Menu

1 Φεβ 2010

Ὀρθοδοξία, Δύση καί Ἰσλάμ τοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ



ἀπ’ τό βιβλίο του «Ἡ ἀπανθρωπία τοῦ δικαιώματος», ἔκδ. Δόμος
Πρέπει ἐδῶ νά παρεμβληθεῖ μία κριτική παρένθεση εἰδικά γιά τόν ἐπιχειρούμενο σήμερα παραλληλισμό, σέ πολιτιστικό ἐπίπεδο, ἐκκλησιαστικῆς ὀρθοδοξίας καί Ἰσλάμ: Γιά τά κοινά ἀντιδυτικά στοιχεῖα (στοιχεῖα ἐναντίωσης στό δυτικό κοινωνικοπολιτικό ὑπόδειγμα) πού δυτικοί μελετητές διαβλέπουν καί στίς δύο αὐτές πολιτιστικές παραδόσεις.
Ἡ ἐναντίωση τοῦ Ἰσλάμ στή Δύση εἶναι πολλαπλά διακηρυγμένη καί σέ περιπτώσεις ἰσλαμικῶν πολιτικῶν καθεστώτων ἤ παρατάξεων ἔμπρακτα βεβαιωμένη. Δύση καί Ἰσλάμ ἐμφανίζονται στόν σύγχρονο διεθνῆ χῶρο ὡς δύο ἀντίπαλα κοινωνικοπολιτικά μοντέλα – ἡ ἀντιπαλότητά τους ἐντοπίζεται κυρίως σέ δύο πολιτιστικούς ἄξονες: τοῦ σεβασμοῦ ἤ τῆς ἄρνησης τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων καί τοῦ πολιτικοῦ φιλελευθερισμοῦ.
Θά μποροῦσε ὡστόσο ἐκ προοιμίου νά παρατηρηθεῖ ὅτι ἡ ἀντιπαλότητα αὐτή μοιάζει νά ἐξαντλεῖται στό εἶδος τοῦ «ἱεροῦ» κώδικα πολιτικῆς πρακτικῆς πού τό καθένα ἀπό τά δύο μοντέλα θέλει καθολικά νά ἐπιβάλει. Δέν ἀνάγεται ἡ ἀντιπαλότητα στίς ἀφετηριακές νοηματοδοτήσεις τῆς πολιτικῆς, γιατί αὐτές ἐμφανίζονται μᾶλλον κοινές καί στά δύο μοντέλα – κοινές καί ριζικά διαφοροποιημένες ἀπό τίς προϋποθέσεις τῆς πολιτικῆς πού προδιαγράφουν οἱ κοινωνικοί στόχοι τῆς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης καί ὀρθοδοξίας.
Δύση καί Ἰσλάμ καλλιεργοῦν μίαν ἀντίληψη τῆς πολιτικῆς πού οἱ ἀνθρωπολογικές προϋποθέσεις τῆς ἀγνοοῦν τήν πραγματικότητα καί προτεραιότητα τοῦ προσώπου. Ἐκδέχεται ἡ πολιτική τούς τό ἀνθρώπινο ὑποκείμενο ὡς ἀδιαφοροποίητο ἄτομο, μονάδα τοῦ ὁμοειδοῦς κοινωνικοῦ συνόλου.... Στό Ἰσλάμ προέχει τό σύνολο ἔναντί του ἀτόμου, στή Δύση προέχει τό ἄτομο ἔναντί του συνόλου. Καί στίς δύο περιπτώσεις τό ὑποκείμενο εἶναι ἕνας ἀπρόσωπος φορέας – ἤ τῶν δικαιωμάτων πού προκύπτουν ἀπό θεσμοποιημένο Δίκαιο ἤ τῶν ὑποχρεώσεων πού ἐπιβάλλει ὁ νόμος τοῦ Προφήτη. Οἱ στόχοι εἶναι καί στίς δύο περιπτώσεις ἀτομοκεντρικά εὐδαιμονιστικοί: Ἀτομικά δικαιώματα ἤ θρησκευτικές ὑποχρεώσεις κατοχυρώνουν ἐξ ἴσου τίς ὠφελιμιστικές ἐπιδιώξεις τοῦ ἀτόμου – ἡ ἐγωτική κατοχύρωση μοιάζει καί στά δύο μοντέλα κοινή καί ἀδιαφοροποίητη γιά ὅλα τά ἄτομα.
Ἡ ἴδια προϋποθετική ἐγγύτητα ἤ συγγένεια τῶν δύο μοντέλων γίνεται ἔκδηλη καί στό ἐπίπεδο νοηματοδότησης τῶν πολιτικῶν θεσμῶν: Ἡ κοινοβουλευτική δημοκρατία τῆς Δύσης προϋποθέτει τήν παθητική ἐκδοχή τῆς ἐλευθερίας ὡς δικαιώματος – ἡ ἐλευθερία εἶναι ἀτομικό δικαίωμα ἐπιλογῶν παρεχόμενο «ἄνωθεν» (ἀπό τό θεσμοποιημένο Δίκαιο πού ἀπηχεῖ ἕνα ὑποθετικό «κοινωνικό συμβόλαιο»). Ἀντίστοιχα, τό ἱεροκρατικό πολιτικό μοντέλο τοῦ Ἰσλάμ προϋποθέτει μίαν ἐπίσης παθητική ἐκδοχή τῆς ἐλευθερίας πού κατατίθεται ὡς ὑποταγή στούς θρησκευτικό-πολιτικούς ἡγέτες προκειμένου νά ἐπιτευχθεῖ ἡ «ἄνωθεν» (ἀπό τίς γραφές τοῦ Προφήτη) καθοριζόμενη κοινωνική ἁρμονία καί εὐταξία.
Σέ καμία ἀπό τίς δύο περιπτώσεις δέν διαφαίνεται μία δυναμική ἐκδοχή τῆς ἐλευθερίας ὡς ὑπαρκτικῆς γνησιότητας, τῆς πολιτικῆς ὡς ἀθλήματος γιά τήν πραγμάτωση τῆς ἐλευθερίας στήν κοινωνία τῶν σχέσεων – γιά τήν κατάκτηση τῆς προσωπικῆς ὑπαρκτικῆς ἑτερότητας μέσω τῆς πολιτικῆς κοινωνίας. Καί στά δύο μοντέλα εἶναι κοινή ἡ ἀπόκλιση ἀπό τή νοηματοδότηση τῆς πολιτικῆς πού προδιαγράφει ἡ ἐκκλησιαστική ὀρθοδοξία.
Συντομογραφικές οἱ ἐνδείξεις, ἡ ἀνάλυσή τους θά προϋπέθετε ξεχωριστή ἐξειδικευμένη μελέτη. Προσχεδιάζουν ὡστόσο μία γόνιμη γιά τήν πολιτική θεωρία «ὑπόθεση ἐργασίας»: Τή σχετικοποίηση τοῦ ἑρμηνευτικοῦ σχήματος πού διαβλέπει σύγκλιση πολιτιστικῶν προϋποθέσεων τῆς πολιτικῆς στό Ἰσλάμ καί στήν Ὀρθοδοξία – ἐνῶ παραθεωρεῖ τίς καίριες διαφορές τῶν δύο παραδόσεων στίς ἀφετηριακές νοηματοδοτήσεις τῆς πολιτικῆς. Τό ἑρμηνευτικό σχῆμα μπορεῖ αἰτιολογημένα νά ἀντιστραφεῖ – πάντοτε ὡς «ὑπόθεση ἐργασίας» - ἐπισημαίνοντας ὁρατές συγκλίσεις ἀφετηριακῶν νοηματοδοτήσεων τῆς πολιτικῆς στή Δύση καί στό Ἰσλάμ.
Ἡ σύγκλιση Δύσης καί Ἰσλάμ γίνεται σαφέστερη στήν ἱεράρχηση τῶν σχέσεων τῆς μεταφυσικῆς μέ τήν πολιτική: Καί στίς δύο αὐτές πολιτιστικές παραδόσεις ἡ πολιτική προηγεῖται καί ὑποτάσσει τή μεταφυσική σέ χρηστικές ἀποκλειστικά σκοπιμότητες. Προηγεῖται καί αὐτονομεῖται ἡ πολιτική, εἴτε γιά νά καταστήσει τή μεταφυσική – τήν αὐθεντία τῶν θεσμικῶν της ἐκπροσωπήσεων – ἀναγκαστῆ κατά πάντων (θεοκρατία), εἴτε γιά νά χρησιμοποιήσει τή μεταφυσική ὡς ἰδεολογικό στήριγμα τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας (ἐλέω Θεοῦ βασιλεία – Χαλιφάτο) η, τέλος, γιά νά ἐπιβληθεῖ ἡ πολιτική ὡς ὠφελιμιστικός αὐτοσκοπός ἀποκλείοντας ὁλοκληρωτικά τή μεταφυσική (νεωτερική κοινοβουλευτική δημοκρατία).
Ἀντίθετα στήν ἑλληνική, ὅπως καί στήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική παράδοση, ἡ πολιτική εἶναι μόνο χρηστικό μέσο στήν ὑπηρεσία τῆς μεταφυσικῆς σκοποθεσίας: Ὑπηρετεῖ τό ὑπαρκτικό αἰτούμενο τῶν σχέσεων κοινωνίας (τοῦ «κατά λόγον» καί «κατ’ ἀλήθειαν» βίου στήν ἀρχαιοελληνική δημοκρατία) ἤ ἐξασφαλίζει προστασία καί τά χρειώδη λειτουργίας τοῦ κοινοῦ βίου ἐνῶ οἱ κυρίως κοινωνικές ἐπιδιώξεις ἐπενδύονται ὄχι στά πολιτειακά σχήματα ἀλλά στήν ἐκκλησιαστική κοινότητα (σύστημα «συναλληλίας» στό Βυζάντιο).
Τήν ὑποταγή τῆς θρησκείας στήν πολιτική ἐκφράζει παραδειγματικά στό Ἰσλάμ ὁ «ἱερός πόλεμος κατά τῶν ἀπίστων» (jihad). Ἐξ ἴσου παραδειγματικά ἀπηχεῖ τήν ἴδια ὑποταγή καί ἡ ἀναγραφή σέ κάθε χαρτονόμισμα ἀμερικανικοῦ δολαρίου τῆς φράσης: In God we trust. Καί στά δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα συνοψίζεται μία κοινή ἀντίληψη καί στάση πού χρειάζεται τόν Θεό γιά νά ἐγγυηθεῖ τήν ἐντιμότητα στίς οἰκονομικές συναλλαγές ἤ τήν πρόσκτηση τοῦ πλούτου τῶν «ἀπίστων» γιά τήν πληρέστερη εὐδαιμονία τῶν πιστῶν.
Προεκτείνοντας τήν παραδειγματική ἀναλογία θά μποροῦσε κανείς αἰτιολογημένα νά διαβλέψει ἀντιστοιχία νοηματοδοτήσεων τῆς πολιτικῆς συμπεριφορᾶς τόσο στήν περίπτωση τοῦ πουριτανοῦ ἀγγλοσάξονα (ἤ γερμανοῦ πιετιστῆ, ὀλλανδοῦ καλβινιστῆ κ.τ.ο.) ὅσο καί στήν περίπτωση τοῦ μουσουλμάνου ζηλωτῆ (fundamentalist): Ἀπαιτοῦν μέ διαφοροποιημένες πρακτικές τήν ἴδια κατά βάση ἐξουσιαστική ἐπιβολή τοῦ ἱεροῦ πάνω στό κοσμικό, γιά νά ἐπιτευχθοῦν ἀποτελεσματικότερα ἐγκοσμιοκρατικές μᾶλλον σκοπιμότητες (ψυχολογικῆς, οἰκονομικῆς ἤ ἰδεολογικῆς ἀτομοκεντρικῆς ἐξασφάλισης).
Δύση καί Ἰσλάμ ἀντιπροσωπεύουν σήμερα δύο ἀντίπαλα στήν πράξη, ἀλλά ἐξ ἴσου ἱεροκρατικᾶ στήν καταγωγή κοινωνικό-πολιτικά μοντέλα – μέ δεδομένες ὁπωσδήποτε διαφοροποιήσεις τῆς βατικάνειας, καλβινικῆς, πουριτανικῆς ἤ «ἀκεραιόφρονος» (integriste) μουσουλμανικῆς ἰδιοτυπίας τους. Ὁ «ἱερός νόμος» τοῦ Ἰσλάμ πού ἐπιβάλλεται ὡς κρατικό Δίκαιο καί κοινωνικό-πολιτικό καθεστώς, δέν διαφέρει σέ «ἱερότητα» ἀπό τίς ἐξουσιαστικές χρήσεις τοῦ ὀρθολογισμοῦ στόν δυτικό καπιταλισμό, τή φετιχιστική ἐκδοχή τῶν νόμων τῆς «ἐλεύθερης ἀγορᾶς» ἤ τό θρησκειοποιημένο λάτρευμα τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων ( - πού ἐπειδή θρησκειοποιεῖται γιά νά εἶναι ἀποτελεσματικότερα χρηστικό, εὔκολα προσαρμόζεται καί σέ «ἱερές»-φαρισαϊκές ἀπάνθρωπες σκοπιμότητες).
Ὁ ὁλοκληρωτικός χαρακτήρας τοῦ μουσουλμανικοῦ «ζηλωτισμοῦ» προϋποθέτει τήν ἴδια πολιτική «κουλτούρα» ὄχι μόνο μέ τό μεσαιωνικό ὑπόδειγμα τῆς plenitudo potestatis τῶν παπῶν ἤ τῆς ἱεροκρατίας στήν καλβινική Γενεύη, ἀλλά καί μέ αὐτήν πού συχνά ἐκφράζει ἡ σύγχρονη δυτική νοοτροπία καί τακτική: Μέ τήν ἀξιωματική ἀπαίτηση, λ.χ., τῶν παπικῶν ἐγκυκλίων γιά τόν ἔλεγχο τοῦ ἰδιωτικοῦ βίου τῶν ἀνθρώπων (σέ θρησκευτικό ἐπίπεδο) ἤ μέ τόν ἱεροεξεταστικό ἠθικισμό πού αἰτιολογεῖ προσχηματικά τίς σκοπιμότητες τῆς ἀμερικανικῆς γεωπολιτικῆς στρατηγικῆς (τίς μονομερεῖς, γιά παράδειγμα, πολυαίμακτες ἐπεμβάσεις τοῦ ΝΑΤΟ ἐναντίον τῶν Σέρβων τῆς Βοσνίας – ἤ καί τόν «πόλεμο τοῦ Κόλπου» γιά τόν σωφρονισμό τοῦ ἄλλοτε ἐκλεκτοῦ της Δύσης Σαντάμ Χουσεΐν).
Ἡ κοινή ἱεροκρατική καταγωγή τῶν νοηματοδοτήσεων τῆς πολιτικῆς στή Δύση καί στό Ἰσλάμ παρακάμπτεται καί ἀγνοεῖται – οἱ μεταξύ τους ἀντιθέσεις ἑρμηνεύονται ὡς σύγκρουση τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ τῆς νεωτερικότητας (ἑνός ἄθρησκου στόν ἀνεκτικό «πλουραλισμό» τοῦ φυσιοκεντρικοῦ πολιτισμοῦ) μέ ἀναχρονιστικές ἀναβιώσεις θρησκευτικοῦ φανατισμοῦ.
Ὅμως ὁ ἄθρησκος πολιτισμός τῆς δυτικῆς νεωτερικότητας ἀποδείχνεται σαφῶς παγιδευμένος στίς θρησκευτικές του μῆτρες. Τουλάχιστον στίς μῆτρες τοῦ νομικισμοῦ καί τῆς ἀτομοκρατίας – στά τυπικά αὐτά παράγωγά της θρησκειοποίησης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος στή Δύση. Πρίν ἀπό τήν ἐμφάνιση τοῦ θρησκευτικοῦ ὁλοκληρωτισμοῦ σέ σύγχρονα ἰσλαμικά καθεστῶτα, ὁ αἰώνας μᾶς γνώρισε τόν «ἐκκοσμικευμένο» (secular) ὁλοκληρωτισμό σέ μορφές καθεστώτων ὅπου ἀναβίωσαν θεσμοί, ἀρχές καί μέθοδοι τοῦ θρησκευτικοῦ (κυρίως τοῦ μεσαιωνικοῦ) παρελθόντος τῆς Εὐρώπης:
Ἀναβίωσε ἡ ποινικοποίηση τοῦ φρονήματος καί τῆς γνώμης (πού πρωτοεμφανίστηκε ἱστορικά μέ τόν θεσμό τῆς Inquisitio στόν 13Ο αἰώνα). Ἡ χρήση βασανιστηρίων ὡς ἀνακριτικῆς μεθόδου (πρῶτος διδάξας ὁ πάπας Ἰννοκέντιος ὁ 4ος, 1252). Ἡ ὀργανωμένη καί μεθοδική «πλύση ἐγκεφάλου» τῶν μαζῶν (θεσμοποιήθηκε γιά πρώτη φορά μέ τήν Congregatio de Propaganda Fidei, 1622). Ἡ ἀρχή τῆς ἀλάθητης ἡγεσίας (μέ ἱστορικό προηγούμενο τό παπικό infallibili magisterio). Ὁ ἔλεγχος τῆς γραπτῆς διακίνησης ἰδεῶν (καθιερωμένος θεσμικά μέ τόν Index librorum prohibitorum, 1559). Κλπ., κλπ.
Καί ὅπως ὁ ἐκκοσμικευμένος ὁλοκληρωτισμός στή Δύση ἀντλεῖ ἀπό θρησκευτικά παράγωγά του εὐρωπαϊκοῦ παρελθόντος, μέ ἀντίστροφη φορά ἀλλά τήν ἴδια λογική της ἀποτελεσματικότητας ὁ θρησκευτικός ὁλοκληρωτισμός τοῦ Ἰσλάμ χρησιμοποιεῖ γιά τήν ἐπιβολή τοῦ τά μέσα, τίς τεχνικές καί τίς μεθόδους τῆς ἐκκοσμικευμένης νεωτερικότητας: Χρησιμοποιεῖ πραξικοπηματικές στρατηγικές, προηγμένη τεχνική ἐξοπλισμῶν, ἐξελιγμένες πρακτικές τρομοκρατίας, τηλεοπτική προπαγάνδα, κ.τ.ο. Δέν ἔχει παρά νά θυμηθεῖ κανείς τήν ἄκρως νεωτερική μεθοδικότητα παραδειγματικῶν περιπτώσεων, ὅπως: Ἡ ἐπανάσταση τοῦ Ζία Οὔλ-Χάκ στό Πακιστᾶν τό 1977, πού ἀνέτρεψε μέ τή βοήθεια τοῦ ἰσλαμικοῦ ἱερατείου τόν Ἀλή Μποῦττο καί ἐγκατέστησε στό Ἰσλαμαμπάντ θεοκρατική «δημοκρατία». Ἡ ἰσλαμική ἐξέγερση στό Ἰρᾶν τό 1979, πού ἀπέπεμψε τόν «ἀποστάτη τῆς πίστης» Σάχη Ρεζά Παχλαβί καί παρέδωσε τήν ἐξουσία στόν Ἀγιατολάχ Χομεϊνί. Μέ τήν ἴδια μεθοδική ἀποτελεσματικότητα οἱ «Ἀδελφοί Μουσουλμάνοι» τῆς Αἰγύπτου δολοφονοῦν τό 1981 τόν πρόεδρο Ἀνουάρ Σαντάτ καί ὕστερα ἀπό δώδεκα χρόνια ἐπαναλαμβάνουν ἀνεπιτυχῶς τήν ἀπόπειρα ἐναντίον τοῦ Χόσνι Μουμπάρακ. Ἀνάλογα παραδείγματα νεωτερικῶν μεθόδων ἰσλαμικῆς βίας εἶναι πάμπολλα – ἀνατινάξεις πρεσβειῶν τῶν ΗΠΑ στή Βηρυτό καί στό Κουβέιτ τό 1983, δολοφονία τοῦ προέδρου τοῦ ἀμερικανικοῦ πανεπιστημίου τῆς Βηρυτοῦ Malcolm Kerr, προγραφή τοῦ συγγραφέα τῶν «Σατανικῶν στίχων» Σαλμᾶν Ρούσντι, ἀπαγωγῶν, ὀμηρειῶν, ἀεροπειρατειῶν, αἱματηρῶν ἑφόδων σέ ἀεροδρόμια, κλπ..
Κάθε νομικιστική θρησκευτικότητα – βατικάνεια, καλβινική, πουριτανική ἤ «ἀκεραιόφρων» μουσουλμανική – πού ὑποτάσσει τήν πίστη καί τήν ἠθική στό ἐγωτικό συμφέρον τῆς ἀτομικῆς σωτηρίας, ἐκκρίει καί μία νοηματοδότηση τῆς πολιτικῆς μέ γνώμονα τήν πληρέστερη δυνατή πειθάρχηση τῆς συλλογικότητας στίς κωδικές προδιαγραφές τῆς «σωτηρίας». Μία τέτοια θρησκευτικότητα δικαιολογεῖ (ἄν δέν ἱεροποιεῖ) τά ὁποιαδήποτε καί ὁσοδήποτε βίαια μέσα ἐπιβολῆς της, ἀκόμα καί τή φυσική ἐξόντωση τῶν «ἀντιφρονούντων» - εἴτε πρόκειται γιά τήν ἐξόντωση τῶν Οὐγενότων (Huguenots) ἀπό τούς ρωμαιοκαθολικούς, τῶν γηγενῶν πληθυσμῶν τῆς Νότιας Ἀμερικῆς ἀπό τούς ἐπίσης ρωμαιοκαθολικούς Ἰσπανούς, εἴτε γιά τή μεθοδική γενοκτονία τῶν Ἀρμενίων, τῶν Κούρδων, τῶν Ἑλλήνων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί τοῦ Πόντου ἀπό τούς μουσουλμάνους Τούρκους.
Ἡ ἐκκλησιαστική ὀρθοδοξία στίς σύγχρονες ἱστορικές της ἐπιβιώσεις ἔχει αἰσθητά διαβρωθεῖ ἀπό τήν ἐκνομίκευση – κυρίως λόγω τοῦ νεωτερικοῦ ἐκδυτικισμοῦ της. Ἔχει ὅμως τό πλεονέκτημα νά διασώζει στή θεσμική της ἄρθρωση καί προπάντων στή θεολογία καί στή λατρεία τῆς τήν πρωτοχριστιανική ριζοσπαστική ἄρνηση τοῦ θρησκευτικοῦ ἀτομοκεντρισμοῦ καί τοῦ συνακόλουθου νομικισμοῦ. Οἱ ἱστορικοί της ἐθισμοί βρίσκονται στούς ἀντίποδες τῆς δυτικῆς καί ἰσλαμικῆς θρησκευτικότητας. Προέχει πάντοτε στήν Ὀρθοδοξία ἡ ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου νά ψηλαφήσει ἐμπειρικά, - πέρα ἀπό ἰδεολογικές τέρψεις καί ἠθικές αὐτοκατοχυρώσεις – ἄν πράγματι θανάτω πατεῖται ὁ θάνατος. Μία τέτοια ἀναζήτηση δέν βρίσκει ἐμπειρική ἐπιβεβαίωση οὔτε στήν ἀτομική δικαιοπραξία οὔτε σέ πολιτικά σχήματα ἐπιβολῆς τοῦ «ἱεροῦ νόμου». Ἡ ἐπιβεβαίωση μπορεῖ νά ψηλαφηθεῖ μόνο στόν ἐκκλησιοκεντρικό τρόπον τῆς ὑπάρξεως: στήν ἐλευθερία ἀπό τίς ἀτομοκεντρικές (κυρίως ψυχολογικές) ἀναγκαιότητες, στήν ἄντληση ὕπαρξης ὄχι ἀπό τήν ὑπαρκτικά περατή φύση, ἀλλά ἀπό τήν ὑπαρκτικά ἀπεριόριστη σχέση – στήν αὐθυπέρβαση τοῦ ἀτόμου καί στήν πραγμάτωση τῆς ἐλευθερίας τοῦ προσώπου.
Στό ἄθλημα τῆς ἀτομικῆς αὐθυπέρβασης καί προσωπικῆς ἐλευθερίας δυναμικό κίνητρο εἶναι ἡ ἐπίγνωση τῆς «ἁμαρτίας» ὡς ὑπαρκτικῆς ἀποτυχίας, ὄχι ὡς νομικῆς παράβασης πού ἐπιδιώκει ἀτομοκεντρικῆ ἐξιλέωση. Γι’ αὐτό καί πρωτοπόροι στήν ψηλάφηση τῆς ἐλευθερίας ἀπό τήν ἀτομοκεντρική αὐτάρκεια εἶναι ὄχι οἱ συνεπεῖς «ἀκεραιόφρονες» καί ζηλωτές, ἀλλά οἱ τελῶνες, οἱ ληστές, οἱ πόρνες, οἱ ἄσωτοι.
Καί, φυσικά, μέ τέτοιους πρωτοπόρους ἡ ἐκκλησιαστική ὀρθοδοξία δέν μπορεῖ νά ἀποβλέψει ποτέ στήν ἐξουσιαστική ἐπιβολή της: σέ θεοκρατικά πολιτικά σχήματα. Οἱ ἱεροκρατικές καί θεοκρατικές ἐπιδιώξεις εἶναι ἀδιανόητες στή νοηματοδότηση τῆς πολιτικῆς πού μπορεῖ νά ἀντληθεῖ ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ὀρθοδοξία. Ἀκόμα καί οἱ ἀφαιρετικές σχηματοποιήσεις τῆς δυτικῆς ἱστοριογραφίας ἀποδίδουν στό «Βυζάντιο» τό φαινόμενο τοῦ καισαροπαπισμοῦ (ὑποταγή τῆς Ἐκκλησίας στόν καίσαρα) – ποτέ τό φαινόμενο τοῦ παποκαισαρισμοῦ (ὑποταγή τοῦ καίσαρα στόν πάπα, στόν πρῶτον τή τάξει ἐπίσκοπο).
Μέ τά κριτήρια τῆς συντομογραφικῆς αὐτῆς ἀνάλυσης μπορεῖ νά ἐντοπισθεῖ ἡ συγγένεια προϋποθέσεων τῆς πολιτικῆς στή Δύση καί στό Ἰσλάμ, ὅπως καί ἡ ριζική διαφορά τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀρθοδοξίας ἀπό τά δύο φαινομενικῶς ἀντίπαλα μοντέλα.
Πρόκειται γιά διαφορά πού ὅμως δέν ἐμποδίζει τήν ὀρθόδοξη πρόταση νά ἐμφανίζει πληρέστερη ἀνταπόκριση σέ ἐπιθυμητά πολιτικά αἰτούμενα τῆς δυτικῆς νεωτερικότητας, ὅπως αὐτό τῆς «ἀνοιχτῆς κοινωνίας»: Ἄν «ἀνοιχτή» εἶναι ἡ κοινωνία στήν ὁποία «οἱ θεσμοί ἀναγνωρίζονται ὡς ἀνθρώπινα δημιουργήματα καί ἡ συνειδητή ἀλλαγή τούς συζητεῖται μέ ἄξονα τήν καταλληλότητά τους γιά τήν ἐπίτευξη ἀνθρώπινων στόχων ἤ σκοπῶν», τότε κατεξοχήν ἡ ὀρθόδοξη νοηματοδότηση τῆς πολιτικῆς ὁδηγεῖ στήν πραγμάτωση τοῦ νεωτερικοῦ αὐτοῦ αἰτήματος: Γιατί ἡ ἐκκλησιαστική ὀρθοδοξία δέν ἱεροποιεῖ ποτέ νόμους καί θεσμούς. Τούς ὑπαρκτικούς κοινωνιοκεντρικούς στόχους τῆς – τήν ἐκκλησιαστική ὁμοτροπία τῆς ἐρωτικῆς αὐθυπέρβασης καί αὐτοπροσφορᾶς – δέν τούς δεσμεύει οὔτε στήν ἠθική οὔτε σέ ὁποιουδήποτε τύπου κωδικές σταθερές, γι’ αὐτό καί μπορεῖ νά τούς πραγματώνει σέ συνθῆκες πολύ διαφορετικῶν πολιτικῶν καθεστώτων.
Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἡ ὀρθόδοξη ἄρνηση ἱεροποίησης τῆς πολιτικῆς ὁδηγεῖ σέ μία παθητική καταξίωση ὁποιασδήποτε πολιτικῆς. Ἡ ἐκκλησιαστική ὀρθοδοξία συγκροτεῖ κριτική καί ἐνεργό πολιτική πρόταση ὑπαγορεύοντας τήν πολιτική ὡς θυσιαστική ἄσκηση διακονίας τοῦ κοινωνικοῦ σώματος. Καί διακονία σημαίνει, στήν ὀρθόδοξη γλώσσα καί πρακτική, «κατ’ οἰκονομίαν» χρήση νόμων καί θεσμῶν, εὐελιξία προσαρμογῆς τους στίς ἑκάστοτε καί ἐκασταχού κοινωνικές ἀνάγκες, ἀνοιχτή ἑτοιμότητα κριτικῶν ἀναθεωρήσεων τῆς πολιτικῆς πρακτικῆς, προκειμένου νά ἐξυπηρετεῖται ἡ προτεραιότητα τῶν σχέσεων κοινωνίας. Στοιχεῖα δηλαδή πού χαρακτηρίζουν, αὐτά ἀκριβῶς, μίαν «ἀνοιχτή κοινωνία».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου