Menu

14 Δεκ 2010

Ἀνία



Στὴ Σοβιετικὴ Ἕνωση πρὶν λίγα χρόνια, ὅταν μεσουρανοῦσε ὁ ὑπαρκτὸς σοσιαλισμός, σ’ ἕνα ἐργοστάσιο κάθε μέρα οἱ ἐργάτες φοροῦσαν τὴν ὁμοιόμορφη φόρμα τους κι ἐπίαναν τὴ δουλειά. Ἴση μεταχείριση, ἴσες εὐκαιρίες. Τὸ ἐργοστάσιο ἔβγαζε βίδες. Κανεὶς δὲ γνώριζε ἀκριβῶς γιατί. Στὸ τελικὸ στάδιο τὸ προϊὸν δὲν ἔβγαινε ἀπὸ τὸ ἐργοστάσιο, ἔπεφτε σὲ μυστικὸ χυτήριο καὶ τὸ «νέο» μετάλλευμα ἔμπαινε ξανὰ στὸν κύκλο παραγωγῆς. Τὸ κράτος ἔδινε δουλειὰ καὶ ψωμὶ στὸ λαὸ τρώγοντας τὰ σωθικά του. Ὁ λαὸς δεμένος, χέρια-πόδια, μὲ μάτια κλεισμένα γύριζε τὸ ἀπάνθρωπο μαγγανοπήγαδο τῆς καθημερινῆς ἀνίας.Ἴσως πιὸ πολὺ αὐτὴ νὰ γκρέμισε, ἔτσι ἀναπάντεχα, τὴν ἄσειστη αὐτοκρατορία.

Ἡ ἱστορία, βέβαια, οὔτε ἀρχίζει οὔτε σταματᾶ ἐδῶ. Σημερινοὶ μελετητὲς ἀποδίδουν τὴν κατάρρευση τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας στὴν νευρωτικὴ ἀνία τῶν ὑπηκόων της. Στὶς βιομηχανοποιημένες σημερινὲς κοινωνίες ἡ μακρὰ ἀνεργία τῶν νέων καὶ ἡ πρόωρη συνταξιοδότηση τῶν ὡρίμων, δημιουργοῦν μία χρόνια ἀνία, ποὺ ξεσπᾶ σὲ πράξεις ἀλόγιστης βίας ἢ βαρύθυμης ἀπραξίας. Ο Dostoyevsky καὶ ὁ Baudelaire, γράφει ὁ Εὐδοκίμωφ, ἔλεγαν ὅτι ὁ κόσμος θὰ χαθεῖ, ὄχι ἐξαιτίας τῶν πολέμων, ἀλλ’ ἂπ’ αὐτὴ τὴν ἀνυπόφορη γιγαντιαία ἀνία, ὅταν ἀπὸ τὸ χασμουρητό, μεγάλο ὅσο καὶ ὁ κόσμος, θὰ βγεῖ ὁ διάβολος.

Ὁ ἄνθρωπος ἀρρωσταίνει ἀπὸ ἀνία καὶ ὄχι μόνο ὅταν....

 δὲ δουλεύει. Καμιὰ φορᾶ καὶ τὸ ἀντίθετο. Οἱ ἀκατανόητες ἐπιθέσεις μὲ ἐκρηκτικὰ φανερώνουν αὐτὴ τὴ σκοτεινὴ πλευρὰ τοῦ σύγχρονου παγκοσμιοποιημένου οἰκονομικοῦ θαύματος. Ἴσως, ὅπως ἔχει γραφεῖ, «ἡ χειρότερη κατάσταση ἀπὸ τὴ μὴ ἐπίτευξη τῶν στόχων εἶναι νὰ τοὺς πετύχει κανεὶς ὅλους». Μόνο ποὺ τότε θὰ φταῖνε ὁπωσδήποτε οἱ στόχοι.

Τὰ ἀδιέξοδά μας εἶναι μεταφυσικὰ καὶ δὲν μποροῦμε νὰ ξεφύγουμε μὲ φυσικὲς διεξόδους.

Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ εἶναι «μοναδικὸς στὴν τάση του νὰ ἀνιά», ζητᾶ νὰ γλυτώσει ἀπὸ τὸ καθημερινὸ κάτεργο. Ἀλλά, ὅπως γράφει ὁ Ἐξυπερὺ στὴ «Γῆ τῶν ἀνθρώπων», «τὸ κάτεργο δὲ βρίσκεται ἐκεῖ ποὺ δίνονται κασμαδιές. Δὲν ὑπάρχει ὑλικὴ φρικαλεότης. Τὸ κάτεργο βρίσκετ’ ἐκεῖ ποὺ δίνονται κασμαδιές, ποὺ δὲν ἔχουν νόημα».

Στὸ ἐργοστάσιο τῆς πρώην Σοβιετικῆς Ἑνώσεως, τὸ αἴσθημα φρίκης, ποὺ δημιουργεῖται, δὲν προέρχεται ἀπὸ τὴ ρουτίνα τῆς ἐργασίας, πράγμα ποὺ συμβαίνει μὲ τὶς περισσότερες ἐργασίες καὶ τοὺς τρόπους ποὺ βγάζουμε τελικὰ τὸ ψωμί μας, ἀλλὰ ἐπειδὴ πρόκειται γιὰ μία ἐργασία ἄχρηστη. Ἕνα ψέμα, ποὺ στήριζε τὴν ἀπάτη τοῦ Κόμματος.

Στὴν πραγματικότητα ἡ ἀνία γεννιέται ἀπ’ τὰ πολλὰ ψέματα ποὺ ἔχει πεῖ ὁ καθένας στὸν ἑαυτό του, ἀπ’ τὶς ἀτέλειωτες δικαιολογίες, ποὺ ἐπιστρατεύει, γιὰ νὰ γυαλίζει τὸ εἴδωλό του. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ πιὸ ἀνιαροὶ συνομιλητὲς εἶναι αὐτοὶ ποὺ συνεχῶς γιὰ κάτι δικαιολογοῦνται.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ὅσο πιὸ καλοστημένη εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ μας, τόσο πιὸ στενὸ καὶ ἀπομονωμένο τὸ κελὶ τῆς αὐτοφυλάκισής μας. Ἡ εἰσόρμηση τῆς ἀνίας ἀναπόφευκτη.

Στὰ γερμανικὰ ἡ ἀνία ἀποδίδεται μὲ τὴ λέξη Langweile, ποὺ σημαίνει κατὰ λέξη «μεγάλο χρονικὸ διάστημα», χωρὶς παρελθὸν καὶ δίχως μέλλον, ποὺ δημιουργεῖ ἀπελπισία καὶ ἀποστροφή, σ’ ἕνα χρόνο κενὸ καὶ ἀκίνητο.

Ἀλλὰ ἡ ἀνία, αἴσθημα διαχρονικὸ καὶ πανανθρώπινο, δὲ φαίνεται νὰ προκαλεῖται τόσο ἀπὸ ἐξωτερικὲς καταστάσεις. Αὐξάνει ὅσο ὁ ἄνθρωπος φεύγει ἀπ’ αὐτὸ ποὺ «ὀφείλει» καὶ ρίχνεται ἀκράτητος σ’ ὅ,τι «ἐπιθυμεῖ». Ὕστερα ἔρχεται ὁ κορεσμός, ἡ πλήξη, γιὰ νὰ ἐξελιχθεῖ σὲ «ἄκαρπη θλίψη».

Στὰ πνευματικὰ βιβλία κι ἀγωνίσματα ἡ ἀνία συγγενεύει μὲ τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ ἑπτὰ θανάσιμα ἁμαρτήματα, τὴν ἀκηδία. Ἴσως καὶ νὰ γεννιέται ἀπ’ αὐτή, τὴν ἀφροντισιά, τὴ χρόνια ἀμέλεια, τὴ μακριὰ ἀπροετοιμασία, τὴν ἀποθάρρυνση, τὴ «χυδαία μελαγχολία».

Ἡ ἀκηδία ναρκώνει καὶ παροπλίζει τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς καὶ ὕστερα ξεσηκώνει ἐναντίον τῆς ὅλα μαζὶ τὰ ἄλλα πάθη. Γι’ αὐτὸ ἀπ’ ὅλα εἶναι τὸ βαρύτερο. Ἔπειτα ὁ νοῦς σκοτίζεται, ἐπειδὴ ὁ σκοτασμός του, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος, προέρχεται ἀπὸ τὴν ὀκνηρία καὶ τὴν ἀνελεημοσύνη.

Ἂς τὸ καλοεξετάσουμε, οἱ δύο αὐτὲς αἰτίες ἴσως νὰ εὐθύνονται οὐσιαστικὰ καὶ γιὰ τὴν αὐξανόμενη ἀνία τοῦ πολιτισμένου κόσμου, ποὺ τὶς εὐνοεῖ.

Στὸν τόπο ὅπου ἀνθίζει ἡ προσπάθεια γιὰ τὴν προσέγγιση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν προσφορὰ στὸ συνάνθρωπο, εἶναι δύσκολο νὰ φυτρώσουν τὰ βασανιστικὰ ζιζάνια τῆς ἀνίας. Οἱ ἐντολὲς γιὰ τὴν ἀγάπη στὸ Θεὸ καὶ στὸν ἄνθρωπο δὲν φανερώνουν μόνο τὸ δρόμο γιὰ νὰ κερδίσουμε τὴ μέλλουσα ζωή, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ζήσουμε ἀληθινὰ δημιουργικά, νὰ εὐτυχήσουμε στὴν παροῦσα, ὅπως περίτρανα καταφαίνεται στὴ ζωὴ τῶν ἁγίων.

Τὴ λύση τοῦ δράματος τῆς ἀνίας, ποὺ ἐμφανίζεται καὶ ὅταν τίποτε ἐξωτερικὸ δὲν τὴ δικαιολογεῖ, δὲν μποροῦμε τελικὰ νὰ τὴν περιμένουμε ἀπ’ ἔξω. Ἀπὸ μέσα μᾶς φωτίζουμε τὰ ἐξωτερικὰ πράγματα, ἀκόμη καὶ τὰ πιὸ μαῦρα.

Ἀπὸ τὴν ψυχὴ μᾶς μποροῦμε νὰ μάθουμε γιατί ἀξίζει ὁ καθένας μας νὰ κοπιάζει, νὰ ἐλπίζει, νὰ ζεῖ.

Ὕστερα ἔχουμε νὰ καταθέσουμε πρῶτοι ἐμεῖς τὸ ἕνα ἢ τὰ πολλὰ τάλαντά μας στὴν τράπεζα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ κρατᾶμε τὶς λαμπάδες μᾶς ἀναμμένες ἀπὸ τὴ φλόγα τῆς Θείας Ἀγάπης.
Πηγη: xfd.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου