Menu

31 Μαρ 2010

Τό σπουργιτάκι τοῦ Θεοῦ. (Μέρος 3ο)

(συνεχίζεται ἀπό τό Μέρος 2ο )

Πολλά βράδια κοιμόταν σέ σαλόνια Νοσοκομείων, καλύτερα νά ποῦμε προσποιόταν ὅτι κοιμόταν, γιατί ὅταν ἡσύχαζε τό Νοσοκομεῖο, ἔτρεχε κοντά σέ μοναχικούς ἀσθενεῖς, πού εἶχαν ἀνάγκη βοηθείας καί τούς συνέτρεχε, ἀλλά, ὅταν καταλάβαινε ὅτι κάποιο τρίτο πρόσωπο τήν ἀντιλαμβανόταν, τότε ἄρχιζε τά «παλαβά» της.

Πολλά πρωϊνά πηγαίνοντας γιά τήν ...
ἐργασία μου (γύρω στίς 6,30-7π.μ.) τήν συναντοῦσα νά βγαίνη ἀπό τό Νοσοκομεῖο ΚΑΤ καί στήν ἐπιμονή μου γιατί δέν ἔρχεται νά κοιμηθῆ στό σπίτι μας μοῦ ὁμολόγησε: Ἀγαποῦσε πολύ τους Ἁγίους, τούς θεωροῦσε φίλους της, συγγενεῖς της, ἔτρεχε στήν ἑορτή τους, στά πανηγύρια, χαιρόταν ὅταν μοίραζαν καί φαγητό, ὅπως μου ἔλεγε. Καθ’ ὅλη τή διάρκεια τοῦ ἔτους γύριζε σέ διάφορα προσκυνήματα. Τήν Κυριακή τῶν Μυροφόρων στό Μανταμάδο γιά τήν ἑορτή τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου στήν Αἴγινα, τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς στήν Ναύπακτο κ.α. Ἐνδεικτικά ἀναφέρω τό ἑξῆς: Μία φορά τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς πῆγε στήν Ναύπακτο καί ἔκανε σάν μικρό παιδί, ὅπως μου τό διηγήθηκε. Ἀγαποῦσε τόν Σεβασμιώτατο Ἰερόθεο, τόν θεωροῦσε δικό της ἄνθρωπο, χαιρόταν πού τόν ἔβλεπε νά χοροστατῆ μέ τά λαμπρά του ἄμφια καί νά μιλάη τόσο ὡραία. Τοῦ εἶχε μεγάλο σεβασμό. Καμάρωνε πολύ πού τῆς εἶχε μιλήσει καί τῆς ἔδωσε τήν εὐχή του στό μοναστήρι στό Ἀκραίφνιο. Τόν χαιρόταν, ὅπως ἔλεγε.

Όλες οἱ διηγήσεις τῆς Στελλίτσας ἦταν γιά μένα ἀπόλαυση, ξεκούραση. Ἔβλεπα μία μεγάλη γυναίκα νά νιώθη καί νά ἐκφράζεται σάν μικρό παιδί.
Κάποτε εἴχαμε γιορτή στό σπίτι μας μέ ἀρκετούς καλεσμένους. Ξαφνικά ἦλθε ἡ Στελλίτσα. Κάθισε καί ἀκριβῶς δίπλα της ἐγώ. Μεταξύ τῶν καλεσμένων καί ἕνα ζευγάρι μέ πολλά προβλήματα, τά ὁποῖα γνώριζα. Ἡ Στελλίτσα «στόν κόσμο τῆς» ψιθύριζε τήν εὐχή καί συγχρόνως πολύ χαμηλόφωνα ἔλεγε τί συμβαίνει μέ αὐτό τό ζευγάρι, τί φταίει, ἐνῶ στούς ἄλλους ἔλεγε ἄσχετα ἡ τούς χαμογελοῦσε. Πάντα ὅμως συγκεντρωμένη στήν εὐχή. Οἱ πιό πολλοί τήν θεώρησαν «παλαβή», ἄλλο πού δέν ἤθελε ἡ Στέλλα, γιά νά μήν τήν καταλαβαίνουν.
Ἦταν 12 Αὐγούστου 2004, ἤμουν στό γραφεῖο μου καί ἐκείνη τήν ἡμέρα ἦταν νά ταξιδέψω γιά Λέσβο γιά τίς καλοκαιρινές διακοπές μου. Ἀπό τό πρωΐ βασανιζόμουν ἀπό μία ἀσήμαντη σκέψη, κοινῶς εἶχα «κολλήσει». Δέν εἶχα ἕνα μπρελόκ νά βάλω τά κλειδιά πού θά ἄφηνα στούς γείτονες νά ποτίζουν τόν κῆπο. Ξαφνικά γύρω στό μεσημέρι ἀνοίγει ἡ πόρτα καί ἐμφανίζεται ἡ Στελλίτσα, καταϊδρωμένη, κουρασμένη, ἀσθμαίνουσα καί μοῦ λέει: «Νά, πάρτο. Ἤμουν στήν Ὁμόνοια καί μοῦ εἶπε νά σπεύσω νά σού φέρω τό μπρελόκ». Τά ἔχασα. Στήν ἐρώτηση ποιός τῆς εἶπε νά μοῦ τό φέρη στήν ἀρχή ψέλλισε «ἡ Παναγία», μετά ἄρχισε τά δυσνόητα, τά «παλαβά» της. Τό μπρελόκ τό εἶχε ἀγοράσει ἀπό τό μοναστήρι καί παρίστανε τό γενέσιο τῆς Παναγίας μας. Στήν ἐπιμονή μου νά μείνη λίγο κοντά μου νά ξεκουραστῆ, νά πιῆ κάτι, νά δροσιστῆ κάθισε στόν καναπέ καί ἄρχισε νά μιλάη γιά τόν ἑαυτό της. Καί τότε μου εἶπε: «Μηλίτσα μου, ἐγώ θά πεθάνω στούς δρόμους μόνη μου. Κανένας δέν θά τό μάθη, κανείς, κανείς». Αὐτό μέ πόνεσε πολύ καί τῆς εἶπα μέ ἀπαίτηση: «Στελλίτσα μου, σέ παρακαλῶ θέλω νά τό μάθω. Θέλω νά μάθω τό φευγιό σου». Καί τήν ἀγκαλίασα. Μετά ἀπό αὐτό σταμάτησε νά μιλάη γιά ἀρκετά λεπτά. Ξαφνικά μέ κοιτάζει μέ ἕνα στοργικό βλέμμα γεμάτο ἀγάπη καί μοῦ λέει: «Μηλίτσα μου, θά τό μάθης, θά τό μάθης».
Γιά τελευταία φορά ἔμεινε στό σπίτι μου τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2004. Τότε τῆς πονοῦσε τό πόδι καί ἀναγκάσθηκε νά περιορίση τίς πεζοπορίες. Ἔτυχε τότε νά χρειασθῆ νά φιλοξενήσω κάποιο πρόσωπο πού δυσκολευόταν ἀπό τήν παρουσία της καί ἰδιαίτερα ἀπό τήν βραδινή προσευχή, διότι ἔπεφτε γιά ὕπνο νωρίς καί σηκωνόταν ἀργά τή νύχτα καί προσευχόταν ψάλλοντας δυνατά. Πολλές φορές ἀκούγαμε νά ἐπαναλαμβάνη τό: «Ζῆ Κύριος ὁ Θεός».
Ἐν ὄψει αὐτοῦ του προβλήματος, λοιπόν, προσφέρθηκε μία φίλη μας, ἡ Χρυσούλα, νά τῆς παραχωρήση ἕνα διαμερισματάκι, πού ἦταν ἄδειο μετά τόν θάνατο τῶν γονέων της. Χάρηκε πού ἔμενε σέ σπιτάκι κοντά σέ ἀνθρώπους μέ ἀγάπη καί κατανόηση, τώρα μάλιστα πού δυσκολευόταν ἀπό τούς πόνους τῶν ποδιῶν της. Ἐκεῖ ἔμεινε μέχρι τόν Μάϊο τοῦ 2005. Τήν 1η Ἰουνίου 2005 ἡ Χρυσούλα τήν εἶδε νά φεύγη ἀπό τό σπίτι. Ἀπό τήν ἡμέρα ἐκείνη χάθηκαν τά ἴχνη της.
Ἀργότερα ἀνησυχήσαμε, ἀλλά ἐπειδή συνήθιζε νά ἐξαφανίζεται, πιστεύαμε ὅτι θά ἐμφανισθῆ. Κάθε τόσο ἐπικοινωνούσαμε μέ τήν Γερόντισσα ἡ Χρυσούλα καί ἐγώ γιά νά μάθουμε γιά τήν Στέλλα. Ἡ Γερόντισσα ἔλεγε συνέχεια: «Ψάξτε νά τήν βρῆτε». Ἐμεῖς ὅμως πιστεύαμε ὅτι εἶχε φύγει γιά κάποιο ταξίδι καί ὅτι θά ἐπέστρεφε.
Μετά τό Πάσχα τοῦ 2006 ἕνα βράδυ, πολύ ἀργά καί ἐνῶ ἡ οἰκογένειά μου εἶχε ἀποκοιμηθῆ, ξάπλωσα κι ἐγώ καί ἀποκοιμήθηκα ἀμέσως, πράγμα παράδοξο γιά μένα, καί ξύπνησα ἀμέσως (τό διεπίστωσα βλέποντας τό ξυπνητήρι) ἀπό ἕνα δυνατό ὄνειρο: Εἶδα τήν Στελλίτσα κάτω ἀπό ἕνα ὡραῖο δένδρο, ὄρθια νά ἀκουμπάη ἐλαφρά στόν κορμό του, σέ νεανική ἡλικία, πανέμορφη, γλυκύτατη καί μέ κοιτοῦσε μέ ἕνα βλέμμα γεμάτο ἀπέραντη θαλπωρή. Ἐνίωσα τήν ψυχή μου νά βγάζη μία οὐρανομήκη κραυγή, πού αἰσθανόμουν νά μοῦ ξεσχίζη τό στέρνο: «Στελλίτσα μου, Στελλίτσα μου, Στελλίτσα μου...» Κι ἔτρεξα νά τήν ἀγκαλιάσω, προτείνοντας τά χέρια μου, ἀλλά ὅταν ἔφτασα στό δένδρο ἐξαφανίστηκε καί στήν θέση τῆς ἔκαιγε μία ὁλόλευκη πασχαλιάτικη λαμπάδα, πού ἔχυνε γύρω ἕνα ὑπέροχο φῶς καί ἡ φλόγα τῆς ἀνέβαινε ὁλόϊσα στόν οὐρανό. Ἀμέσως βλέπω στό χῶμα, δίπλα στή λαμπάδα, ἕνα ἀπόκομμα ἐφημερίδας πού ἔδειχνε ἕνα ἐξαιρετικά κακοποιημένο σῶμα σάν ἀπό τρομακτικό αὐτοκινητικό δυστύχημα.
Ἕνα βαρύ μήνυμα κατέκλυσε τό εἶναι μου: «Ἡ Στέλλα πέθανε!». Ξύπνησα κυριευμένη ἀπό ἀμφιθυμία αἰσθημάτων: Χαρά μεγάλη ἀπό τήν παρουσία τῆς Στέλλας καί τό φῶς τῆς λαμπάδας καί φόβο ἀπό τήν φωτογραφία τῆς ἐφημερίδας. Ἤθελα νά ξυπνήσω τόν Δημήτρη, τόν ἄνδρα μου, νά τοῦ πῶ γιά τήν Στέλλα, «τό σπουργιτάκι», ὅπως τή λέγαμε, ὄχι μόνον ἐπειδή ζοῦσε «ὡς στρουθίον μονάζον ἐπί δώματος», ἀλλά καί ἐπειδή τό βάδισμά της θύμιζε σπουργίτι. Κάτι δυνατό ὅμως μέ ἀπέτρεψε νά τόν ξυπνήσω. Τήν ἑπομένη τηλεφώνησα στήν Γερόντισσα καί στήν Χρυσούλα καί τούς εἶπα τό ὄνειρο. Καί οἱ δυό μου συνέστησαν νά ψάξουμε γιά τήν Στέλλα. Ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή ἄρχισε ἡ ἀγωνιώδης ἀναζήτηση. Τροχαία, Νοσοκομεῖα, Στρατονομία, Νεκροτομεῖα....
Ἡ Χρυσούλα ἔμαθε ὅτι στίς 3 Ἰουνίου 2005 καί ὥρα 6,10 μ.μ. κοντά στό σπίτι τῆς σκοτώθηκε σέ αὐτοκινητικό μία γυναίκα ἀγνώστων στοιχείων. (Τά πουλιά δέν ἔχουν ὄνομα!). Ὁ θάνατος ἦταν ἀκαριαῖος. Ὅλη ἡ ἔρευνα ἀπέδειξε ὅτι ἡ γυναίκα αὐτή ἦταν ἡ Στελλίτσα. Ἐνῶ διέσχιζε τόν δρόμο, τήν παρέσυρε ἕνα αὐτοκίνητο μέ ὁδηγό ἀξιωματικό του στρατοῦ, ὁ ὁποῖος ἔτρεχε μέ μεγάλη ταχύτητα. Τήν συνέθλιψε. Μόνο τό προσωπάκι τῆς ἦταν εὐδιάκριτο (ὅπως ἔδειξαν οἱ φωτογραφίες τῆς Τροχαίας).
Ἡ Στελλίτσα παρέμεινε μέχρι τίς 18 Ἰουνίου 2005 στό Νοσοκομεῖο «Ἀσκληπιεῖον» καί μετά τό πτῶμα τῆς μεταφέρθηκε στό Κεντρικό Νεκροτομεῖο τοῦ Λαϊκοῦ Νοσοκομείου, ὅπου παρέμεινε στά ἀζήτητα μέχρι τίς 20 Ἰουλίου 2005, ὅποτε καί δόθηκε γιά ἐνταφιασμό. Τό Γραφεῖο πού τήν ἐνταφίασε μᾶς πληροφόρησε ὅτι Νεκρώσιμη Ἀκολουθία δέν ἐψάλη, μόνο ἕνα Τρισάγιο ἐπί τοῦ τάφου.
Πρέπει νά τονισθῆ ὅτι ὅλοι ὅσοι ἀσχοληθήκαμε μέ τήν ἀνεύρεσή της, στήν προσευχή μας τῆς μιλούσαμε καί τῆς λέγαμε: «Ἐάν μᾶς ἀκοῦς, ἐάν ἔχης παρρησία στό Θεό, ὁδήγησέ μας, βοήθησέ μας». Καί πράγματι μᾶς βοήθησε καί φθάσαμε μέχρι τόν χορταριασμένο «ἀνύπαρκτο» τάφο της, στήν ἀνατολική ἄκρη τοῦ Νεκροταφείου τοῦ Ζωγράφου, μέ τό νούμερο 8915.
(συνεχίζεται......)
ΠΗΓΗ:ΘΑΝΟΣ-ΕΥΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου