουρμούζης, μία ἀπὸ τὶς πιὸ ἔντιμες μορφὲς τῆς ἱστορίας μας, ἀγωνιστὴς ὁ ἴδιος της Ἐπανάστασης καὶ θεατρικὸς συγγραφέας, ποὺ ὅταν ἄφησε τὸ σπαθί, ἐπίασε τὴν πένα γιὰ νὰ χτυπήσει τὴν βαυαροκρατία.
Στὴν πρώτη ἀγόρευσή του, τὸ 1852, ὁ Χουρμούζης ἀναφέρεται στοὺς προκρίτους τῶν νήσων «οἵτινες διὰ τὸν πατριωτισμὸν τῶν ἐλησμόνησαν καὶ τέκνα καὶ γονεῖς καὶ συζύγους καὶ ἐγένοντο ἐπαῖται σήμερον αὐτοὶ ἐκεῖνοι, οἱ πολλάκις, ἀντὶ ἄμμου καὶ λίθων, μεταχειρισθέντες ὡς ἕρμα τὸν ἄργυρον». Ἐξηγεῖ ὁ Λιγνάδης:
«Ἀναφέρω ἁπλῶς ὅτι γιὰ νὰ ἐκπλεύσουν οἱ στόλοι κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Ἐπαναστάσεως ἦταν ἀπαραίτητο νὰ προκαταβληθοῦν στὰ πληρώματα οἱ μισθοὶ δύο μηνῶν. Τὰ διπλὰ αὐτὰ μηνιαῖα καταβάλλονταν ἀπὸ τοὺς προκρίτους ποὺ ἦταν καὶ πλοιοκτῆτες. Ἡ προσωρινὴ Διοίκηση ἔδινε σὲ ἀντάλλαγμα ἔγγραφα ἀναγνωρίσεως, ποὺ τὸ μόνο τοὺς ἀντίκρισμα ἦταν ἡ ἐκποίηση ἐθνικῆς γής, ἡ ὁποία μόνο στὸ μέλλον ἐπρόκειτο νὰ ἀποκτήσει κάποια σημασία. Ἔτσι γέμισαν ἀπὸ χαρτιὰ τὶς στέρνες τους ποὺ τὶς ἀδείασαν ἀπὸ τὰ τάλληρά τους οἱ καραβοκυραῖοι». Σὲ ἄλλη ἀγόρευσή του τὸ ἴδιο ἔτος ὁ Χουρμούζης ἐπιτίθεται κατὰ τῶν βουλευτῶν ποὺ ἀνέχονταν νὰ παίρνουν τὰ ὑψηλὰ ἐπιμίσθια τὴν στιγμὴ ποὺ «λιμμώτουν σήμερον αἳ χῆραι καὶ τὰ ὀρφανά του Γιατράκου, τοῦ Νικηταρᾶ, τοῦ Κολανδρούτσου, τοῦ Λυκούργου (Λογοθέτη) καὶ μυρίων ἄλλων τούτων».
Τὸ 1855 ἐπανέρχεται λέγοντας μεταξὺ ἄλλων:
«….ὁ Παναγιώτης Κρεββατᾶς, τὸν ὁποῖον διάσημοι ὁπλαρχηγοὶ βλέποντες μακρόθεν ἐρχόμενον, «ὁ ἄρχοντας, ἔλεγον, ἔρχεται» καὶ μετὰ σεβασμοῦ ὄρθιοι τὸν ὑπεδέχοντο, ἀποθανῶν ἀφῆκε τὴν σύζυγόν του ἄπορον, διότι τὸν πλοῦτον τοῦ ἐδαπάνησε καὶ αὐτὸς ἀφειδῶς εἰς τὰς ἀναγκας τῆς πατρίδος. Τοῦ Κρεββατᾶ λοιπὸν ἡ σύζυγος λαμβάνει σύνταξιν 20 μόνον δραχμῶν κατὰ μήνα. Ὁποία ὕβρις κατὰ τοῦ παρελθόντος…Σέκερης καὶ Λεβέντης, ἡ προσωποποιημένη αὔτη δυὰς τοῦ ἀκραιφνοῦς πατριωτισμοῦ, ἐθυσίασαν περιουσίαν κολοσσιαίαν διὰ τῆς πατρίδος τὴν ἀπελευθέρωσιν καὶ ὅμως αἳ χῆραι καὶ τὰ ὀρφανὰ τῶν σπανίων τούτων ἀνδρῶν διαγουσιν ὡς δουλοπάροικοι ἐντός της ἐλευθέρας Ἑλλάδος, μὴ ἔχοντα οὐχὶ πέντε στρέμματα γής, οὐχὶ καλύβην ἀλλ’ οὒδ’ ἄρτον. Εἰς τὴν αὐτὴν δὲ κατηγορίαν εὑρίσκονται καὶ αἳ χῆραι καὶ τὰ ὀρφανά του Λυκούργου, τοῦ Θ. Δεληγιάννη, τοῦ Περούκα, τοῦ Ἰω. Βλάχου, τοῦ Μακρή, τοῦ Κεφάλα, τοῦ Ἀναγνωσταρᾶ καὶ τοσούτων ἄλλων διασήμων ἀγωνιστῶν…. Συμφέρει βεβαίως εἰς τινὰς νὰ λησμονήσωμεν τὸ παρελθὸν ἠμῶν, ὅπερ ὅμως ἀδύνατον. Χειμὼν δριμὺς ἦτο, ὄτε κατὰ τὸ 1822 παρεδόθη ἡ Ἀκροκόρινθος, πλεῖστα δὲ λάφυρα περιῆλθον εἰς χείρας ἠμῶν, μεταξὺ τῶν ὁποίων πολλαὶ βαρύτιμοι μηλωταὶ (= ἐπενδύτες ἀπὸ μαλλὶ προβάτου). Ἔτρεμεν ἐκ τοῦ ψύχους ὁ διάσημός της Πελοποννήσου ὁπλαρχηγός….Παναγιώτης Γιατράκος καὶ ἀντὶ νὰ θέση ἐπὶ τῶν ὤμων τοῦ μίαν τῶν μηλωτῶν ἐκείνων, ἔγραψεν εἰς τὴν οἰκογένειάν του, ἤτις τῷ ἀπέστειλε μίαν παλαιοκαζάκαν. Παραδόξως ἐφάνη…καὶ εἰς τὸν Γαβριὴλ Ἀμανίτην καὶ εἰς τὸν Γεώργιον Σπυρίδωνος (τὸν ἐκ δυσπραγίας παραφρονήσαντα καὶ ἀποβιώσαντα πρὸ τινὸς χρόνου ἐνταύθα) καὶ εἰς τὸν Ἠλίαν Μπισπίκην καὶ εἰς αὐτὸν ἔτι τὸν ἀγορεύοντα (ἔνν. τὸν ἑαυτὸ τοῦ) νεανίαν τότε, ἡ τοιαύτη τοῦ στρατηγοῦ διαγωγή? ἐρωτώμενος δὲ περὶ ταύτης ἔλεγε: ἀδελφούλιά μου, ἐν ὄσω ἔχω φορέματα εἰς τὸ σπίτι μου οἰκονομοῦμαι? ὅταν δὲ τελειώσουν, ἂς εἶναι καλὰ ἡ Πατρίς. Ναί, ἀείμνηστε στρατηγὲ Γιατράκε, ἡ πατρὶς εἶναι καλὴ διὰ τοὺς μὴ μετασχόντας τῶν ἀγώνων σου, ἀλλ’ ἡ σύζυγός του…πολλάκις νῆστις ἐκοιμήθη…ἡ θυγάτηρ σου οὐδὲ ἐν στρέμμα ἔλαβε διὰ προίκα…ὁ υἱός σου ἔχει πρὸ πολλοῦ ὡς ἐνέχυρον τὴν πολύτιμον σπάθην, τὴν ὁποίαν παρὰ τοῦ Κιαμήλεπεκ ἔλαβες…»».
Στὴν ἀγόρευση αὐτὴ τοῦ Χουρμούζη ηταν παρὼν καὶ ὁ πρωθυπουργὸς (σήμ. ὁ Βούλγαρης) πρὸς τὸν ὁποῖο ἀπευθυνόμενος ὁ βουλευτὴς Φθιώτιδος τὸν ἐρώτησε ρητορικῶς γιὰ τὸ πόση σύνταξη ἔπαιρναν οἱ χῆρες του πρώην ναυάρχου τῆς Ἑλλάδος Ἰακώβου Τομπάζη, τοῦ «λεοντόκαρδου» Μιαούλη, τοῦ Βόταση, τοῦ Σαχτούρη, τοῦ Ἀποστόλη καὶ τοῦ Ἀναστασίου Τσαμαδοῦ, ποὺ ἔπεσε στὴ Σφακτηρία. Ἡ μνεία τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἀναστασίου Τσαμαδοῦ ἔκανε τὸν Χουρμούζη νὰ θυμίσει στὴ Βουλὴ τὴν ἑξῆς περίπτωση:
«Περὶ τὸν Μάρτιον, νομίζω τοῦ 1825, παρουσιάσθη ἀνάγκη νὰ ἐκκινήση ἀμέσως ὁ ἑλληνικὸς στόλος ὁ κατὰ τοῦ Ἰμπραὴμ Πασᾶ. Συνῆλθον τότε ἐν τῷ μοναστηρίω οἱ μεγάθυμοι οἰκοκυραῖοι τῆς Ὕδρας καὶ ἀπεφάσισαν νὰ συνεισφέρουν καὶ τὰ τελευταία τάλληρα τῶν πρὸς ἐκκίνησιν τοῦ στόλου, τέσσαρες δὲ χιλιάδες ταλλήρων ἀνελογίσθησαν εἰς τὸν γέροντα Τσαμαδόν: «ἀδελφοί, εἶπε τότε εἰς τοὺς ἄλλους, τάλληρα πλέον δὲν μοὶ ἔμειναν, διότι ὅσα εἶχα τὰ ἐδαπάνησα (σήμ. εἶχε δαπανήσει γιὰ τὸν Ἀγώνα 150.000 τάλληρα) ? ἔχω ὅμως τὴν ζωήν μου ἀκόμη καὶ ἰδοὺ ἐπιβαίνω τοῦ πλοίου μου ὡς ναύτης». Καὶ ταῦτα εἰπῶν, ἐκίνησε τρέμοντας πόδας ὁ γηραιὸς οἰκοκύρης τῆς Ὕδρας, ὅπως θυσιάσει διὰ τὴν ἀπελευθέρωσιν τῆς πατρίδος ὅ,τι εἰσέτι τῷ ἔμενε: τὴν ζωὴν τοῦ αὐτήν… Τούτου δὲ ὁ υἱὸς Λάζαρος ἐλθῶν εἰς Ἀθήνας διὰ νὰ ζητήση περίθαλψιν παρὰ τῆς κυβερήσεως καὶ μὴ εἰσακουσθεῖς κατέβη πεζὸς εἰς Πειραιά, διότι καὶ τῆς δραχμῆς ἐστερεῖτο δὶ’ ἀγώγιον, καὶ μεταβὰς εἰς Ὕδραν δωρεὰν διὰ τινὸς ὑδραϊκοῦ πλοιαρίου αὐτοχειριάσθη ὁ δυσποτμος»! (Δυσποτμος= δυσ+πότμος. Πότμος εἶναι αὐτὸ ποὺ πέφτει στὸν καθένα, ἡ μοίρα. Δυσποτμος εἶναι ὁ κακότυχος).
Καὶ συνέχισε ὁ Χουρμούζης:
«Εἰς ἐκ τῶν πρώτων οἰκοκυραίων τῆς Ὕδρας, ὁ Θεόδωρος Γκίκας, προσήνεγκεν ὅλην αὐτοῦ τὴν χρηματικὴν κατάστασιν, συνισταμένην εἰς 900.000 δραχμᾶς εἰς τὰς ἀναγκας τῆς πατρίδος? καὶ λέγω ὅλην, διότι μετὰ τὸν θάνατον αὐτοῦ ἡ σύζυγος ἐπεκαλέσθη τῆς κυβερνήσεως τὴν συνδρομὴν καὶ μὴ εἰσακουσθεῖσα κατέφυγεν εἰς τὴν εὐεργετικὴν ἀρωγὴν τῶν ἑπτὰ ὀρνίθων της, τῶν ὁποίων τὰ ὠὰ πωλοῦσα ἠγόραζεν τὸν ἄρτον τῆς ἡμέρας, ὁ δὲ Παπαμιχαλάκης, ὁ ἱερεὺς τῆς ἐνοριακῆς της ἐκκλησίας ἡ Ἀνάληψις, συνήθροιζεν ἐπ’ ὀνόματί της κατὰ Κυριακὴν διὰ τοῦ δίσκου ὀλίγα λεπτά, ἄτινα ἔδιδεν εἰς τὴν χήραν του βαθύπλουτου Γκίκα, ἕως οὐ ἡ δυσπραγία καὶ ἡ λύπη ἔδωκαν τέλος εἰς τὰ βάσανά της».
Στὸ πόνημά του «πῶς δεῖ ἱστορίαν συγγράφειν», ὁ Λουκιανὸς γράφει ὅτι ὁ ἱστορικὸς πρέπει νὰ εἶναι «ἄφοβος, ἀδέκαστος, ἐλεύθερος παρρησίας καὶ ἀληθείας φίλος». Τὸ νὰ λὲς ὅτι ὅλοι οἱ πρόκριτοι ἦταν περίπου μάστιγα τοῦ λαοῦ, ψεύδεσαι.
Ὁ κ. Τατσόπουλος καὶ οἱ σὺν αὐτῶ δὲν ἀρκοῦνταν στὴν ἀσημαντότητά τους, ἤθελαν ἐπωνυμία. Ὅμως, ὅπως λέει καὶ ὁ θυμόσοφος λαός μας, «ὅσο ψηλότερα πηδάει ἡ μαϊμοὺ τόσο περισσότερο φαίνεται ὁ κῶλος της».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου