
Ἡ Καντάρα ἔμεινε γνωστὴ στὴν ἱστορία τῆς Κύπρου ὄχι μόνο γιὰ τὸν ρόλο ποὺ διαδραμάτισε τὸ κάστρο τῆς στὰ πολυτάραχα χρόνια τῶν Φράγκων καὶ τῶν Ἐνετῶν, ἄλλα καὶ γιὰ τὸ παλιό της μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς Κανταριώτισσας, ποὺ στάθηκε τὸ ΙΓ’ αἰώνα προπύργιο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἐνάντια στοὺς διωγμοὺς τοῦ...λατινικοῦ κλήρου.
Ἀπὸ κεῖ ξεκίνησαν μία θλιβερὴ μέρα τοῦ 1222 δεκατρεῖς ὅσιοι πατέρες, πιστοὶ στρατιῶτες τῆς θρησκείας τοῦ Ναζωραίου, γιὰ νὰ γνωρίσουν ἔπειτα ἀπὸ φριχτὰ βασανιστήρια τὸ μαρτυρικότερο θάνατο ἀπὸ ἀπάνθρωπους ὀπαδοὺς τοῦ Πάπα. Ἡ ἱστορία τῆς τρομερῆς αὐτῆς τραγωδίας μὲ τὶς ἀνατριχιαστικές της ὠμότητες ἔχει στιγματίσει μὲ τὰ μελανότερα χρώματα τοὺς «λεγάτους» τοῦ καθολικισμοῦ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἐνῶ ταυτόχρονα ἐξύψωσε ἀκόμη περισσότερο στὴν παγκόσμια συνείδηση τῶν πολιτισμένων λαῶν τὸ γόητρο τῆς Ὀρθόδοξης Χριστιανοσύνης μὲ τοὺς αἱματοβαμμένους της ἀγῶνες καὶ τὴν ἀσάλευτη πίστη της στὸ ὑπέρτατο ἰδανικό της θρησκείας μὲ τὴν αὐτοθυσία καὶ τὸ μαρτυρικὸ θάνατο.
Εἶναι γνωστὸ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ Κύπρος ὑποτάχθηκε στὴ δυναστεία τῶν Λουζινιᾶν μὲ πόσο πεῖσμα καὶ ἄγριο φανατισμὸ οἱ Φράγκοι προσπάθησαν νὰ προσηλυτίσουν τὸν ὀρθόδοξο κλῆρο καὶ τὸ λαὸ τῆς Μεγαλονήσου, ὥστε νὰ ἀπαρνηθοῦν τὶς προαιώνιες θρησκευτικές τους παραδόσεις καὶ ν’ ἀσπασθοῦν τὸ λατινικὸ δόγμα.
Δραματικὲς σκηνές, ἔριδες καὶ διαμάχες εἶχαν δημιουργηθεῖ ἀνάμεσα στοὺς καθολικοὺς καὶ τοὺς ὀρθόδοξους κληρικούς. Οἱ τελευταῖοι μὲ τὴν ἀλύγιστή τους ἀντίσταση νὰ ὑποταχτοῦν στὸ θέλημα τῶν Φράγκων καταδικάζονταν σὲ δαρμούς, φυλακίσεις, ἐξορίες καὶ φοβερὰ μαρτύρια, τὰ λεγόμενα μαρτύρια τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως.
Μία ἀπὸ τὶς μελανότερες σελίδες τῆς φραγκοκρατίας στὴν Κύπρο εἶναι καὶ τούτη ποὺ ἀκολουθεῖ:
Δεκατρεῖς καλόγεροι, «τοῦ ἀληθινοῦ Χριστοῦ ποιμένος ἄκακα πρόβατα», οἱ Ἱερεμίας, Μάρκος, Κύριλλος, Θεοκτιστός, Βαρνάβας, οἱ ἀδελφοὶ Μάξιμος καὶ Θεογνωστός, ὁ Ἰωσήφ, ὁ Γεράσιμος καὶ ὃ Γερμανός, μὲ ἀρχηγοὺς τοὺς τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν Κόνωνα, ἔφυγαν ἀπὸ τὸ Καλὸν Ὅρος καὶ ἦρθαν στὴν Κύπρο. Ἀφοῦ πρῶτα ἔμειναν στὴ μονὴ τοῦ Μαχαιρά, πῆγαν ἔπειτα στὸ μοναστήρι «τοῦ Κουτσοβέντη» (Χρυσοστόμου), γιὰ νὰ καταλήξουν τελικὰ σ’ ἕνα μοναστηράκι, ἀφιερωμένο στὴν Παναγία, πλάι σὲ μία πηγή, σὲ μέρος σύδεντρο στὸ κάστρο τῆς Κᾶ ντάρας.
Ἡ εἴδηση τοῦ ἐρχομοῦ τοὺς ἔγινε ἀμέσως γνωστὴ σὲ ὅλο τὸ νησί. Νεοφώτιστοι μοναχοί του τόπου καὶ ἄλλοι θερμοὶ ζηλωτὲς τοῦ Θεανθρώπου ἦρθαν νὰ τοὺς προσκυνήσουν καὶ ἑνώθηκαν μὲ τοὺς νεοφερμένους γέροντες, ἀφιερώνοντας καὶ αὐτοὶ τὴ ζωή τους στὰ θεϊκὰ ρήματα τοῦ Χριστοῦ καὶ λέγοντάς τους μὲ ὁλοζεστὴ καρδιά, «…μεθ’ ὑμῶν ἀποθανοῦμεν, τίμιοι καὶ ἅγιοι πατέρες…». Ἡ φήμη τῶν εὐλαβικῶν μοναχῶν δὲν ἄργησε νὰ γίνει γνωστὴ καὶ στοὺς Λατίνους, γιατί τὰ καλά τους ἔργα ἔγιναν πασίγνωστα στὸν τόπο.
Ὅμως αὐτὰ τοὺς τὰ ἔργα γέννησαν τὸ φθόνο τῶν καθολικῶν παπάδων, ποὺ σὲ λίγο ἐκδηλώθηκε ἀπέναντι τῶν μοναχῶν μὲ τὸ θηριωδέστερο τρόπο. Μία μέρα, ἐνῶ οἱ μοναχοί της Καντάρας ἦταν ἀφοσιωμένοι στὰ ἱερά τους καθήκοντα, βλέπουν νὰ παρουσιάζεται μπροστά τους ἕνας καθολικὸς ἱεροκήρυκας, λεγόμενος Ἀνδρέας, «ζηλωτὴς καὶ ὄργανον κακίας» μ’ ἕναν ἀκόλουθό του. Μὲ «ὑποκρισίαν ἀλωπεκῆς» ἄρχισε νὰ τοὺς ἐξετάζει τὸ πότε καὶ ἀπὸ ποῦ ἦρθαν στὴν Κύπρο καθὼς καὶ μὲ ποιὸ σκοπὸ ἐγκαταστάθηκαν σ’ αὐτὸ τὸ μοναστήρι. Ἔπειτα γύρισε τὴ συζήτηση στὸ θέμα τῶν διαφορῶν, ποὺ χωρίζουν τὸ Ὀρθόδοξο ἀπὸ τὸ Καθολικὸ δόγμα, καὶ κυρίως στὴ μυσταγωγία τῆς Ἁγίας Κοινωνίας, ἐπιμένοντας ὅτι σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες τῆς Λατινικῆς Ἐκκλησίας ἡ Θεία Μετάληψη πρέπει νὰ γίνεται μὲ τὰ ἄζυμα καὶ ὄχι μὲ τὰ ἔνζυμα, ὅπως πρεσβεύει τὸ Ὀρθόδοξο Χριστιανικὸ Δόγμα.
Οἲ Ἕλληνες μοναχοί, ἀντικρούοντας τὰ σαθρά του ἐπιχειρήματα, τοῦ ἀπαντοῦν ὅτι ὁ Χριστὸς στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο ἔλαβε «ἄρτον ἔνζυμον, τέλειον, ἅγιον, ὡς μὴ εὑρεθέντος του τότε ἀζύμου», λέγοντας στοὺς μαθητές του: «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν». «Αὐτὴ τὴν ἐντολὴ καὶ ἐμεῖς κρατοῦμε καὶ πιστεύουμε», λένε σθεναρὰ οἱ γέροντες στὸν Λατίνο. «Ὅσο γιὰ τὸ φρόνημα σᾶς περὶ τοῦ ἀζύμου, ἐμεῖς δὲν τὸ παραλάβαμε οὔτε παρὰ τῶν τοῦ Χριστοῦ κηρύκων οὔτε παρὰ τῶν οἰκουμενικῶν καὶ ἁγίων συνόδων». Ὅσο προχωρεῖ ἡ συζήτηση καὶ οἱ ὅσιοι πατέρες μὲ νηφάλιο ὕφος ἀντικρούουν τὸν «μισόκαλον» Ἀνδρέα, τόσο αὐτὸς «θηρίων ὠμότερος, τὴν ἀλωπεκῆν ὑπεκδύς, πρὸς τὸ θηριωδέστερου ἐτράπη». Ἔξαλλος ἀπὸ τὸ θυμό του, διατάζει ἀμέσως τοὺς μοναχούς της Καντάρας νὰ παρουσιαστοῦν στὸ Φράγκο ἀρχιερέα τῆς Λευκωσίας καὶ νὰ ἀπολογηθοῦν γιὰ τὰ ὅσα τοῦ εἶπαν: «Μὲ τὸν ὁρισμό σας», τοῦ ἀπάντησαν οἱ πιστοὶ γέροντες χριστιανοὶ καὶ πρόσθεσαν ἀκόμη ὅτι θὰ ἐξακολουθήσουν τὸ κήρυγμά τους καὶ πὼς θὰ πεθάνουν γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, ἔστω κι ἂν τοὺς καταδικάσουν σὲ μύριους θανάτους. «Ἔχομεν εἰς τὴν ψυχήν μας τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ ζήσωμεν, καὶ τὰ σώματά μας, ποὺ θὰ βασανισθοῦν ἀπὸ τὴν βίαν τῶν τυράννων, ἐνδύσονται ἀθανασίαν ἐν τὴ ἀτελευτήτω ἐκείνη ζωή».
Ἀφοῦ συγκεντρώθηκαν στὴν ἐκκλησία, λειτούργησαν καὶ μετάλαβαν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ξεκίνησαν γιὰ τὴ Λευκωσία, παρακαλώντας τὸ Θεὸ νὰ τοὺς ὁπλίζει μὲ δύναμη, μὲ γνώση σταθερὴ καὶ ἀμετάκλητη. Ὅταν ἔφθασαν ἔξω ἀπὸ τὴ Λευκωσία, ἔκαμαν σταθμὸ στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Λάμποντος, τὴ λεγόμενη τῶν Μαγκάνων, ὅπου «ποταμηδὸν» ἔτρεχαν οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία τους. Σ’ αὐτὸ τὸ διάστημα ὁ καθολικὸς ἀρχιεπίσκοπος Στρόγγο (Εὐστόργιος) εἰδοποίησε τοὺς Λατίνους κληρικοὺς καὶ ἄλλους καθολικοὺς νὰ παραβρίσκονται στὴν ἱερὴ Ἐξέταση, ποὺ θὰ καταδίκαζε τοὺς μοναχούς της Καντάρας, ποὺ εἶχαν ξεκινήσει βαδίζοντας πρὸς τὴ Λευκωσία καὶ ψέλνοντας τὸν ἱερὸ ψαλμό, «Μακάριοι οἱ ἄμωμοι ἐν ὀδῶ, οἱ πορευόμενοι ἐν νόμω Κυρίου…». Ὅταν ἡ τραγικὴ πομπὴ ἔφθασε μπρὸς στὸν Εὐστόργιο, ὁ Φράγκος ἱεράρχης τοὺς ρώτησε ἂν ὅσα τοῦ εἶπε ὁ «μαΐστορος» Ἀνδρέας εἶναι ἀληθινά. Οἱ τίμιοι γέροντες θαρρετὰ καὶ μὲ μία φωνὴ τὸ ἐπιβεβαίωσαν. Ὁ Στρόγγο, «θυμοῦ ἀσχέτου πλησθεῖς», θέλοντας νὰ ὑποτάξει μὲ τὴ βία στὸ θέλημά του τοὺς δεκατρεῖς καλόγερους, ἔδωσε διαταγὴ νὰ τοὺς κλείσουν στὴ φυλακή, ὅπου οἱ δεσμοφύλακες μὲ σπρωξιές, μὲ βρισιές, τραβώντας τους ἀπὸ τὰ γένια καὶ τὰ μαλλιά, τοὺς ἔριξαν. Φόβος καὶ τρόμος κυρίεψε τοὺς Ἕλληνες τῆς Μεγαλονήσου, ποὺ ἔβλεπαν τις δραματικὲς αὐτὲς σκηνές, ἐνῶ στῶν μαρτύρων τὰ πρόσωπα «γλυκεία τὶς λάμψις διεκρίνετο, ἀνταύγεια οὖσα τῆς γαλήνης ἢν ἡ ψυχὴ αἰσθάνεται ἀψηφοῦσα τὰς περιπετείας καὶ τοὺς κινδύνους τοῦ σώματος, ἀποβλέπουσα δὲ μόνον εἰς ἰδεῶδες τί, παρὰ τοῦ ὁποίου τὴν ἀμοιβὴν ἐλπίζει».
Ἕνας ὁλόκληρος χρόνος πέρασε καὶ οἱ φυλακισμένοι ἦταν πάντα κλεισμένοι στὸ δεσμωτήριο, ὑποφέροντας καρτερικὰ τὴ δυσοσμία, ὅπως καὶ ἄλλη ταλαιπωρία, μόνον «ἄρτου καὶ ὕδατος μεταλαμβάνοντες».
Στὸ χρόνο ἐπάνω ὁ Φράγκος ἀρχιερέας τοὺς ρωτάει ἂν μετανόησαν γιὰ ὅσα «ἀποτρόπαια» εἶχαν πεῖ. Οἱ μάρτυρες ὅμως τῆς θρησκείας, ἀπτόητοι, τοῦ ἀποκρίθηκαν: «Ἂς μὴ μᾶς ἀξιώσει ὁ Κύριος νὰ προδώσουμε τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ ἀσπασθοῦμε τὸ ψεῦδος». Ἡ ἀπάντηση τοῦ μονσινιόρου ἦταν νὰ ξανακλειστοῦν γιὰ τρία ἀκόμη χρόνια στὴ φυλακή, ἐνῶ αὐτοὶ δὲν ἔπαυαν νὰ ὁμολογοῦν τὴν ἀκλόνητη πίστη τους σὲ ὅ,τι ἀρχικὰ ὁμολόγησαν. Ἀπὸ τὰ μαρτύρια ποὺ τραβοῦσαν εἶχαν καταντήσει συρόμενοι σκελετοί. Ἕνας μάλιστα ἀπ’ αὐτούς, ὁ Θεογνωστός, πέθανε. Ὁ σκληρόκαρδος Ἀνδρέας πρόσταξε τότε νὰ διαπομπευτεῖ τὸ λείψανό του στὴν ἀγορὰ καὶ ὑστέρα νὰ ριχτεῖ στὶς φλόγες. Βλέποντας πὼς οἱ φυλακισμένοι τοῦ ἔμεναν ἀμετανόητοι, ἀποτάθηκε στὸ βασιλιὰ Ἐρρίκο Β’- ὁ Εὔστοργιος ἔλειπε αὐτὸ τὸν καιρὸ στὴν Ἀνατολὴ- καὶ τὸν ρώτησε μὲ ποιὸ τρόπο νὰ θανατώσει αὐτοὺς τοὺς ἀδιόρθωτους Γραικούς, ποὺ ἐξακολουθοῦν νὰ βλασφημοῦν τὸ δόγμα τῶν Δυτικῶν. Ὁ ρήγας ἀπάντησε στὸν ἱεροεξεταστὴ νὰ καλέσει στὴν πλατεία τὴν τάξη τῶν καβαλλαρέων νὰ συγκεντρώσει πολὺν ὄχλο, γιὰ ν’ ἀπολαύσει τὸ θέαμα, καὶ τότε νὰ διατάξει νὰ δέσουν τοὺς «αἱρετικοὺς» στὰ πόδια καὶ στὶς οὐρὲς ἀλόγων καὶ μουλαριῶν καὶ ὕστερα νὰ τὰ ξαμολήσουν πρὸς τὸ μέρος τοῦ ποταμοῦ, ὥστε ὁ ὥστε οἱ σάρκες τους νὰ ξεσκιστοῦν πάνω στὶς πέτρες, καὶ τέλος νὰ τοὺς ρίξουνε στὴ φωτιά. Οἱ δήμιοι ἐκτέλεσαν κατὰ γράμμα τὸ ἀποτρόπαιο ἔργο τους.
Τὴν ὥρα, ποὺ οἱ φλόγες ὀρθώνονταν σὰν πύρινα φίδια πρὸς τὸν οὐρανὸ μὲ τ’ ὁλοκαύτωμα τῶν μοναχῶν, ὁ καθηγούμενος Ἰωάννης, καθὼς διασώζει ὁ Ἀλλάτιος σὲ μία διήγηση ἀνωνύμου συγγραφέα, φάνηκε σὰν ἀναστημένος καὶ προσευχόμενος ἀνάμεσά τους. Τότε ἕνας καβαλάρης τοῦ ἔριξε τὸ δαυλὸ ἀναμμένο καὶ τὸν ἀποτελείωσε. Ἔτσι, στεφανωμένοι μὲ τὸ ἀκτινοβόλο φῶς τοῦ μαρτυρίου καὶ τῆς ἀθανασίας, παραδωσαν στὸ Θεὸ τὴν ἁγία τους ψυχὴ οἱ ὅσιοι πατέρες τῆς Καντάρας, γιὰ νὰ πληρωθεῖ ὁ θεόπνευστος λόγος τοῦ Δαβίδ, ποὺ λέει: «Διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος, καὶ ἐξήγαγες ἠμᾶς εἰς ἀναψυχήν…»
ΑΘΗΝΑ ΤΑΡΣΟΥΛΗ
(Ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς «Κύπρος», τόμος Β’, σ. 99-102}
ΠΗΓΗ:ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΟΝΗ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ
(Ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς «Κύπρος», τόμος Β’, σ. 99-102}
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου